iΟ δημογραφικός παράγοντας και οι ανισορροπίες που τον χαρακτηρίζουν θα πρέπει να ληφθούν σοβαρότατα υπόψη στη διαμόρφωση των πολιτικών επιλογών κυβερνήσεων και οργανισμών. Οπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της ελληνικής μελέτης, «τα τελευταία 40 χρόνια, στις χώρες του ΟΟΣΑ ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, ως ποσοστό αυτών που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία (15-64 ετών), αυξήθηκε από το 20% στο 31%, ενώ ως το 2060 το ποσοστό αυτό θα έχει πιθανότατα διπλασιαστεί, φθάνοντας στο 58%», όπως προκύπτει και από την έκθεση «Pensions at a Glance» που εκδίδει ο ΟΟΣΑ.
Για τη δε Ελλάδα, τα αντίστοιχα ποσοστά προβλέπονται ακόμη υψηλότερα (37,8% το έτος 2020 και 79,7% το 2060). Παράλληλα, το εργατικό δυναμικό της χώρας (ηλικίες 15-64 ετών) θα μειωθεί στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ κατά 10% ως το 2060, αλλά για την Ελλάδα η μείωση προβλέπεται να φθάσει ή και να ξεπεράσει το 35%. Αν στα παραπάνω στοιχεία προστεθεί η πρόβλεψη έκθεσης των Ηνωμένων Εθνών ότι η χώρα μας θα βρίσκεται, το 2050, στην τέταρτη θέση παγκοσμίως σε σχέση με τη μεγαλύτερη συρρίκνωση του πληθυσμού που βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία, μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί ποια θα είναι η επίδραση αυτής της εξέλιξης στον συνολικό δείκτη παραγωγικότητας.
Οι δύο κατηγορίες
και η μετανάστευση
Η γενικότερη δημογραφική εξέλιξη του πλανήτη εμφανίζει ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία. Ο ΟΗΕ εκτιμούσε ήδη από το 2018 ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί ως και περίπου δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους μέσα στα επόμενα 30 χρόνια, ενώ μέχρι το 2100 θα μπορούσε να αγγίξει τα 11 δισεκατομμύρια. Η αύξηση αυτή δεν θα προέλθει από την αύξηση της γεννητικότητας, αλλά από την αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής. Την ίδια στιγμή, ο κόσμος θα χωριστεί σε δύο κατηγορίες. Από τη μία πλευρά βρίσκονται χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και της Νότιας Ασίας (π.χ. Νιγηρία, Αιθιοπία και Ινδία, Πακιστάν, αντιστοίχως) που θα σημειώσουν τεράστια αύξηση πληθυσμού – ενώ η ΕΕ δεν μπορεί να αγνοήσει πόσο θα επηρεάσει αυτή η πληθυσμιακή αύξηση τις ροές μεταναστών προς τη «γηραιά ήπειρο». Από την άλλη πλευρά, η ίδια η ΕΕ (και ιδιαίτερα οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες) θα δουν ραγδαία μείωση του πληθυσμού τους. Πέραν δε των μεταναστευτικών ροών, θα υπάρξουν πιέσεις στο περιβάλλον, στην κλιματική αλλαγή, θα υπάρξει αύξηση των ενεργειακών αναγκών και εξάντληση των φυσικών πόρων.
Οι προκλήσεις
της αστικοποίησης
Οι δημογραφικές ανισορροπίες συνδέονται και με την αστικοποίηση. Με βάση τους υπολογισμούς, σχεδόν το 77% του παγκοσμίου πληθυσμού ζούσε σε πόλεις ήδη από το 2015. Η αύξηση του αστικού πληθυσμού θα εντοπιστεί τα επόμενα χρόνια σε Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική, ενώ εκτιμάται ότι 9 στις 10 μεγαλουπόλεις (πόλεις με πληθυσμό άνω των 10 εκατομμυρίων κατοίκων) θα βρίσκονται στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η έντονη αστικοποίηση θα γεννήσει μεγαλύτερες προκλήσεις, όπως π.χ. η περιβαλλοντική υποβάθμιση, οι κοινωνικές ανισότητες, ή η κυκλοφοριακή συμφόρηση και θα απαιτηθούν καινοτόμες λύσεις για βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών. Το δίλημμα βρίσκεται στον τρόπο συνδυασμού μεταξύ αστικοποίησης και επιπέδου ζωής.
Ο παράγοντας
της τεχνολογίας
Οι συγγραφείς επισημαίνουν, ορθώς, ότι «οι εξελίξεις στην τεχνολογία υπήρξαν πάντοτε ένας καθοριστικός παράγοντας που σηματοδοτούσε τη δυναμική του οικονομικού συστήματος και επιδρούσε πολλαπλά σε διάφορους τομείς της ανθρωπότητας. […] Η εξέλιξή της – με ραγδαίους και θεαματικούς ρυθμούς γεωμετρικής προόδου – αλλάζει τα οικονομικά μοντέλα, δημιουργεί νέα επιχειρηματική πραγματικότητα, επηρεάζει την καταναλωτική συμπεριφορά, τις κοινωνικές δομές, τις εκπαιδευτικές ανάγκες». Η υπερ-σύνδεση, το «Διαδίκτυο των πάντων», τα συστήματα επαυξημένης πραγματικότητας, η τεχνητή νοημοσύνη αναδεικνύουν προκλήσεις, όπως η ασφάλεια των τεχνολογικών συστημάτων, η πρόοδος σε αμυντικές τεχνολογίες, σε αλλαγή εκπαιδευτικών μοντέλων, ενώ γεννούν ηθικά διλήμματα και τροφοδοτούν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Μεσαία τάξη
και κατανάλωση
Μία επιπλέον μεγατάση αφορά την αύξηση της μεσαίας τάξης και της καταναλωτικής συμπεριφοράς. Οι συγγραφείς επικαλούνται έρευνα του Brookings Institution, σύμφωνα με την οποία το 2018 περίπου 3,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή λίγο περισσότερο από το 50% του παγκοσμίου πληθυσμού, ανήκαν στη μεσαία τάξη. Η αύξηση αυτή θα συνεχιστεί τις προσεχείς δεκαετίες με έμφαση στην Κίνα και στην Ινδία και θα μεταβάλει καταλυτικά τα καταναλωτικά πρότυπα – με την Ινδία να γίνεται η μεγαλύτερη καταναλωτική μεσαία τάξη στον κόσμο, ξεπερνώντας όχι μόνο την Κίνα αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες.