Το 2026 αναμένεται να αποτελέσει το έτος κορύφωσης του ισχυρού, μεταπανδημικού κύκλου ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα προκύψουν νέοι απρόβλεπτοι δυσμενείς παράγοντες. Από μακροοικονομική σκοπιά, οι επιδόσεις της οικονομίας είναι αξιοσημείωτες, ειδικά αν ληφθούν υπ’ όψιν και οι αρνητικές επιδράσεις από τις σημαντικές εξωγενείς διαταραχές των τελευταίων ετών καθώς και η υποτονική απόδοση της ΕΕ στο σύνολό της κατά την ίδια περίοδο.

Με ώθηση από την πολυετή της αναδιάρθρωση, την υψηλή δημοσιονομική αξιοπιστία, την εσωτερική σταθερότητα και τις ισχυρές ροές εξωτερικής χρηματοδότησης, η ελληνική οικονομία έχει να επιδείξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ταχεία βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, ισχυρές επιδόσεις του επιχειρηματικού τομέα και αυξημένη εξωστρέφεια. Η συνεισφορά της μεταποίησης στην εσωτερικά παραγόμενη προστιθέμενη αξία έχει ανέλθει σε υψηλό τεσσάρων και πλέον δεκαετιών, οι εξαγωγές κινούνται σε νέο ιστορικό υψηλό και η παραγωγικότητα της εργασίας στον μεταποιητικό τομέα υπερβαίνει σημαντικά τον μ.ό. για την Ευρωζώνη την τελευταία 3ετία.

Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έχει ανακάμψει σε υψηλό 15 ετών (σχεδόν 18,5% του ΑΕΠ) μειώνοντας το χάσμα από την Ευρωζώνη σε λιγότερο από 3 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ. Παράλληλα το παραγωγικό κενό της οικονομίας είναι πλέον θετικό, συντείνοντας μαζί με τις υποστηρικτικές χρηματοδοτικές συνθήκες και τις επιταχυνόμενες  εκταμιεύσεις από το ΤΑΑ σε νέα αύξηση των επενδύσεων το 2026 αλλά και το 2027. Σε αυτό το πλαίσιο οι κατασκευές καλύπτουν σταδιακά το χαμένο έδαφος σε σύγκριση με τις άλλες κατηγορίες επενδύσεων που εμφάνισαν ήδη υπεραπόδοση τα προηγούμενα χρόνια.

Η κορύφωση του εξελισσόμενου επενδυτικού κύκλου θα επισφραγισθεί με αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών της χώρας – κυρίως ενεργειακών και ψηφιακών – ενώ η επιταχυνόμενη δραστηριότητα εξαγορών και συγχωνεύσεων και οι σχετικές ροές ΑΞΕ θα δημιουργήσουν ακόμη πιο αποτελεσματικές επιχειρήσεις.

Παράλληλα η οικονομική πολιτική διαθέτει – για πρώτη φορά από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης πριν 15 περίπου έτη – αυξημένα περιθώρια κινήσεων  κεφαλαιοποιώντας τα οφέλη από i) τη συνεπή δημοσιονομική υπεραπόδοση που βασίζεται σε διατηρήσιμα κέρδη αποτελεσματικότητας και πλέον μετουσιώνεται σε ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους, ii) την ισχυροποίηση του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής – ειδικά κατά το στάδιο της τρέχουσας  ομαλοποίησης/χαλάρωσής της – μετά από μια μακρά περίοδο απομόνωσης της Ελλάδας λόγω της κρίσης και της χαμηλής πιστοληπτικής της διαβάθμισης, iii) τα σημαντικά αποθέματα ρευστότητας του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα τα οποία εξασφαλίζουν, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο τραπεζικό δανεισμό, ένα υποστηρικτικό χρηματοδοτικό περιβάλλον ακόμη και υπό συνθήκες μεταβλητότητας στις διεθνείς αγορές.

