Ας διευκρινίσουμε από την αρχή ορισμένα πράγματα. Το νέο βιβλίο της Μάρως Δούκα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, δεν είναι με κανέναν τρόπο αστυνομικό μυθιστόρημα, ούτε καν καμώνεται κάτι τέτοιο. Ο τίτλος του, Ζήτω η Αγκαθα Κρίστι, είναι μάλλον ειρωνικός και κάπως πικρός. Την 78χρονη συγγραφέα, μια μεγάλη κυρία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, δεν την ενδιαφέρει να διαλευκάνει κάποιο έγκλημα, την ενδιαφέρει περισσότερο να θέσει ένα ερώτημα, συγκεκριμένο και αγωνιώδες. «Μα πώς είναι δυνατόν τα πιο μυστηριώδη εγκλήματα να μένουν ανεξιχνίαστα, πώς γίνεται;» συλλογίζεται, προς το τέλος της αφήγησης, η κεντρική της ηρωίδα, η Πολυξένη, «ολιγαρκής συνταξιούχος του ΙΚΑ» και «δακτυλογράφος εξαιρετική».
Αστυνομική πλοκή και αληθινή ζωή
Εχει υποστηριχθεί ότι μια βασική λειτουργία του αστυνομικού μυθιστορήματος (δεν αναφερόμαστε εδώ στην όποια ποιότητά του) είναι ότι αποκαθιστά τρόπον τινά (σε ψυχολογικό και ηθικό επίπεδο) τη δικαιοσύνη και τα αισθήματα που τη συνοδεύουν. Σε αυτού του είδους τη μυθοπλασία, ιδίως στις κλασικότερες των περιπτώσεων, με προεξάρχουσα την αγγλίδα «βασίλισσα του εγκλήματος», βρίσκουν οι αναγνώστες ακόμα και σε αδρές γραμμές λύση, εξήγηση, τιμωρία και λύτρωση. Πλην όμως, τι συμβαίνει στην αληθινή ζωή, τι συμβαίνει όλο και συχνότερα, τι συμβαίνει για παράδειγμα και στη σημερινή Ελλάδα; Το μυστήριο και το ανεξήγητο συνδυάζονται με την ατιμωρησία και την απόγνωση. Θα έλεγε κανείς ότι με τούτο το σύντομο και αξιόλογο μυθιστόρημα η Δούκα χρησιμοποιεί μια ιδιωτική υπόθεση για να δείξει, αφενός, ότι δεν είναι τόσο ιδιωτική και, αφετέρου, για να φωτίσει εγκλήματα με ευρύτερες διαστάσεις και συνέπειες, εγκλήματα που δηλητηριάζουν τη συλλογική μας υπόσταση, εγκλήματα που μας καλούν να επαναπροσδιορίσουμε την κοινωνική μας εγρήγορση και ευαισθησία. Ασφαλώς, στο βιβλίο της Δούκα, σε ορισμένα σημεία, διαβάζουμε για τα Τέμπη, διαβάζουμε επίσης για «έναν prime minister που κουνάει το ένα του χέρι σε ρυθμό παρελάσεως», διαβάζουμε ακόμα και για τον Ντόναλντ Τραμπ, θα ήταν ωστόσο άστοχο να θεωρήσουμε ότι η συγγραφέας Δούκα έστησε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα απλώς και μόνο για να κάνει μικροπολιτική (η οποία, εν γένει, στην ηλιόλουστη πατρίδα μας έχει την τάση και να υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών και, επιπλέον, να είναι ανυπόφορα κακόγουστη).
Η δημιουργική υποψία
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, μπροστά, βλέπουμε μια «καμαρωτή πέρδικα» που στέκεται πάνω σε απόκρημνα βράχια και, πίσω, στο φόντο, τα γαλάζια νερά που, στο μυθιστόρημα, ανήκουν στον κόλπο του Σαρωνικού. Η 75χρονη Πολυξένη, γυναίκα ολομόναχη και ώριμη, «στα πρόθυρα του γήρατος» αλλά κοκέτα ασυμβίβαστη, με τα νύχια φτιαγμένα και βαμμένα, φορώντας μια φλοράλ ρόμπα και ένα σάλι, έχει αφήσει το σπίτι της στον λόφο, έχει κατηφορίσει και τριγυρνά εκεί γύρω, στην επίφοβη άκρη της θάλασσας, στην περιοχή του Σουνίου (δεν απέχει και πολύ, υποτίθεται, ο ναός του Ποσειδώνα). Αίφνης, από το πουθενά σχεδόν, εμφανίζεται ένας άνδρας «σαν ηθοποιός», ντυμένος με μαύρη καμπαρτίνα και γαντοφορεμένος, σαν κάτι να αναζητεί, σαν κάτι να ψάχνει. Επιπροσθέτως, στο ίδιο σημείο καταφθάνουν και δύο ένστολοι, ο σιγανός Αντώνης και ο πληθωρικός Μάρκος, δύο αστυνομικοί που, εντάξει, δεν βρέθηκαν εκεί για υπηρεσιακούς λόγους αλλά τυχαία, για ψαράκι στην τοπική ταβέρνα του κυρίου Κώστα (ενδιάμεση στάση πριν από το Λαύριο, όπου θα έπρεπε να διερευνήσουν ένα περιστατικό βιαιοπραγίας). Επειδή όμως η Πολυξένη συνήθιζε «να βλέπει διάφορα φυσικά-αφύσικα, κι ύστερα να μην τα βλέπει», επειδή «προς στιγμήν ένιωθε ότι σβήνει κι έπειτα πάλι έβρισκε το όνομά της», δεν είμαστε απολύτως σίγουροι τι ακριβώς παρακολουθούμε στις εναρκτήριες σελίδες του μυθιστορήματος. Η Δούκα, έντεχνα, θολώνει τα προφανή, σπέρνει τη δημιουργική υποψία. Μήπως η Πολυξένη είναι η ηρωίδα μιας συγγραφέως που προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο; Μήπως εκείνον τον άγνωστο άνδρα που προαναφέραμε τον έχει πλάσει η ίδια η Πολυξένη στο δικό της το μυαλό; Τίποτα από αυτά. Καταλαβαίνουμε καθώς συνεχίζουμε.
Ενα θρίλερ προς κατανάλωση
Ο άνδρας υπάρχει, είναι ο Οδυσσέας Αναστασιάδης, πενηνταπεντάρης δημοσιογράφος που σχεδιάζει ένα μυθιστόρημα για τον Αιγέα, τον μυθικό βασιλιά της Αθήνας. Η δε Πολυξένη, καταπώς φαίνεται, βιώνει τις απαρχές της άνοιας. Η Δούκα, αφού εξεικονίσει «τα παιχνίδια της φαντασίας», φροντίζει σύντομα να αποκαλύψει και το πτώμα («τη σορό», εν πάση περιπτώσει) ενός άλλου άνδρα, τον οποίο έχει ξεβράσει το κύμα στην αμμουδιά αυτού του «παραθαλάσσιου χωριού». Η ζωντοχήρα Πολυξένη, σαν άλλη Μις Μαρπλ, μια ιδιότυπη Μις Μαρπλ που δεν σκαλίζει εγκλήματα αλλά τα ίδια τα ανθρώπινα, παρασυρμένη από «το βουητό της σκέψης», χάνεται στις έγνοιες της (επεξεργάζεται κυρίως τον δύσκολο δεσμό με την κόρη της, την καλοσπουδαγμένη Ματούλα, η οποία ζει και εργάζεται πλέον στο Λονδίνο). Ωσπου κάποια στιγμή οι πληροφορίες μαζεύονται και επέρχεται η ταυτοποίηση του πτώματος: πρόκειται για τον Παύλο Μαυραγάνη, έναν «γόνο», τον γιο ενός γνωστού εφοπλιστή (του οποίου το σκάφος, μάλιστα, προσάραξε στη Μακρόνησο). Ο Παύλος Μαυραγάνης υπήρξε ενοχλητικότατος συμμαθητής του Οδυσσέα και, σαν να μην έφθανε αυτό, ο πρώην της συντρόφου του, της Ηγησώς (με την οποία τα προβλήματα συνύπαρξης αποδεικνύονται ανυπέρβλητα). Η επικρατέστερη εκδοχή για τον θάνατο του Μαυραγάνη είναι ότι πρόκειται για «μαφιόζικο χτύπημα», κοντολογίς για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ένα ακόμα επεισόδιο, θα έλεγε κανείς, στο καθημερινό θρίλερ που έχει ξεπέσει η Ελλάδα, ένα θρίλερ προς κατανάλωση και, βαθύτερα, προς εφησυχασμό.
Οι καμβάδες της Μάρως Δούκα
Η Μάρω Δούκα, μια κορυφαία ελληνίδα συγγραφέας που μας έχει χαρίσει παλαιότερα σημαντικές λογοτεχνικές συνθέσεις «στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας», στο Ζήτω η Αγκαθα Κρίστι, όπως στο Φελιτσιτά (2023), καθώς και στα προηγούμενα έργα της μετά το 2019, κινείται σε καμβάδες μικρότερους αλλά εξίσου πυκνούς, ζωγραφίζοντας με ζοφερές αλλά και ελπιδοφόρες πινελιές την εικόνα του τόπου και των ατόμων (όπως η υπέροχη σκηνή στη θάλασσα με τα βαφτίσια ενός μωρού, που περνά τελετουργικά από αγκαλιά σε αγκαλιά). Μιλάμε για μια Δούκα μικρότερης κλίμακας σίγουρα, αλλά πάντως Δούκα, απρόβλεπτα συγκινητική ενίοτε, με την πλέρια, στιβαρή και ζεστή της γλώσσα. Εδώ, καταβυθίζεται και πάλι στα ανοιχτά τραύματα, στις λεπτές ισορροπίες των σχέσεων, οικογενειακών και συντροφικών, στις παραλλαγές της μοναξιάς (οι οποίες, ναι, ενδέχεται να ανθήσουν σε έρωτες προχωρημένης ηλικίας) και, μεταξύ άλλων, εν τέλει, στις μεταπτώσεις που ορίζουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα, τον δισταγμό, την αμφιβολία, τις δεύτερες σκέψεις που στο δικό της ύφος αγγίζουν, μέσω «της έσω φωνής», μια ηθική συνείδηση που ελέγχει τον εαυτό της. «Κάθε άνθρωπος είναι και μια υπόθεση» γράφει η Δούκα. «Παλαβιάρα κανονική, ας έχει τόσα ελαττώματα, έχει τουλάχιστον ένα μέγιστο προσόν, να έχει επίγνωση του χαρακτήρα της, το πόσο ανεμοδούρα είναι». Η Πολυξένη εξυπακούεται. Αξίζει να συναντηθείτε μαζί της.





