Ανάπτυξη, 2,2% το 2019 και 2,4% το 2020, αναμένει για την ελληνική οικονομία η S&P, εκτιμώντας πως τα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογών θα αποτελέσουν σημαντικό δείκτη για την ικανότητα της χώρας να βελτιώσει τη δυναμική της οικονομίας, ειδικά εάν βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον ώστε να προσελκύσει ξένα κεφάλαια.
H Ελλάδα θα πρέπει πάντως κάποια στιγμή να πάρει ξανά την τύχη στα χέρια της. Μετά τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της κατά 27,8% μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2007 και του τρίτου τριμήνου του 2015, η ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε, πετυχαίνοντας ρυθμούς ανάπτυξης στην περιοχή του 2%, επίπεδο όμως που δεν μπορεί να καλύψει σε εύλογο διάστημα τις μεγάλες πληγές της κρίσης.
Σύμφωνα με την κυρία Giada Giani, οικονομολόγο της Citigroup, το πραγματικό ΑΕΠ κινήθηκε στην περιοχή του 2% το 2018, που είναι ο ταχύτερος ρυθμός από το 2007, αλλά παραμένει ακόμη περίπου 25% χαμηλότερα από την κορυφή του πριν από την κρίση.
Οι εξαγωγές
Η ανάπτυξη ωστόσο προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές (κυρίως τις εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις με βοήθεια των κονδυλίων της ΕΕ. Η ιδιωτική κατανάλωση δεν υπερβαίνει το 1% σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται (κατά περίπου 0,4% ετησίως), το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό και η τραπεζική πίστωση συνεχίζει να συρρικνώνεται. Στο πλαίσιο αυτό αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τον ρυθμό ανάπτυξης στο 1,4% το 2019 και στο 1,5% το 2020, έναντι 1,9% και 1,8% του Consensus. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μια τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η εγχώρια αποταμίευση είναι ανεπαρκής για να καλύψει τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65%.
Τα «κόκκινα» δάνεια
Την ώρα που η δυνητική ανάπτυξη παραμένει χαμηλή, λόγω των ισχνών δημογραφικών τάσεων, τα «κόκκινα» δάνεια είναι στο ζενίθ, ενώ οι προοπτικές της οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών και των ροών των διεθνών κεφαλαίων προς τη χώρα.
Επίσης, όπως σημείωνε η ίδια, με το 80% του δημόσιου χρέους να βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών και αυτό το μερίδιο να αναμένεται να μειωθεί πολύ αργά την επόμενη δεκαετία, οι σχέσεις της Αθήνας με τους ευρωπαίους πιστωτές θα καθορίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και όχι η πορεία της οικονομίας. Η προθυμία τους να στηρίξουν την Ελλάδα – επιτρέποντας ενδεχομένως λιγότερο φιλόδοξους αλλά πιο βιώσιμους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα – θα παραμείνει καθοριστική για την αξιολόγηση της ικανότητας της χώρας να ανταποκριθεί στις μελλοντικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της.