Με τα εκλογικά συστήματα που επικρατούν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, οι έδρες κατανέμονται αρχικά σε εθνικό επίπεδο με βάση τα συνολικά εκλογικά ποσοστά των κομμάτων. Στοιχείο που επιτρέπει τον εκ προοιμίου υπολογισμό του λεγόμενου «ορίου αυτοδυναμίας ή κυβερνητικής πλειοψηφίας», δηλαδή του ελάχιστου απαιτούμενου ποσοστού για το πρώτο κόμμα, προκειμένου αυτό να μπορεί να πετύχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. ‘Η αντιστοίχως το ελάχιστο απαιτούμενο αθροιστικό ποσοστό οποιασδήποτε συμμαχίας κομμάτων (συμπεριλαμβανομένου του πρώτου) για σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας, και το οποίο εξαρτάται αποκλειστικά από το σύνολο των ψήφων που μένουν εκτός Βουλής.

Παράλληλα, μέχρι τις προηγούμενες εκλογές, η πρόβλεψη της απευθείας παραχώρησης ενός αριθμού εδρών ως «μπόνους» στο πρώτο κόμμα που ίσχυε ως το 2009, ήταν ικανή να εξασφαλίσει τη δημιουργία μονοκομματικών κυβερνήσεων. Εντούτοις, με τη συνολικότερη ανακατάταξη του πολιτικού τοπίου που επέφερε ο εκλογικός σεισμός του 2012, ανέκυψε η ανάγκη διακομματικών κυβερνήσεων. Πράγματι, οι συνεργασίες της ΝΔ με το ΠαΣοΚ (και με τη ΔΗΜΑΡ μέχρι το 2013) και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ αποτέλεσαν τα βασικά κυβερνητικά σχήματα της περιόδου 2012-2019, καθώς με την εκλογική δύναμη του πρώτου κόμματος να κυμαίνεται σε επίπεδα 30%-36%, η επίτευξη αυτοδυναμίας πλειοψηφίας καθίστατο πρακτικά σχεδόν αδύνατη.

Η στροφή του 2019

Από την άλλη πλευρά, η νίκη της ΝΔ το 2019, με 40% και 158 έδρες, σηματοδοτούσε μια επιστροφή στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Ομως πρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσο απηχεί και μια συνολικότερη απαίτηση του εκλογικού σώματος υπέρ των μονοκομματικών πλειοψηφιών ή αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει οριστικά εισέλθει στην κουλτούρα των κυβερνήσεων συνεργασίας.

Την ίδια πάντως αρχιτεκτονική των εκλογικών συστημάτων που προαναφέρθηκαν (αυτήν της εθνικής κατ’ αρχήν κατανομής των εδρών) ακολουθούν και οι δύο πιο πρόσφατες αλλαγές της εκλογικής νομοθεσίας που έλαβαν χώρα μετά το 2015. Η πρώτη, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Ν. 4406/2016) είχε ως αποκλειστικό αντικείμενο την πλήρη κατάργηση του μπόνους πλειοψηφίας. Η δεύτερη, από την επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ (Ν. 4654/2020), αφορούσε την επαναφορά του μπόνους σε μια μορφή κλιμακωτού μεγέθους, το οποίο κυμαίνεται από 20 έως 50 έδρες και εξαρτάται από το ακριβές εκλογικό ποσοστό του πρώτου κόμματος, όταν αυτό κινείται μεταξύ του 25% και του 40%. Το γεγονός δε ότι καμία από τις δύο αυτές μεταρρυθμίσεις δεν συγκέντρωσε την έγκριση των 2/3 του Κοινοβουλίου μετέθεσε την εναλλάξ διαδοχική εφαρμογή τους στις δύο επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, όποτε αυτές κι αν γίνουν.

Πρόκειται δηλαδή για δύο εκλογικά συστήματα με εντελώς διαφορετική πολιτική κατεύθυνση, τα οποία αντιστοιχούν στα δύο αντιδιαμετρικά αφηγήματα των κομμάτων που τα προώθησαν, με τη διακηρυγμένη προτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ των κυβερνήσεων («προοδευτικής») συνεργασίας και της ΝΔ υπέρ της αυτοδυναμίας. Αλλά καθιστώντας και επιτακτικό το ερώτημα υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να προκύψει κυβερνητική λύση και τι μορφής θα μπορούσε να είναι αυτή.

Τα σενάρια για τις πρώτες εκλογές

Για τις αμέσως επόμενες εκλογές, χωρίς το μπόνους πλειοψηφίας, η επίτευξη της αυτοδυναμίας καθίσταται και πάλι πρακτικά αδύνατη. Ετσι το απαιτούμενο – αθροιστικό – όριο ψήφων για μια κυβερνητική συνεργασία (και χωρίς σε αυτήν να είναι εν προκειμένω τεχνικά απαραίτητη η συμμετοχή του πρώτου κόμματος) κινείται στα επίπεδα του 45%-46%, αν υποτεθεί ότι εκτός Βουλής μένει το 8% (όπως το 2019), ή ακόμα αν αυτό το ποσοστό αγγίξει το 10%.

Φυσικά ένας τέτοιος στόχος δεν αρκεί να είναι εφικτός μόνο αριθμητικά. Για παράδειγμα, μια πιθανή συνεργασία ΠαΣοΚ – ΝΔ έδειχνε πολιτικά εξαιρετικά απίθανη αμέσως μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη, γεγονός όμως που φαίνεται τελικά να οδήγησε στον «επαναπατρισμό» δυσαρεστημένων ψηφοφόρων της ΝΔ, οι οποίοι προς στιγμήν είχαν δημοσκοπικά μεταστραφεί προς το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ (ενώπιον της κυβερνητικής προοπτικής και μιας ενδεχόμενης σύγκλισης του ΠαΣοΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ).

Διαφορετικοί περιορισμοί

Από την άλλη πλευρά, η περίπτωση της «προοδευτικής διακυβέρνησης» που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠαΣοΚ φαίνεται αυτή τη στιγμή να εμπίπτει σε άλλους αριθμητικούς περιορισμούς, καθώς με βάση την τρέχουσα δημοσκοπική εικόνα καμία προβολή εκλογικής επιρροής μέχρι τώρα δεν δείχνει ότι τα δύο κόμματα αθροιστικά μπορούν να υπερβούν το 42%-43% των ψήφων (137-140 έδρες, για 8%-10% εκτός Βουλής), ειδικά από τη στιγμή που οι εκλογικές τους βάσεις λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Με αποτέλεσμα η προοδευτική συνεργασία να απαιτεί την προσθήκη τουλάχιστον ενός ακόμα κόμματος (με εκλογική δύναμη 3%-4%, όπως θα μπορούσε να είναι π.χ. το ΜέΡΑ25), που και πάλι μπορεί να είναι αμφίβολη (ή εξαιρετικά οριακή), όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και πολιτικά δεδομένης της άρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση ηττημένων.

Φυσικά όλα τα παραπάνω σενάρια προσκρούουν εν πολλοίς στην εντελώς ανομοιογενή φύση του ίδιου του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ σε ό,τι αφορά πρωτίστως την εκλογική βάση του, η οποία με βάση τις έρευνες κοινής γνώμης εμφανίζεται απολύτως «τριχοτομημένη» ανάμεσα στις προοπτικές συνεργασίας με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ και στην αυτόνομη πορεία του κόμματος. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ φαίνεται να είναι κατεξοχήν το κόμμα που θα είχε κάθε λόγο να αποτρέψει την επανάληψη των εκλογών ή έστω να μην έχει την ευθύνη της προσφυγής σε αυτήν.

Το αδιέξοδο και οι συνδυασμοί

Το απόλυτο αδιέξοδο πάντως θα προέκυπτε αν και οι δύο παραπάνω αριθμητικές συνθήκες δεν ικανοποιούνταν, δηλαδή αν το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών της ΝΔ με το ΠαΣοΚ δεν υπερβεί το 45%-46% και αντίστοιχα του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠαΣοΚ το 42%-43%. Μια τέτοια εικόνα αδιεξόδου θα μπορούσε δηλαδή να ανακύψει με μία σειρά από πιθανές κατανομές των εκλογικών ποσοστών μεταξύ των τριών κομμάτων, που η καθεμία θα είχε εντελώς διαφορετική πολιτική ανάγνωση (π.χ. 35%-31%-10%, 33%-32%-11%, 34%-30%-12%) και με βάση την κατάταξη που δίνουν οι σημερινές δημοσκοπήσεις.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η άμεση προσφυγή σε νέες εκλογές θα είναι σχεδόν αυτονόητη, αν και πολιτικά είναι σχεδόν βέβαιο ότι εκ μέρους της σημερινής κυβέρνησης θα αξιοποιηθεί για την καταγγελία της απλής αναλογικής ως ενός ακόμα αρνητικού κατάλοιπου της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, αν οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα ευσταθεί αριθμητικά, ο αρνητής μιας τέτοιας λύσης θα αναλάβει ουσιαστικά και την ευθύνη της προσφυγής σε δεύτερες εκλογές.

Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι εκλογικός αναλυτής, διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης.

Οι προϋποθέσεις της κυβερνησιμότητας και οι ακραίες περιπτώσεις

Ακόμα και η άμεση προσφυγή σε νέες εκλογές δεν είναι βέβαιο ότι θα δώσει οριστική ή επαρκώς ευσταθή λύση στο πρόβλημα της κυβερνησιμότητας. Το όριο αυτοδυναμίας που για 8%-10% εκτός Βουλής κινείται στην περιοχή του 37%-38% δεν μπορεί να θεωρείται εκ προοιμίου βέβαιο ούτε για τη ΝΔ, ακόμα και εφόσον το σημερινό δημοσκοπικό της προβάδισμα επιβεβαιωθεί.
Φυσικά, η άμεση διενέργεια νέων εκλογών και μάλιστα με το εκλογικό σύστημα του κλιμακωτού μπόνους είναι αναμενόμενο κατά ένα μέρος να προσδώσει στη δεύτερη αναμέτρηση χαρακτήρα επαναληπτικού γύρου.

Την ίδια στιγμή, όμως, σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα ήταν λογικό ίσως και το συνολικό ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων να περιοριστεί, ενδεχομένως στα επίπεδα του 5%-6%, εξέλιξη η οποία θα αύξανε περαιτέρω το όριο της αυτοδυναμίας πάνω από το 38,5%. Με αποτέλεσμα μια πιθανή πλειοψηφία της ΝΔ να μπορεί στην καλύτερη – αν όχι και ακραία – περίπτωση να οδηγήσει σε οριακή σχεδόν αυτοδυναμία (π.χ. 152-153 για 39% και 5%-6% εκτός Βουλής), παρά μόνο αν ένα από τα μικρότερα σήμερα κοινοβουλευτικά κόμματα απειληθεί και αυτό να μην περάσει το «κατώφλι» του 3%. Αλλωστε, και η άνετη σχετικά αυτοδυναμία των 158 εδρών του 2019 δεν οφειλεται μόνο στο υψηλό ποσοστό που πέτυχε να συγκεντρώσει η ΝΔ, αλλά και στον αποκλεισμό της Χρυσής Αυγής από τη Βουλή για σχεδόν 3.800 ψήφους (2,93%). Αν το νεοναζιστικό μόρφωμα σε εκείνη την αναμέτρηση ξεπερνούσε το φράγμα του 3%, οι έδρες της ΝΔ θα περιορίζονταν σε 155.

Φυσικά τα παραπάνω ενδεχόμενα δεν μπορούν να αναιρέσουν το γεγονός ότι για ένα ποσοστό ανώτερο του 36% σε ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές, το πρώτο κόμμα όποιο και αν είναι αυτό, θα μπορεί να θεωρηθεί ο απόλυτος κυρίαρχος, εξασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση πάνω από 140 έδρες, γεγονός που καθιστά αυτονόητη την εξασφάλιση κυβερνητικής συνεργασίας και πιθανότατα χωρίς όρους (που θα μπορούσαν π.χ. να αφορούν το πρόσωπο του επόμενου πρωθυπουργού). Ωστόσο ο στόχος της αυτοδυναμίας θα έχει δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα.