«Κλαίει ο Οδυσσέας, κλαίει ο Αγαμέμνων, κλαίει ο Εκτωρ, κλαίνε ο Μενέλαος, ο Τηλέμαχος, ο Πάτροκλος, ο Πρίαμος […]. Κλαίνε με λυγμούς, φωνάζουν, σωριάζονται, τρέμουν, αφήνουν να κυλήσουν ζεστά δάκρυα, νιώθουν στον λαιμό τους να πνίγονται κρύα δάκρυα, κλαίνε σε σημείο να υποφέρουν από πείνα, κλαίνε για να χορτάσουν από κλάμα» γράφει στο βιβλίο του Τα δάκρυα των ηρώων (εκδ. Καστανιώτη) ο ιταλός συγγραφέας Ματέο Νούτσι.

Φρεσκομεταφρασμένο, πρωτοκυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στην 21η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης όπου η Ιταλία ήταν τιμώμενη χώρα. Ο Νούτσι ήταν ένας από τους συγγραφείς που έφεραν οι Ιταλοί για να συστήσουν στο ελληνικό κοινό, μα ο 54χρονος Ματέο από τη Ρώμη, που επισκέπτεται την Ελλάδα από τα δεκαέξι του, κατοικεί μεγάλα διαστήματα στην Αθήνα και μιλά άνετα ελληνικά, για ορισμένους δεν ήταν άγνωστος· και είναι απορίας άξιον πώς παρέμενε αμετάφραστος. Με σπουδές κλασικής φιλολογίας, μυθιστοριογράφος αλλά και δοκιμιογράφος, συνδέει συχνά τους αγαπημένους του Ομηρο, Εμπεδοκλή και Πλάτωνα (του οποίου έχει εκδώσει το Συμπόσιο στα ιταλικά) με σύγχρονους κλασικούς, την Εμιλι Μπροντέ, τον Φόκνερ και πρόσφατα τον Χέμινγκγουεϊ.

Ολοφύρομαι, άρα θυμάμαι

Τα Δάκρυα των ηρώων είναι μια θεματική επαναφήγηση των ομηρικών επών με άξονα το κλάμα και εστίαση σε προβεβλημένους χαρακτήρες – κυρίως άνδρες, αλλά και γυναίκες. Κλαίνε η Αφροδίτη, η Αθηνά και η θνητή Πηνελόπη. Τα δάκρυα που αποδελτιώνονται οργανώνονται στα τρία μέρη του βιβλίου γύρω από βασικά θέματα: τη νοσταλγία, τον θυμό, τον θάνατο. Ο Οδυσσέας κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην Οδύσσεια κλαίγοντας στην ακτή, κοιτάζοντας με μάτια βουρκωμένα το πέλαγος και νοσταλγώντας την Ιθάκη. Τα δάκρυα του νόστου δίνουν στον Νούτσι την αφορμή να μιλήσει για τη μνήμη, τις αναμνήσεις που ενεργοποιούνται μέσω της αφήγησης και το κλάμα του ήρωα επί σκηνής ως στιγμή αποκάλυψης και αναγνώρισης. Αργότερα, ο Οδυσσέας κλαίει καθώς ακούει το τραγούδι του Δημόδοκου στην αυλή των Φαιάκων που αφηγείται επεισόδια του Τρωικού Πολέμου και καλύπτει το πρόσωπό του για να μην προδοθεί. Η Οδύσσεια είναι το ποίημα της μνήμης, πράγμα που δίνει αφορμή στον Νούτσι να ανοίξει μια γενικότερη συζήτηση για τη μνήμη ως εφαλτήριο της λογοτεχνίας.

Το οργισμένο κλάμα του Οδυσσέα αντικρίζοντας την κατάντια του γέρου πατέρα του, Λαέρτη, κατά τη διάρκεια της απουσίας του είναι η γέφυρα που μετακινεί τη ματιά του συγγραφέα στο κοινό έδαφος των δύο επών, στα δάκρυα του θυμωμένου Αχιλλέα για την προσβολή απ’ τον Αγαμέμνονα αλλά και στα αχνιστά δάκρυα του τελευταίου για τη σφαγή των Αχαιών από τους Τρώες. Με τον θυμό να βράζει στην ψυχή του και ικετεύοντας με δάκρυα ζεστά, ο Πάτροκλος θα ζητήσει να φορέσει την πανοπλία του Αχιλλέα για να τρομάξει τους Τρώες. Με τα δάκρυα της οργής, ο Νούτσι κάνει το πέρασμα από την Οδύσσεια στο ποίημα της βίας και του θυμού, την Ιλιάδα, που καταλήγει ποίημα του θανάτου. Στο πεδίο της μάχης, καθώς οι σύντροφοι πέφτουν νεκροί δίπλα τους, όλοι οι μεγάλοι ήρωες κλαίνε συνεχώς. Κλαίνε ακόμη και τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας κλαίει γοερά για τον Πάτροκλο κι αργότερα ο Πρίαμος θα οδύρεται για τον χαμό του Εκτορα. Ολοι «θρηνούν τον θάνατο και θρηνούν την ίδια τη ζωή, δηλαδή την οργή».

Καθώς τα δάκρυα των ηρώων τρέχουν ασταμάτητα, ο Νούτσι φροντίζει να υπογραμμίσει ότι παίρνει αποστάσεις από τον προσφιλή του Πλάτωνα, που θεωρεί πως το κλάμα ταιριάζει σε γυναικούλες, και τονίζει ότι η ανάλυση σε κλάματα και η εκδήλωση μιας ευαλωτότητας είναι, στη χαμένη εποχή των επών, έκφραση θάρρους και στοιχείο ηρωισμού. Αν αδειάσουμε τον Ομηρο από τα δάκρυα, τον αδειάζουμε από τους ήρωες και τον ηρωισμό τους, σχολιάζει. Από τη λογοτεχνία, ο στοχαστικός φακός του ανοίγει προς την ευρύτερη εικόνα της πικρίας για τη θνητότητα αλλά και των δακρύων ως ζωτικού υγρού του ανθρώπινου σώματος, όπως ο ιδρώτας και το σπέρμα· οι νεκροί δεν κλαίνε.

Κοντά στη σύγχρονη Ελλάδα

Ο Νούτσι κεντά την αφήγηση με αναφορές και σχόλια που φέρνουν τον αρχαίο κόσμο κοντά στη σύγχρονη Ελλάδα. Οι αναγνώστες αποκτούν μια ιδέα για την καβαφική και τη σεφερική ματιά στην αρχαιότητα. Πληροφορούνται σε ποιον δρόμο να στρίψουν ταξιδεύοντας προς τους Δελφούς και ότι «στις Μυκήνες πρέπει να φτάσετε το δειλινό». Μαθαίνουν για την αφαίρεση των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Ελγιν, για τη Μικρασιατική Καταστροφή και για τις μεταφράσεις στα ιταλικά του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη.

Στην αφήγηση πλέκονται εύκολα και αυθόρμητα οι ανασκαφές του Σλήμαν στην Τουρκία για την ανεύρεση της Τροίας και η ίδρυση του Μουσείου Περγάμου στο Βερολίνο, οι απόψεις της Σιμόν Βέιλ για την εξουσία της βίας και η αναγνωστική ανταπόκριση στα έπη του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Στη Μαρία Φραγκούλη οφείλουμε όχι μόνον την απόδοση σε μια κυρίως απρόσκοπτη ελληνική αφήγηση, αλλά και το γεγονός ότι «αγάπησε το βιβλίο και άρχισε να παλεύει για να το μεταφράσει», όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας στον πρόλογό του αναδεικνύοντας τον καταλυτικό ρόλο της.

Επιστήμη και αφήγηση

Ο Ματέο Νούτσι δεν είναι ο πρώτος που εξετάζει το κλάμα και το γέλιο στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Ορισμένες από τις σχετικές μελέτες σημαντικών κλασικών φιλολόγων παραθέτει στη βιβλιογραφία του. Εκείνο που καταφέρνει ο ίδιος είναι, σε μια αφήγηση που κυλάει χαλαρά, συνειρμικά, να αναφερθεί – στο ελκυστικό ύφος της προφορικής κουβέντας – σε μια ποικιλία ζητημάτων που περιβάλλουν τα αρχαία κείμενα, ειδικά τα έπη: το περίφημο «ομηρικό ζήτημα» και την παράδοση των ομηρικών επών, τους λογότυπους και τις αφηγηματικές τεχνικές του Ομήρου, τη θέση του μύθου στο εσωτερικό των επών αλλά και την εξορία των ποιητών από την πλατωνική Πολιτεία. Το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία του διαρκώς ανερχόμενου «αφηγηματικού δοκιμίου», όπου ταλαντούχοι συγγραφείς παντρεύουν τα δύο είδη του επιστημονικού και του αφηγηματικού λόγου.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική αρχαιότητα, από τα πολύ πρόσφατα παραδείγματα είναι η συγγραφέας Αντρέα Μαρκολόνγκο, συμπατριώτισσα του Νούτσι, με το βιβλίο της για την ελληνική γλώσσα, ο βρετανός ηθοποιός Στίβεν Φράι που αφηγείται ξανά ελληνικούς μύθους και, βέβαια, ο αμερικανός πανεπιστημιακός κλασικός φιλόλογος Ντάνιελ Μέντελσον, που με τον ξεχωριστό τρόπο του συνδύασε την ιστορία της σχέσης με τον πατέρα του με την ομηρική Οδύσσεια και το ταξίδι προς την Τροία.

Το βιβλίο του Νούτσι διαβάζεται άπληστα και μπορεί να δώσει τροφή σε συζητήσεις όχι μόνο στις ακαδημαϊκές τάξεις και στις συντροφιές διανοουμένων, αλλά και σε παρέες νέων στο καφενείο ενός νησιού μετά το κολύμπι. Θα αγαπηθεί, εικάζω, και για τις γοητευτικές σκηνοθεσίες του: O αγέρωχος Περικλής του, με τα σμιλεμένα χαρακτηριστικά, που θρηνεί με λυγμούς τον θάνατο του γιου του Πάραλου στον λοιμό της Αθήνας του 429 π.Χ. είναι μια εικόνα πατρότητας αξέχαστη.