Με την εκλογή του Φρίντριχ Μερτς στην Καγκελαρία της Γερμανίας την Τρίτη, η χώρα δεν πραγματοποιεί μόνο μια πολιτική αλλαγή αλλά στέλνει και νέα μηνύματα στους ευρωπαίους εταίρους της – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση καθιστά σαφές ότι η συνεργασία πρέπει να ενταθεί. Στη συμφωνία συνασπισμού μεταξύ CDU/CSU και SPD, που καθορίζει το κυβερνητικό πρόγραμμα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία μιας κοινής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.

Παράλληλα, αναγνωρίζεται ρητά η ευθύνη της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας όσον αφορά στα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού. Το βλέμμα δεν περιορίζεται στο παρελθόν, αλλά από αυτή την ιστορική οπτική προκύπτει και μια υποχρέωση για ενεργή και αλληλέγγυα συνεργασία με την Ελλάδα.

Η νέα γραμμή εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού στηρίζεται στην ευθύνη, στη δίκαιη κατανομή βαρών και στην αποτελεσματικότητα. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν νοείται πλέον ως μονόδρομος.

Η Ελλάδα δικαιολογημένα προσδοκά πολιτική, οικονομική και αμυντική στήριξη – ιδίως όταν πρόκειται για την εθνική της ασφάλεια και τη σχέση της με την Τουρκία. Ωστόσο, αναμένεται να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Υπό το φως του ρωσικού πολέμου κατά της Ουκρανίας, της αστάθειας στη Μέση Ανατολή και των παγκόσμιων γεωπολιτικών μετατοπίσεων, αυτή η στάση καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμη.

Η εστίαση της Ελλάδας στη γειτονιά της – το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Τουρκία – είναι απολύτως κατανοητή. Μια πρόσθετη συνεισφορά στην ασφάλεια όμως, πέρα από τα εθνικά συμφέροντα, που να συμβάλλει στη σταθεροποίηση της Ευρώπης συνολικά, αναμένεται πλέον όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ – κάτι που ανταποκρίνεται και στη στρατηγική του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.

Οποιος θέλει να είναι αξιόπιστο μέρος αυτής της αρχιτεκτονικής πρέπει να σκέφτεται και να δρα στρατηγικά. Η αποστολή Aspides, υπό ελληνική ηγεσία, στην Ερυθρά Θάλασσα αποτελεί ήδη σημαντική συμβολή σε αυτό το νέο σύστημα ασφάλειας. Και στο μέλλον, η Ελλάδα θα προσφέρει όλες τις δυνατότητές της στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Σε αντάλλαγμα, πρέπει να υπάρξουν αξιόπιστες δεσμεύσεις στήριξης προς την Ελλάδα, με βάση τη γεωπολιτική της θέση έναντι της Τουρκίας. Η στρατηγική θέση της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο αποκτά κομβικό ρόλο.

Οι ιστορικά τεκμηριωμένες και σήμερα ενισχυμένες πολιτικές σχέσεις της Ελλάδας με τη Μέση και Εγγύς Ανατολή πρέπει να αναγνωριστούν ως στρατηγικής σημασίας για την Ευρώπη· στο παρελθόν, η ελληνική εμπειρία στον τομέα αυτόν δεν εκτιμήθηκε πάντοτε επαρκώς.

Προτεραιότητα για την κυβέρνηση Μερτς παραμένει η στήριξη της Ουκρανίας. Το Βερολίνο καλεί όλους τους συμμάχους σε μια ακόμη πιο σαφή δέσμευση υπέρ της Ουκρανίας. Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρές Ενοπλες Δυνάμεις, αμυντική εμπειρία, αποτελεσματική υλικοτεχνική υποδομή και βαθιά κατανόηση των περιφερειακών συγκρούσεων – όλα αυτά είναι πολύτιμα για τη στήριξη της Ουκρανίας και πρέπει να αξιοποιηθούν περισσότερο.

Ενα συγκεκριμένο πεδίο ελληνογερμανικής συνεργασίας θα μπορούσε να είναι η ενισχυμένη αποστολή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία. Από τη μεριά της, η Γερμανία θα μπορούσε να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, π.χ. με την εγκατάσταση του αντιαεροπορικού συστήματος IRIS-T.

Συνολικά, μια ενισχυμένη αμυντική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, βάσει ειδικής συμφωνίας, θα ήταν προς το αμοιβαίο συμφέρον – με πρόβλεψη όχι μόνο για την προμήθεια εξοπλισμού, αλλά και ρήτρες αμοιβαίας συνδρομής. Το μήνυμα από το Βερολίνο είναι σαφές: η Ελλάδα έχει τώρα την ευκαιρία να καθορίσει τον ρόλο της – ως διαμορφωτής ασφάλειας και άγκυρα σταθερότητας, όχι μόνο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη αλλά σε ολόκληρη την ήπειρο.

Ο κύριος Μάριαν Βεντ είναι διευθυντής του Γραφείου του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ για την Ελλάδα και την Κύπρο.