O νοτιοαφρικανός γελοιογράφος Τζακ Σουάνεπουλ το 1997 δημοσίευσε ένα σκίτσο όπου ένας μπόμπιρας ανακοίνωνε στον πατέρα του: «Μπαμπά, σκέφτομαι να κάνω καριέρα στο οργανωμένο έγκλημα». Κι εκείνος του απαντούσε: «Στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα;».

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε στο μυαλό αυτή η γελοιογραφία, ενώ διάβαζα κάποιους από τους ατελείωτους διαλόγους που έχουν κυκλοφορήσει από τη δικογραφία για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Σε κάθε περίπτωση, όταν φτάσεις στην τέταρτη ή πέμπτη στιχομυθία μεταξύ των σχεδόν κτηνοτρόφων, αισθάνεσαι σαν να έχεις κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο και βλέπεις ξανά στην τηλεόραση τη «Λάμψη» του Φώσκολου. Είτε παρακολουθούσες το επεισόδιο της Δευτέρας είτε της Παρασκευής τα ίδια πράγματα άκουγες και έμπαινες αμέσως στο νόημα.

Αποστάσεις

Πέρα, πάντως, από τους διαλόγους και τις παραιτήσεις των υπουργών, αυτό που εισπράττω στον μικρόκοσμό μου από φίλους/ες που είτε είναι δεξιοί/ές είτε ψήφισαν στις 2-3 τελευταίες εκλογές τη Νέα Δημοκρατία, είναι μια αποστασιοποίηση, μια κάποιου είδους απογοήτευση. Το οποίο, οφείλω να πω, μου προκαλεί μια κάποια εντύπωση. Διότι είναι οι ίδιοι άνθρωποι για τους οποίους δεν άλλαξε τίποτα όταν έγινε γνωστό ότι παρακολουθούνταν πολιτικοί αρχηγοί, το μισό Υπουργικό Συμβούλιο και άγνωστος αριθμός άλλων ατόμων.

«Για να τους παρακολουθούσαν κάτι θα έκαναν» ήταν το ανεπίσημο αφήγημα με ένα μικρό κλείσιμο ματιού (και μεταξύ τους και στο παρελθόν της παράταξης). Δεν αποσυντονίστηκαν ούτε όταν 57 άνθρωποι πέθαναν στα Τέμπη, μια βδομάδα μετά τη δήλωση του αρμόδιου υπουργού «δεν παίζουμε με την ασφάλεια των επιβατών στα τρένα».

Το αφήγημα τότε έκανε λόγο για «ατύχημα», «ανθρώπινο λάθος», το νέο κλείσιμο ματιού υπαινισσόταν ότι «ε, δεν φτάσαμε και τους νεκρούς στο Μάτι» και η επιβεβαίωση της ακλόνητης πίστης ήρθε τρεις μήνες αργότερα με το περίφημο 41% στις εκλογές και με την πανηγυρική επανεκλογή του πρώην πια υπουργού στην περιφέρειά του. (Σε μια μικρή ειρωνεία της ιστορίας ο Κώστας Καραμανλής είχε διαφορά μόλις 262 σταυρούς από τον δεύτερο βουλευτή Σερρών της ΝΔ, ο οποίος ήταν ο Τάσος Χατζηβασιλείου, ένας εκ των τριών υφυπουργών που παραιτήθηκαν πριν από δέκα ημέρες – αυτό δεν ήταν ψηφοδέλτιο, αδαμαντωρυχείο ήταν.)

Γυρίζοντας, λοιπόν, στους ψηφοφόρους της ΝΔ που, πέρα από αυτές τις τρανταχτές περιπτώσεις, κατάπιαν (ενδεικτικά και μεταξύ πολλών άλλων) τις πρωθυπουργικές φωτογραφίες στην Πάρνηθα επί πανδημίας τα pushback και φυσικά την ακρίβεια, το ερώτημα είναι γιατί κλονίστηκαν τώρα; Εννοώ, πρόκειται μεν για ένα προφανές σκάνδαλο, αλλά αφενός δεν πέθανε κανείς, αφετέρου υπάρχουν τρόποι (δικαστικοί και άλλοι) για επανορθώσεις. Γιατί τους κόστισε τόσο πολύ;

Πιθανολογώ ότι η απάντηση είναι επειδή συνειδητοποίησαν ότι τόσο καιρό στήριζαν αφιλοκερδώς, ενώ κάποιοι – πολλοί, όπως αποδεικνύεται – το έκαναν με το αζημίωτο. Ο αγαπημένος μου φιλόλογος Νίκος Πατέρας (καλή του ώρα, όπου και να ‘ναι) έλεγε ότι οι Ελληνες είναι εξαιρετικά ώριμοι ψηφοφόροι γιατί ψηφίζουν με βάση το πορτοφόλι τους.

Πού να φανταστούν κι αυτοί, όταν ψήφιζαν για να φύγει «η χειρότερη κυβέρνηση που πέρασε ποτέ» και για να επανέλθει η σταθερότητα, ότι η σταθερότητα αφορούσε την πλήρη επιστροφή στις πελατειακές σχέσεις; Στις εποχές που παίρναμε τα χρήματα των κουτόφραγκων και τα δίναμε στα «δικά μας παιδιά»; Πού να φανταστούν ότι στο καφενείο εκεί που έκαναν πλάκα στους Συριζαίους ανήκαν κι αυτοί στην κατηγορία «αποπαίδια»…

Η άδεια

Αρχισα με μια άσχετη γελοιογραφία, θα τελειώσω με μια άσχετη κινηματογραφική σκηνή. Είναι από τη «Λούφα και παραλλαγή» και ο Μπαλούρδος αιτείται «πενθαήμερος αγροτική άδεια». Στο ερώτημα του λοχαγού «και από πότε έγινες αγρότης, Μπαλούρδο;», αυτός απαντά «Ο πατέρας μου έχει ζώα, κύριε λοχαγέ», για να καταλήξει ο αξιωματικός: «Το βλέπω».