Τα τελευταία χρόνια, η μετατόπιση της ιδιωτικής συγκίνησης στον ψηφιακό χώρο έχει δημιουργήσει νέες συνθήκες για την έκφραση των συναισθημάτων, υπό το καθεστώς των οποίων ακόμα και το ίδιο το πένθος εμπλέκεται με τις ιδιότυπες επιστημολογίες του διαδικτυακού κόσμου.

Ενα από τα πλέον εντυπωσιακά, νομίζω, φαινόμενα είναι η ανάδυση αυτού που μπορεί κανείς να ονομάσει κουλτούρα των μικροαληθειών: μια ολοένα και αυξανόμενη και επεκτεινόμενη εμμονή με την ακρίβεια της παραμικρής λεπτομέρειας, μια ολοένα και αυστηρότερη επιφυλακή για το ελάχιστο σφάλμα, μια βαθιά ανάγκη διόρθωσης, επισημείωσης ή επαλήθευσης ακόμα και εκείνων των εκφράσεων που άλλοτε υποτάσσονταν στο απροσμέτρητο και στο μύχιο.

Κι αυτή η «κουλτούρα» συναντά με απρόσμενους τρόπους το ψηφιακό πένθος (ήτοι: την έκφραση του πένθους μας στα διαδικτυακά μας προφίλ, που είναι ένα από τα συμπαρομαρτούντα του οδυνηρού γεγονότος), μέσω πρακτικών στις οποίες οι άνθρωποι ήδη καταφεύγουν τυφλά σχεδόν, μέσα σε αυτό το περιβάλλον χειρουργικής ορατότητας, αλγοριθμικής επιμέλειας και κοινοτικής επιτήρησης.

Tο ψηφιακό πένθος ανθεί πάνω στη σύγκλιση δύο φαινομενικά συγκρουόμενων δυνάμεων: του ψηφιακού χώρου ως χώρου μνήμης και της αλυσίδας τεχνολογικών αναδιατάξεων της αλήθειας. Ακριβώς εκεί, δηλαδή, ανάμεσα στο Διαδίκτυο ως αρχείο και στο Διαδίκτυο ως καμβά γεννιέται η νέα μέθοδός μας για να πενθούμε, εκτεθειμένοι στα μάτια όλων και μαζί εκτεθειμένοι στις περί αποδεικτικών στοιχείων απαιτήσεις ενός συστήματος που δεν σχεδιάστηκε για την τρυφερότητα την οποία απαιτούν οι απώλειες.

Αυτή η κουλτούρα των μικροαληθειών δεν απορρέει απλώς από την πολιτική έγνοια για την παραπληροφόρηση, αλλά από βαθύτερες αναδιαμορφώσεις και μεταμορφώσεις στο καθεστώς υπό το οποίο τελεί η μνήμη μας σήμερα.

Οι ψηφιακές αρχειοθήκες διατηρούν κάθε μήνυμα, κάθε ημερομηνία, φωτογραφία και κειμενικό αποτύπωμα, δημιουργώντας ένα τεράστιο πεδίο τεκμηρίων που ασκεί μια βουβή πλην τυραννικά αισθητή πίεση στους ανθρώπους, απαιτώντας ακρίβεια μέχρις εσχάτων. (Σημείωση: αν το τραύμα είναι ικανό να επηρεάσει τον εγκέφαλο σε τέτοιον βαθμό που να τον υποβάλει σε καθεστώς επιλεκτικής μνήμης, ή να «σβήσει» αναμνήσεις, τότε καταλαβαίνουμε ενώπιον τι είδους συγκρούσεων θα βρεθεί ο εγκέφαλός μας έχοντας από τη μια να «διαγράφει» όσα υποδεικνύει το τραύμα του κι από την άλλη να «αποδελτιώνει» όσα απαιτεί η ψηφιακή εκδοχή του εαυτού του.)

Πλέον η μνήμη, από τη φύση της ρευστή, εύπλαστη, ερμηνευτική, ρυθμίζεται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από την ακαμψία της ψηφιακής αποτύπωσης. Σε αυτό το περιβάλλον, η συναισθηματική έκφραση διαμεσολαβείται από μια αδιόρατη προσδοκία ορθότητας.

