Ξέρω ότι παρηγοριά για τα παθήματά μας ποτέ δεν μπορούν να είναι τα χειρότερα παθήματα των άλλων. Εν τούτοις, θα ξεκινήσω από τις πυρκαγιές στον Καναδά, επειδή η εξωφρενική κατάσταση εκεί μας δίνει το μέτρο του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε και εδώ.

Στον Καναδά οι φωτιές καίνε αδιάκοπα επί τρεις μήνες και έχουν καταστρέψει 140 εκατομμύρια στρέμματα δάσους, δηλαδή 70 φορές την έκταση που κάηκε στην Πελοπόννησο το 2007. Μιλάμε λοιπόν για ένα καινούργιο φαινόμενο, που προφανώς συνδέεται με την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες που προκαλεί. Να προσθέσω και την υπόμνηση για τη νήσο Μάουι, που ποτέ δεν είχε πυρκαγιές, καθώς το κλίμα ήταν πάντα υγρό και η φύση καταπράσινη. Και όμως, ο συνδυασμός λίγων εβδομάδων ξηρασίας και των ασυνήθιστα ισχυρών ανέμων προξένησε τον τραγικό απολογισμό των 115 βεβαιωμένων νεκρών και των 850 αγνοουμένων, για τους οποίους, ύστερα από σχεδόν έναν μήνα είναι αμφίβολο αν υπάρχει ελπίδα να βρεθούν ζωντανοί. Συνεπώς, έχουμε απέναντί μας ένα νέο είδος φυσικής καταστροφής και το ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα. Σε αυτό θα προσπαθήσω να δώσω μια απάντηση στις επόμενες παραγράφους και αναλαμβάνω το κόστος της αστοχίας αν οι επισημάνσεις μου δεν ευσταθούν.

Να θέσω υπ’ όψιν σας, κατ’ αρχάς, μια διαπίστωση που προέρχεται από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας: καμία στρατιωτική εγκατάσταση δεν κινδύνευσε στις περιοχές που μαίνονται οι πυρκαγιές, διότι η περίμετρός τους είχε αποψιλωθεί εγκαίρως. (Το φιάσκο της Νέας Αγχιάλου ήταν η εξαίρεση.) Οι φλόγες πλησίαζαν, αλλά προσπερνούσαν ελλείψει καύσιμης ύλης. Στη Δαδιά, αντιθέτως, όπου το πούσι και τα ξερόκλαδα έφταναν σε ορισμένα σημεία το ενάμισι μέτρο (!), η φωτιά επελαύνει ανεξέλεγκτη. Η συστηματική αποψίλωση, επομένως, είναι το μέτρο προστασίας από το οποίο πρέπει να αρχίσουμε. Ποιος θα κάνει, όμως, την αποψίλωση; Εσείς και εγώ ή οι κάτοικοι των γύρω περιοχών; Πολύ αμφιβάλλω, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει σοβαρό κίνημα εθελοντισμού. (Εκτός, βέβαια, αν το αντίτιμο του εθελοντισμού είναι ένα κινητό τηλέφωνο, όπως στους Ολυμπιακούς του 2004…)

Η εύκολη λύση, που ταιριάζει κιόλας με τις ιδεολογικές προκαταλήψεις μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικού κόσμου, είναι οι προσλήψεις. Οι θιασώτες αυτής της προσέγγισης θα σας πουν ότι πρέπει να προσλάβουμε επιπλέον 10, 15, 20 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, όσους χρειαστούν τέλος πάντων, για να φροντίζουν τα δάση. Επίσης, γιατί όχι, να ιδρύσουμε και καμιά δεκαριά σχολές δασοπονίας (πανεπιστημιακού επιπέδου, εννοείται, για να μετρούν τα μόρια στην πρόσληψη) και το πρόβλημα λύθηκε. Αμ δε! Ακόμη και αν αυτό ήταν εφικτό (που δεν είναι), η επέκταση της γραφειοκρατίας θα ήταν μια λύση στα χαρτιά, χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Η Δασική Υπηρεσία θα εξελισσόταν σε κάτι σαν την Αστυνομία, θα γινόταν ένα ακόμη κομμάτι του πλαδαρού, αργοκίνητου κρατικού μηχανισμού. Η μόνη διαφορά που θα έκανε θα ήταν ότι θα ξέραμε ποιους να βρίζουμε κάθε φορά που η πυρκαγιά καταστρέφει ένα δάσος.

Αφήνουμε λοιπόν τις σοσιαλιστικές ονειρώξεις και περνάμε στην πραγματικότητα. Κατά την αντίληψή μου, ο μόνος τρόπος είναι να ταυτιστεί η προστασία των δασών με το οικονομικό συμφέρον. Δεν αμφιβάλλω ότι κανείς δεν αγαπά περισσότερο τα δάση από τους οικολόγους και τους κουλτουριάρηδες, αλλά τα αγαπάνε εξ αποστάσεως. Αντιθέτως, οι άνθρωποι που ζουν από την εκμετάλλευση των δασών (ξυλεία, ρητίνη, μελισσοκομία κ.ά.) είναι εκείνοι που τα νοιάζονται στην πραγματικότητα, επειδή από τη διατήρησή τους εξαρτάται η δική τους διαβίωση. Αυτοί κάνουν τους καθαρισμούς, τις αραιώσεις, τις μελέτες που χρειάζονται και, επιπλέον, μπορούν να γνωρίζουν τη μορφολογία του εδάφους, ώστε να ξέρουν πώς θα παρέμβουν εάν χρειαστεί. Εν ολίγοις, ας παραχωρήσουμε τα δάση σε δασικούς συνεταιρισμούς, όπως ήδη συμβαίνει με ορισμένα ιδιωτικά δάση. Το κράτος δεν μπορεί. Καιρός είναι να το παραδεχθούμε και να πάμε παρακάτω. Κανείς δεν μπορεί, εκτός από εκείνους που ζουν εκεί και βιοπορίζονται από το δάσος. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, εάν και κατά πόσο το υπόδειγμα των δασικών συνεταιρισμών μπορεί να επεκταθεί και στα δημόσια δάση.

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που θα μπορούσε να κάνει και το κράτος από την πλευρά του, αν τολμούσε η πολιτική ηγεσία να αναλάβει το κόστος. Εννοώ να χρησιμοποιεί τον στρατό για την αποψίλωση των δασών. Δεν είναι δουλειά που χρειάζεται εξειδίκευση, αρκεί η σωστή καθοδήγηση από τους επαΐοντες. Στο κάτω-κάτω, γιατί υπηρετούμε τη θητεία μας; Για να προσφέρουμε στην πατρίδα, υποτίθεται, ενώ στην πραγματικότητα γνωρίζουμε ότι υπηρετούμε απλώς και μόνο για να υπάρχουν οι μονάδες που δικαιολογούν 50 θέσεις στρατηγών, δηλαδή περίπου όσες διαθέτει και ο στρατός των ΗΠΑ για να έχουμε την κλίμακα μεγέθους. Αντί λοιπόν να σκυλοβαριούνται οι στρατιώτες, ας προσφέρουν στην κοινωνία κάτι που το έχει ανάγκη. Αντί το ΥΕΘΑ να δίνει τάμπλετ στους στρατιώτες (δεν ξέρω αν είναι αυτό το άκρον άωτον της γελοιότητας ή του λαϊκισμού, ενδεχομένως αμφοτέρων…), ας τολμήσει να αυξήσει τη θητεία και να προσανατολίσει τις άχρηστες μονάδες σε μια δραστηριότητα πράγματι κοινωφελή.