Ωστόσο παρά τις ενθαρρυντικές μακροοικονομικές επιδόσεις και τη σταδιακή διάχυσή τους σε μεγαλύτερο αριθμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων, τόσο η ταχύτητα ίασης των οικονομικών μονάδων (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) που επλήγησαν από την κρίση όσο και ο αριθμός των νέων επιχειρήσεων που επιβιώνουν και αναπτύσσονται παραμένει σχετικά χαμηλός. Η φύση των εξωγενών διαταραχών, με βασικότερα παραδείγματα την πληθωριστική ανάφλεξη του 2021-23, τις επίμονες ενεργειακές προκλήσεις αλλά και τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές αναταράξεις, δημιουργεί ένα σύνθετο περιβάλλον που τροφοδοτεί τις οικονομικές και κοινωνικές αποκλίσεις τόσο στο εσωτερικό αλλά και διεθνώς.

Αντανάκλαση αυτών των τάσεων αποτελεί και η στεγαστική κρίση αλλά και οι  διογκούμενες δημογραφικές προκλήσεις, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό και ενδεχομένως ακόμη πιο εντατική προσπάθεια για εξεύρεση πρόσθετων δημοσιονομικών πόρων για χρηματοδότηση κατάλληλων παρεμβάσεων σε εθνικό επίπεδο.

Το διεθνές περιβάλλον γίνεται ολοένα και πιο εχθρικό και η ΕΕ υφίσταται πλέον ωμούς εκβιασμούς από διεθνείς πόλους κρατικής και επιχειρηματικής εξουσίας. Οι αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις τείνουν να την απο-συσπειρώσουν παρά να την κινητοποιήσουν στη λήψη πιο τολμηρών και συντονισμένων αποφάσεων.

Οι νέοι παγκόσμιοι καταλύτες για την προώθηση της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας με επίκεντρο την τεχνητή νοημοσύνη μπορούν να έχουν και αντικρουόμενες επιδράσεις, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, οι οποίες σχετίζονται: i) με την πιθανότητα υπερβολικής συγκέντρωσης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων  σε σχετικούς τομείς, με κίνδυνο εμφάνισης ακραίας μεταβλητότητας στις αγορές όταν τα επιχειρηματικά αποτελέσματα τελικά υπολείπονται των αρχικών προσδοκιών, ii) με το ενδεχόμενο ενίσχυσης του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των χωρών και των επιχειρήσεων που έχουν ήδη κινηθεί με ταχύτητα στο συγκεκριμένο πεδίο, με τον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα να υστερεί εμφανώς σε επενδύσεις τεχνολογιών αιχμής τόσο εξαιτίας της κλαδικής του δομής όσο, κυρίως, λόγω της διάρθρωσης των επιχειρήσεων (σημαντικό ποσοστό των οποίων δεν διαθέτει το μέγεθος και τη χρηματοδοτική ικανότητα να υλοποιήσει φιλόδοξα επενδυτικά προγράμματα σε επαρκή κλίμακα).

Εισερχόμαστε λοιπόν σε ένα κομβικό έτος, κατά το οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούμε, μεταξύ άλλων: i) στον εντοπισμό των παραγόντων που τροφοδότησαν την ισχυρή οικονομική απόδοση της χώρας μας τα προηγούμενα χρόνια και στο πώς θα ενισχυθούν στο μέλλον, ii) στην αποτίμηση των ποσοτικών και ποιοτικών επιδόσεων όσον αφορά την αξιοποίηση του ΤΑΑ και στο πώς θα επιδιωχθεί η περαιτέρω συρρίκνωση του επενδυτικού κενού, iii) στην  ενδυνάμωση της προσπάθειας για ενίσχυση της φορολογικής, θεσμικής και διαχειριστικής αποτελεσματικότητας, προκειμένου να εξευρεθούν πρόσθετοι πόροι για άσκηση οικονομικής πολιτικής αλλά και να αυξηθεί η διαρθρωτική ελκυστικότητα της χώρας.

Οι περισσότεροι από τους ανωτέρω παράγοντες συνηγορούν στο ότι η διατήρηση της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης θα απαιτήσει αποφασιστικότητα, σύμπνοια, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού και εσωστρέφειας. Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον ο χρόνος δεν είναι σίγουρα σύμμαχος των προσπαθειών μας και θα «τιμωρήσει» κάθε παράλειψη ή αδράνειά μας.

Ο κ. Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας.