Ο συνάδελφός του Ιμπραΐμ Ελ Καγιάρ έλεγε πως, για να φτάσει έγκαιρα ο Κωνσταντίνος στο γραφείο, πού και πού έπαιρνε άμαξα, κι ας ήταν το σπίτι του τόσο κοντά. Αν και υποτίθεται ότι έπιανε δουλειά στις 8:00 π.μ. και σχολούσε στη 1:30 μ.μ., συχνά εμφανιζόταν στις 9:30 π.μ. Και ορμήνευε τους βοηθούς του να μηχανεύονται άλλοθι: «Σε περίπτωση που έρθει ο Aγγλος και ρωτήσει πού είναι ο κύριος Καβάφης, πείτε του ότι εδώ ήταν και μόλις κατέβηκε για κάτι επείγον.
Αν ξαναρωτήσει έπειτα από δέκα λεπτά, αφαιρέστε τα από τη μισή ώρα και πείτε ότι ο κ. Καβάφης θα επιστρέψει σε είκοσι λεπτά». Γι’ αυτόν τον λόγο, πιθανώς επειδή ο προϊστάμενός του δεν ήταν ευχαριστημένος με την εργασία του, μια μέρα τον επέπληξε: «Κύριε Καβάφη, δεν είστε ικανοποιητικός», στο οποίο ο ποιητής απάντησε, ίσως με ειρωνεία: «Θα προσπαθήσω να σας ικανοποιήσω».
Ωστόσο, στις ετήσιες αναφορές του μετά το 1910 έπαιρνε υψηλή βαθμολογία και τον εγκωμίαζαν ως «χρήσιμο υπάλληλο», «φερέγγυο», «ευφυή και πολύ υπεύθυνο, αλλά λίγο υπερβολικά προσεκτικό». Μια φορά, ο προϊστάμενός του ανέφερε ότι εξακολουθούσε να «είναι απολύτως ικανοποιητικός».
Κάθε χρόνο ο προϊστάμενος πρότεινε μια αύξηση στον μισθό του, για την εξαίρετη εργασία του. […] Σχολούσε στη 1:30 μ.μ. και γυρνούσε σπίτι χωρίς σημαντικές ευθύνες ή έγνοιες, έχοντας την υπόλοιπη ημέρα στη διάθεσή του. Ηταν βαρετή και περιορισμένη δουλειά για κάποιον με τόσο λαμπρό μυαλό. «Παρασκευή και Σάββατον, Κυριακή, Δευτέρα / δεν έχουσι διαφοράν. Ζω – χωρίς να ελπίζω» έγραφε σε ένα πρώιμο, αργότερα αποκηρυγμένο ποίημα, το «Vulnerant Omnes, Ultima Necat» (1893).
Το ποίημα περιέργως προέβλεπε την καθημερινή του ρουτίνα, όμως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος δεν παραπονέθηκε ποτέ για τη μονοτονία της. Η ελευθερία να σκέφτεται και να γράφει έκανε υποφερτή την πλήξη.
[…]
Από τα τέλη του 1907 ως τον θάνατό του, ο Κωνσταντίνος έμενε σε μια εργατική γειτονιά λίγα βήματα μακριά από τον ναό του Αγίου Σάββα, που οικοδομήθηκε το 1687 στο σημείο ενός αρχαίου ιερού (περ. 615 μ.Χ.), κι από το ελληνικό νοσοκομείο το οποίο ανεγέρθηκε το 1880 στα ερείπια ενός ελληνιστικού ανακτόρου. […] Τον Κωνσταντίνο δεν τον απασχολούσε καθόλου πόσο αταίριαστη ήταν η κατοικία του, ένα διαμέρισμα γεμάτο αντίκες σε μια άθλια συνοικία δίπλα σε οίκους ανοχής. […]
Ενα βράδυ, καθώς αυτός κι ο φίλος του Γκαστόν Ζανανίρι έφευγαν από το διαμέρισμά του τη στιγμή που οι πόρνες θα άρχιζαν να εμφανίζονται, ο ποιητής είπε: «Εδώ πάνω είναι το πνεύμα· εκεί κάτω είναι η σάρκα». Οταν έκανε τους καθιερωμένους περιπάτους του και συναντούσε κάποιον, συχνά σχολίαζε ότι η γειτονιά του είχε όλα όσα χρειάζονταν οι κάτοικοι – ένα πορνείο στο ισόγειο του κτιρίου του, όπου αμάρταναν· ένα νοσοκομείο αντίκρυ, όπου πέθαιναν· και μια εκκλησία μετά τη γωνία, όπου τους έθαβαν.
[…]
Ο Κωνσταντίνος ζούσε ολότελα σε τούτο το αστικό περιβάλλον. Ως και στα χρόνια της παρακμής του, σέρνοντας τα πόδια, τριγυρνούσε στα πεζοδρόμια της Αλεξάνδρειας καμπουριάζοντας λιγάκι, έτοιμος να κουβεντιάσει με οποιονδήποτε στον δρόμο. Οπως οι επισκέπτες στο σπίτι του, οι άνθρωποι στον δρόμο ομολογούσαν πως δεν μπορούσαν να αποφύγουν τα αυστηρά αλλά διαπεραστικά του μάτια.
Συχνά μονολογούσε και περνούσε από καφέ, γραφεία, τράπεζες και μαγαζιά για να πει ένα γεια. Προτού επιστρέψει στο σπίτι του το απομεσήμερο, μερικές φορές σταματούσε στο παντοπωλείο και μπαρ «Κομήτης του Χάλεϊ», όπου διάβαζε την εφημερίδα του καταστήματος. Στεκόταν στην πόρτα με τα χέρια απλωμένα, κρατώντας μπροστά του την εφημερίδα. Εξίσου συχνά όμως, ξαφνικά γυρνούσε και χρησιμοποιούσε την εφημερίδα σαν ασπίδα, για να αποφύγει να μιλήσει σε κάποιον εκνευριστικό ή ενοχλητικό πελάτη.
Στην οδό Μισαλά (τώρα Σαφιγιέ Ζαγλούλ) ήταν το Billiards Palace, ένα μπαρ με δεκαέξι τραπέζια σνούκερ και τέσσερα γαλλικού μπιλιάρδου, όπου ο Κωνσταντίνος συναντούσε τακτικά τον Σωτήρη Λιάτση, διευθυντή της εφημερίδας Ταχυδρόμος, και κάπνιζε ναργιλέ. Οταν στεκόταν εκεί καθ’ οδόν για το σπίτι από τη δουλειά, και τον πλησίαζε η γάτα του μαγαζιού, τη χάιδευε λέγοντάς τη «λογοτεχνική γάτα».
Τα βράδια ο ποιητής πήγαινε με το πάσο του σε τούτα τα μπαρ, ιδιαίτερα στο Καφέ Αλ Σαλάμ και το Billiards Palace, όπου με ένα ποτήρι ρακί στο χέρι προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με απλούς, αμόρφωτους νέους. Τους εγκωμίαζε και επιζητούσε τη συντροφιά τους. Μια μέρα ένας φίλος που τον βρήκε σε ένα λαϊκό μπαρ εξέφρασε την έκπληξή του. Ο ποιητής δήλωσε ανερυθρίαστα ότι «από νέο κι από μέθυσο μαθαίνεις την αλήθεια».
[…]
Δεν ήταν μεγάλη απόσταση από το Billiards Palace ως την οδό Ντεμπάνε, όπου ο Νίκος Ζελίτας μαζί τη σύζυγό του την Ευτυχία είχαν το αγαπημένο βιβλιοπωλείο του Κωνσταντίνου, τα Γράμματα. […] Ο Κωνσταντίνος ερχόταν εδώ δύο ή και τρεις φορές την ημέρα για να κουβεντιάσει με το ζεύγος ή να μάθει κουτσομπολιά. «Τίποτα δεν μας ξεφεύγει, Νίκο» συνήθιζε να λέει. «Ο,τι και να γίνει στη Γη, και στον Αρη ακόμη, θα το μάθουμε, Νίκο, είτε συ, είτε εγώ».
Συχνά, έφερνε ποιήματά του σε πακέτα για να τα ταχυδρομήσει ο Ζελίτας σε θαυμαστές στην Ελλάδα ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μιας και ο δεύτερος στην ουσία έπαιζε ρόλο λογοτεχνικού ατζέντη του, στέλνοντας ποιήματα σε αναγνώστες στο εξωτερικό. Μια φορά ο Κωνσταντίνος πήγε στο σπίτι του ζεύγους γύρω στις 10:30 τη νύχτα, παρέδωσε ένα ποίημα και είπε: «Σου το ‘φερα τώρα, Νίκο, για να πάω να κοιμηθώ ήσυχος».