Ενα «μνημόσυνο» για έναν φίλο, που γίνεται και για να δρέψει παρηγοριά, εκθέτει επίσης τον μνημονεύοντα σε ένα τσουνάμι ενδεχόμενων «διορθώσεων»: ορθότερες ημερομηνίες, ορθότερα γεγονότα, ορθότερο «βάθος» γνωριμίας, ορθότερος βαθμός «νομιμοποίησης» του πενθούντος να πενθεί. Αυτή η υπερέκθεση και υπερεξέταση του ψηφιακά δημοσιοποιούμενου πένθους μπορεί να μοιάζει τόσο αθώα όσο το κουτσομπολιό στις κηδείες, εν τούτοις μαρτυρά ακριβώς την έκταση της μετατόπισης: η συναισθηματική αλήθεια του πένθους πρέπει πλέον να συνυπάρχει με (και συχνά να υποτάσσεται σε) μια τεκμηριωμένη λογική.

Οι ψηφιακές πλατφόρμες εντείνουν αυτή τη δυναμική και εκτός της ανθρώπινης κρησάρας, μέσω της φύσης των αλγορίθμων, που καθορίζουν ποιες μνήμες επανεμφανίζονται, ποιες αναρτήσεις μνήμης αποκτούν ορατότητα και ποιες μορφές θλίψης καθίστανται κοινωνικά αναγνωρίσιμες. Τα «μνημόσυνα» κυκλοφορούν όχι ανάλογα με την ανάγκη του πενθούντος, αλλά σύμφωνα με τα μοτίβα εμπλοκής που προκρίνει ο αλγόριθμος.

Αυτόματες υπενθυμίσεις (φωτογραφίες, συνομιλίες, στιγμές του παρελθόντος) εισβάλλουν στους ρυθμούς του πένθους, αξιώνοντας συναισθηματική ανταπόκριση σε στιγμές που ορίζει όχι ο πενθών, αλλά η εσωτερική λογική του συστήματος.

Το ψηφιακό περιβάλλον καθίσταται έτσι ένας αυτόκλητος επιμελητής, μια κρυφή (ή όχι και τόσο) δύναμη που οργανώνει, διοργανώνει και αναδιοργανώνει επανασυναντήσεις με το παρελθόν που μπορούν είτε να εμβαθύνουν είτε να αποσταθεροποιήσουν την εμπειρία της απώλειας. Ο πενθών ακολουθεί μια (μακάβρια) χορογραφία την οποία συν-γράφουν οι αλγόριθμοι.

Ετσι το πένθος γίνεται ευάλωτο. Η δημόσια έκφραση της απώλειας εκθέτει όχι μόνο τον πόνο αλλά και τη δυνατότητα λάθους. Οι πενθούντες μαθαίνουν να προβαίνουν σε προληπτικό έλεγχο της μνήμης τους: να εξετάζουν φωτογραφίες, χρονικές σημάνσεις, κείμενα. Η αυθόρμητη «ροή» της λύπης αντικαθίσταται από μια αυτολογοκριτική επιμέλεια. Ο φόβος της ανακρίβειας – μιας λανθασμένης ημερομηνίας, μιας ελαφρώς αλλοιωμένης ανάμνησης – συγκρούεται με την ανάγκη για έκφραση. Το πένθος καθίσταται κάτι που μπορεί να είναι «λανθασμένο», όχι ως προς το αίσθημα αλλά ως προς την τεκμηρίωση. Αυτή η ένταση υπονομεύει την αυθεντικότητα της θλίψης, διότι ο πενθών καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη συναισθηματική αλήθεια και στην επιταγή του αρχείου.

Οι πιέσεις αυτές φέρουν στο φως και λεπτές κοινωνικές ανισότητες. Η δυνατότητα να «πενθεί κανείς με ακρίβεια» ανήκει συνήθως σε όσους διαθέτουν υψηλότερη ψηφιακή ευχέρεια ή πλουσιότερη πρόσβαση στα αρχεία. Οσοι στερούνται αυτά τα εφόδια κινδυνεύουν να δουν τις μνήμες τους να «αμφισβητούνται» ή να «διορθώνονται» από την κοινότητα, λες και το πένθος είναι ανοιχτό σε δημόσια επεξεργασία.

Η δημοκρατικότητα και ελευθερία της έκφρασης, την οποία διακηρύττει το Διαδίκτυο, αποκαλύπτει έτσι την αντίφασή της: η ορατότητα προσκαλεί την επιτήρηση, ενώ το δημόσιο πένθος υφίσταται ως πεδίο διαπραγμάτευσης, τυποποίησης, ακόμα και επισκίασης της ατομικής μνήμης.

Ετσι αναδύεται μια νέα οντολογία της μνήμης. Καθώς οι ψηφιακές υποδομές αποθηκεύουν, ταξινομούν και επαναφέρουν τα ίχνη μιας ζωής, δημιουργούν αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μεταθανάτιο σώμα δεδομένων, μια εμμένουσα παρουσία που μπορεί κανείς να επισκεφτεί, να ανακαλέσει, να ερμηνεύσει. Η αλληλεπίδραση με αυτό το αποτύπωμα δεδομένων φέρνει το πρόσωπο που πενθεί μπροστά σε μια λεπτή «αρχαιολογία» του εαυτού, σε μια ανασκαφή που ταυτόχρονα παρηγορεί και περιορίζει, αντιστεκόμενη στην ερμηνευτική ευελιξία που χαρακτήριζε ανέκαθεν την ανθρώπινη μνήμη. Ετσι, το ψηφιακό πένθος εγκαθίσταται σε μια μεταιχμιακή περιοχή ανάμεσα στη μνήμη ως ανθρώπινη διεργασία και στη μνήμη ως «δεδομενικό» γεγονός.

Αν η δημόσια θλίψη υπάγεται σε κανόνες τεκμηρίωσης, τότε οι εκφράσεις της αποκτούν έναν βαθμό τυποποίησης, καθοδηγούμενες όχι μόνο από κοινωνικές προσδοκίες αλλά και από τις δομές που τις φιλοξενούν. Η διάκριση ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο πένθος δεν ορίζεται πλέον από την πρωτοβουλία του πενθούντος, αλλά από τις παραμέτρους της πλατφόρμας και τις ερμηνευτικές συνήθειες των χρηστών.

Η κουλτούρα των μικροαληθειών, απαιτώντας τεκμηρίωση ως και του πιο μύχιου, ανασχηματίζει τα όρια της θλίψης. Το αποτέλεσμα είναι ένα τοπίο όπου ο πόνος γίνεται μορφοποιήσιμος, όπου η μνήμη μπλέκεται με υπολογιστικά δεδομένα, όπου ο πενθών ακροβατεί ανάμεσα στη συναισθηματική αλήθεια και στις αμετακίνητες ψηφιακές αποτυπώσεις που τον περιβάλλουν. Ετσι, κάθε φορά που «ποστάρουμε» τον θάνατο, δεν κοινοποιούμε και μνημονεύουμε μονάχα, μα εμπλεκόμαστε ερήμην σε ένα ηθικό και ψυχολογικό παιχνίδι. Τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν – το Internet θυμάται, ακόμα κι όταν ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να ξεχνά.

Στιγμιότυπα τροφικών αλυσίδων

Στο μετρό, ένας εξηντάρης, ψηλός, ξανθωπός, με γαλάζια μάτια και γυαλιά οράσεως αισθητικής του ’80, που τον κάνουν να μοιάζει σαν να βγήκε από ντοκιμαντέρ για μανιακούς δολοφόνους, βγάζει και αρχίζει να διαβάζει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα στα αγγλικά. Στον δρόμο, μια γυναίκα με μοβ παλτό και πράσινο παντελόνι περιμένει στωικά έναν γέρικο σκύλο να κάνει αυτό που πρέπει – ο σκύλος μυρίζει ολόγυρα ψάχνοντας για το τέλειο σημείο τυραννικά αναποφάσιστος, αλλά η γυναίκα εξακολουθεί να περιμένει.

Στο κυλικείο του πανεπιστημίου, δύο νεαρές φοιτήτριες συνομιλούν και καταλαβαίνεις αμέσως τη δυναμική: η μια ψηλή, με μακιγιάζ και καλοχτενισμένα μαλλιά, ουσιαστικά μονολογεί μορφάζοντας σαν να ποζάρει, η άλλη κοντούλα, με σαγόνι κάπως πεταχτό, πλατύ μέτωπο και πρόχειρη αλογοουρά, απλώς την κοιτάζει από χαμηλά, γνέφει και σιγογελάει. Η ιστορία κάθε ανθρώπου, ακόμα κι αν δεν την ξέρεις ακριβώς, είναι στο βάθος η ιστορία μιας τροφικής αλυσίδας.