Μια άλλη βραδιά, χτύπησε την πόρτα και είπε: «Πάρ’ το, Νίκο, και μου καίει τα χέρια». Αν δεν έβρισκε το ζεύγος Ζελίτα στο μαγαζί ή στο σπίτι, άφηνε το επισκεπτήριό του πληροφορώντας τους πως θα βρισκόταν στο διαμέρισμά του εκείνο το απομεσήμερο. Για την καθημερινή του ζωή, αυτά τα επισκεπτήρια επέχουν θέση αρχαιολογικού θησαυρού.
[…]
Δίπλα στο επίσημο σαλόνι υπήρχε ένα μεγάλο καθιστικό με ένα ντιβάνι και δύο μικρές πολυθρόνες, και με τοίχους σκεπασμένους από πίνακες με λουλούδια κι από καθρέφτες. Ο Κωνσταντίνος υποδεχόταν τους περισσότερους επισκέπτες σ’ αυτόν τον λιγότερο επιβλητικό χώρο, καθισμένος στη μια πολυθρόνα ενώ ζητούσε από τον επισκέπτη να καθίσει στην αντικρινή. Eνα τραπεζάκι έστεκε στριμωχτά στο ανάμεσό τους.
Eνα μαύρο γραφείο ήταν στο πλάι, με πτυσσόμενες καρέκλες και πράσινες βελούδινες πολυθρόνες, καλυμμένες με ακριβό ύφασμα με χρυσό πλεκτό κορδόνι, που έδιναν μια αίσθηση χαμένης ευμάρειας. Το ύφασμα στις πολυθρόνες ήταν ξεθωριασμένο και ξεφτισμένο, κι ο ξύλινος σκελετός έδειχνε άθλιος και ξασπρισμένος, έτοιμος να διαλυθεί. Συνολικά, το διαμέρισμα έδινε την αίσθηση παζαριού.
Ο Κωνσταντίνος περηφανευόταν πολύ που, μη όντας νεόπλουτος, είχε κληρονομήσει όλα του τα υπάρχοντα, πιθανώς από το πλουσιόσπιτο όπου κατοικούσε κάποτε η οικογένεια στην οδό Σερίφ. […] Το στιλ του διαμερίσματος έμοιαζε να ανήκει σε μια προγενέστερη βικτοριανή αισθητική, ένα γνώρισμα που ξάφνιαζε όσους θαύμαζαν την πειραματική και ενίοτε επίμαχη ποίησή του.
Παρά το προοδευτικό λογοτεχνικό του γούστο, δεν του άρεσε η μοντέρνα διακόσμηση και προτιμούσε την ξεθωριασμένη κομψότητα από τη σύγχρονη αποτελεσματικότητα. Στην πραγματικότητα, έμοιαζε να απολαμβάνει την εκλεπτυσμένη, παρηκμασμένη ατμόσφαιρα του διαμερίσματός του.
Τα σωζόμενα βιβλία του Κωνσταντίνου έχουν ένα μεγάλο εύρος, από μια πολύτιμη και ζηλευτή λατινική μετάφραση του Αριστοτέλη, του 1556, την De Republica, qui Politicorum dicuntur, η οποία μοιάζει να ανήκε κάποτε στη βασίλισσα Μαρία Τυδώρ Α΄ της Αγγλίας, ως το δημοφιλές αστυνομικό μυθιστόρημα M. Gallet décedé (O αποθανών κ. Γκαλέ) του Βέλγου συγγραφέα Ζορζ Σιμενόν.
Ως πραγματικοί βιβλιοστάτες στη βιβλιοθήκη του, αυτά τα δύο κείμενα λένε πολλά για τις ετερόκλητες αναγνωστικές του συνήθειες και την ικανότητά του να βλέπει τις κλασικές πηγές από μια σύγχρονη σκοπιά, δίνοντάς τους αυτή την καβαφική χροιά που θα όριζε τη δική του ιδιαίτερη ιδιοποίηση της Αρχαιότητας, της ιστορίας και του αισθησιασμού.
Πράγματι, είχε μια σχεδόν αλχημιστική ικανότητα να κάνει θέματα βαρετά και απόκρυφα να δείχνουν τόσο ενδιαφέροντα, τόσο συναρπαστικά όσο οι λεπτομέρειες ενός αστυνομικού μυθιστορήματος.
[…]
Πολλά από τούτα τα ποιήματα δεν αναφέρονται μόνο στον εαυτό τους ως λογοτεχνία αλλά επίσης στον ομοφυλόφιλο ως νέο τύπο ατόμου. Συγκεκριμένα ο Κωνσταντίνος τόλμησε να μιλήσει για τη «νέα φάση του έρωτος», που σήμαινε όχι μόνο να γράψει για την ομοφυλοφιλία, αλλά επίσης να τη δει ως εύπλαστη οντότητα. Ο σεξουαλικός εαυτός δεν ήταν κάτι παντοτινά παγιωμένο, αλλά με τον χρόνο άλλαζε όπως όλες οι ανθρώπινες δημιουργίες.
Πειραματίστηκε με το πώς να γράψει για τη σεξουαλικότητα με τρόπο που θα αντικατόπτριζε την αναθεώρηση της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας, η οποία λάμβανε χώρα στην Ευρώπη. Eχοντας αναπτύξει καινοτόμα λεξιλόγια και ποιητική μορφή για να απεικονίσει την υποκειμενικότητα στην πρώτη δεκαετία, πλέον, του 20ού αιώνα, σταδιακά απέκτησε την αυτοπεποίθηση ώστε να ενσταλάξει στα ποιήματά του τη νέα του αντίληψη για τον ανθρώπινο εαυτό.
[…]
«Χθες μετά που έφυγες, πήγα για λίγο στου Αθηναίου με τον Πόλυ Μοδινό» (11 Ιανουαρίου 1919). Δύο ημέρες αργότερα, δείπνησε στην οικία του Αντώνη Μπενάκη με τον Βίκτωρα Σινανό, «άνθρωπος με γνώσεις, με καλαισθησίαν, και που έζησε, και ζει, στον μεγάλο κόσμο. Μας διηγούνταν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για την παλαιάν αλεξανδρινή κοινωνία» (13 Ιανουαρίου 1919).
Στις 18 Ιανουαρίου επήγε «στο τσάι της κ. Βόλβου. Hταν εκεί ο Φιλιππίδης και ο Ιορδανίδης. Περάσαμε πολύ ευχάριστα. Τα θέματα της ομιλίας, φιλολογικά». Πρέπει να απολάμβανε τους κομψούς γάμους και τις δεξιώσεις· ειδάλλως, δεν θα τις επιζητούσε κι ούτε θα περηφανευόταν έπειτα γι’ αυτές. […] Τα δείπνα του Κωνσταντίνου με τους βαρόνους του βαμβακιού και τους τραπεζίτες δεν κατέληγαν ποτέ σε θέμα για την τέχνη του.
Παρευρισκόταν σ’ αυτά επειδή του χάριζαν ευχαρίστηση και επιβεβαίωναν τη θέση του στην ελίτ της ελληνικής Αλεξάνδρειας. Hταν μέρος, αυτό, του αντιφατικού του χαρακτήρα. Eνας από τους πλέον εικονοκλάστες Ελληνες ποιητές περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του στα μεγάλα σπίτια της Αλεξάνδρειας.
[…]
Τον Οκτώβριο του 1932, ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) κι ο λάτρης του Καβάφη Μάριος Βαϊάνος (1905-1975) ήλθαν να τον επισκεφτούν στο αθηναϊκό του ξενοδοχείο προτού υποβληθεί σε θεραπεία για τον καρκίνο. Κατά τη συνομιλία τους, έγινε ξεκάθαρο ότι ο Ναπολέων ήταν πολύ ανοιχτός σχετικά με την ομοφυλοφιλία του, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, που σπανίως αναφερόταν σε αυτή δημοσίως.
Ζηλεύοντας που ο Ναπολέων είχε επιλέξει να ζήσει με τρόπο ειλικρινή απέναντι στις πεποιθήσεις του, ο Κωνσταντίνος είπε: «Πόσο σε ζηλεύω, Ναπολέων, για την ελευθερία σου, για τη ζωή που κάμνεις… Εσύ είσαι σα να έχεις μια ιδανική Πολιτεία όπου ζεις και καλείς και άλλους, για συντροφιά σου». Κι ύστερα σταμάτησε. Ο Ναπολέων, μη θέλοντας να επιβληθεί σε έναν άρρωστο άνθρωπο, απάντησε: «Oποιος θέλει όμως, κ. Καβάφη, μπορεί», προσθέτοντας ότι προσπάθησε να κάνει τη ζωή που ήθελε και βρήκε μόνο στον «Κομμουνισμό» την «κατανόηση».
Oποιος ακολουθούσε τον κομμουνισμό ήταν ελεύθερος, είπε. Αγνοώντας την πολιτική αναφορά, ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι μια τέτοια ζωή ήταν ακατόρθωτη στην Αλεξάνδρεια: «Οι άνθρωποι, εκεί, είναι συντηρητικοί. Ο ένας παρακολουθεί τον άλλο, πίσω απ’ τα τζάμια και πίσω από την κλειδαρότρυπα. Εμένα για μερικά ποιήματά μου, μ’ έχουν παράνομο και στιγματισμένο».
[…]
Κανένα επεισόδιο δεν δείχνει καλύτερα αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στη δεδηλωμένη αφοσίωσή του στην ιδανική ομορφιά και τον επιθετικό τρόπο με τον οποίο λάνσαρε το έργο του στους άλλους, απ’ ό,τι η έντονη αντιπαράθεση που είχε με έναν σημαίνοντα Αθηναίο εκδότη και κριτικό ενόσω υποβαλλόταν σε θεραπεία για τον καρκίνο στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1932.
Οι επισκέπτες που συνέρρεαν στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ» για να συναντήσουν τον μεγάλο ποιητή περιέγραφαν έναν άνθρωπο ευλόγως αποκαρδιωμένο και φοβισμένο μπροστά στην επικείμενη επέμβαση. Παρά όμως τις δεινές συνθήκες, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να δει τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον «κολοσσό» του Χένρι Μίλερ στον Κολοσσό του Αμαρουσίου, που εκείνη τη χρονιά είχε δημοσιεύσει την πρώτη βιβλιογραφία του Καβάφη στο περιοδικό Κύκλος.
Σε πεντέμισι σελίδες με μονό διάστιχο, η εργασία αυτή μαρτυρούσε την πλατιά διάδοση του έργου του ποιητή έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Εκτός από συλλογή υλικού από Eλληνες συγγραφείς, ο Κατσίμπαλης απαριθμούσε άρθρα από ξένους συγγραφείς στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά, καθώς και μεταφράσεις των ποιημάτων του σε αυτές τις γλώσσες.
Μεταξύ όλων των διανοούμενων και ποιητών που είχαν έρθει να τον επισκεφτούν στο ξενοδοχείο του, ο Κωνσταντίνος πήρε παράμερα τον Κατσίμπαλη και τον ρώτησε σχετικά με διάφορα ζητήματα της βιβλιογραφίας του, ώστε να βεβαιωθεί ότι γνώριζε ο Κατσίμπαλης πόσο εκτενής ήταν αυτός ο κριτικός σχολιασμός.
Με το που ικανοποιήθηκε, είπε: «Πρόσεξε, Κατσίμπαλη, να της βάλεις ένα τίτλο που να λέει πως υπάρχουν πολλά, πολλά ακόμη περί Καβάφη, και πως η βιβλιογραφία σου δεν τα εξαντλεί όλα… Να, κάτι σαν “Από τη βιβλιογραφία του Καβάφη” ή “Εκλογή από τη βιβλιογραφία του Καβάφη” να βάλεις, ή κάτι τέτοιο. Προς Θεού! Oμως μη γράψεις πως είναι ολόκληρη η Καβαφική βιβλιογραφία γιατί υπάρχει φόβος να εκτεθείς και να κατηγορηθείς πως αγνοείς όλα τα άλλα που γράφτηκαν για τον Καβάφη».
[…]
Το 1916 πλέον, προτιμούσε να διαδίδει το έργο του κατ’ ιδίαν. Τύπωνε ποιήματα και στη συνέχεια κυκλοφορούσε αντίτυπα αυτών των κειμένων χωριστά. Ή διένεμε συχνά αντίτυπα πριν από την έκδοση. Στη συνέχεια, όμως, συμπεριλάμβανε αυτά τα ανάτυπα σε «συλλογές», πιασμένα χαλαρά με έναν συνδετήρα, με έναν χειρόγραφο κατάλογο των τίτλων. Αυτές οι συλλογές καθίσταντο εν συνεχεία ανοιχτό έργο, που διαρκώς επεκτεινόταν και αναθεωρούνταν. […]
Αυτό που συγκαιρινοί του αναγνώστες αναγνώριζαν ως έργο του Καβάφη ήταν ετούτες οι χαλαρές συλλογές που είχε δέσει κατ’ οίκον και κυκλοφορήσει κατ’ ιδίαν, η καθεμία μοναδική κι ας βασιζόταν στον ίδιο αριθμό ποιημάτων. Το καβαφικό έργο ήταν υλικό και άυλο ταυτόχρονα, διεσπαρμένο σε όλη την Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Ευρώπη, με τις διαπροσωπικές σχέσεις, φιλίες και συμμαχίες να το συγκρατούν ενωμένο.






