Ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί (1900-1944) είναι κυρίως γνωστός στη χώρα μας με το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του Ο Μικρός Πρίγκιπας, που έχει πουλήσει πάνω από 1.000.000 αντίτυπα διεθνώς και έχει μεταφραστεί σε 250 γλώσσες. Κορυφαίο έργο της παιδικής λογοτεχνίας που επί 80 και πλέον χρόνια συναρπάζει μικρούς και μεγάλους. Αλλά ο Εξιπερί δεν ήταν συγγραφέας μόνο του ενός βιβλίου.

Εκτός από αυτό, που είναι αναμφισβήτητα το αριστούργημά του, έχει δημοσιεύσει και άλλα έργα, τα οποία τον τοποθετούν στην πρώτη γραμμή των σημαντικών γάλλων συγγραφέων του 20ού αιώνα – και μάλιστα με διεθνή απήχηση. Ενα από αυτά, η Γη των ανθρώπων, επανεκδόθηκε πρόσφατα από την Κίχλη σε νέα ωραία μετάφραση του Βάιου Λιαπή, που συνοδεύεται από εξαιρετικό επίμετρο της Λίζυς Τσιριμώκου, το οποίο νομίζω ότι ανήκει στα καλύτερα κριτικά της κείμενα, στο πλαίσιο εκείνου που οι Γάλλοι αποκαλούν κριτικό δοκίμιο (essai critique).

Οι εμπειρίες από τον ισπανικό εμφύλιο

Η Γη των ανθρώπων έχει μεταφραστεί στα ελληνικά άλλες τέσσερις φορές. Η νέα έκδοση είναι αφενός πιο εμπεριστατωμένη (αφού περιέχει στο τέλος και αρκετές διαφωτιστικές σημειώσεις) αλλά και το εξίσου σημαντικό: ένα κεφάλαιο (του 1936), σε παράρτημα με τίτλο «Βαρκελώνη και Μαδρίτη» που αναφέρεται στις εμπειρίες του Εξιπερί από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Είναι ένα κείμενο συγκλονιστικό, σπαρακτικό, θα έλεγα, τόσο ατμοσφαιρικό που οι αναγνώστες σαν να ακολουθούν τον συγγραφέα και να μπαίνουν στο κάδρο, σε έναν τόπο και μια εποχή όπου οι άνθρωποι σκότωναν ο ένας τον άλλον για τις ιδέες τους, αλλά σε μιαν άλλη αναγωγή και για ψύλλου πήδημα. Αν ήταν εκτενέστερο, θα μπορούσε κανείς να παραβληθεί με το Φόρος τιμής στην Καταλωνία του Τζορτζ Οργουελ.

Τι είναι όμως η Γη των ανθρώπων; Οπως σημειώνει στο επίμετρό της η Λίζυ Τσιριμώκου, είναι «ένα πολυκείμενο αυτοβιογραφικό, μαρτυρία και απομνημόνευμα, αλλά και “ρεπορταζιακή λογοτεχνία” καθώς και έξοχο δείγμα ποιητικής πρόζας ή δοκιμιακής στοχαστικής γραφής». Δεν θέλω να κάνω αφελείς συγκρίσεις, αλλά κάποιες σελίδες της Γης των ανθρώπων μου φέρνουν στον νου το αριστουργηματικό κύκνειο άσμα του Αντρέ Μαλρό: τα Αντιαπομνημονεύματα.

Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο που εξέδωσε ο Εξιπερί. Προηγήθηκαν τα Ταχυδρομείο του Νότου και η Νυχτερινή πτήση (αμφότερα του 1931). Και στα τρία θα έλεγα ότι πρωταγωνιστής είναι το αεροπλάνο, ή πιο σωστά το αφηγηματικό όχημα που για τον Εξιπερί ανάγεται σε συνθήκη ζωής. Οχι μόνο επειδή η αεροπλοΐα ήταν το πάθος του ως το τέλος της ζωής του αλλά και γιατί η αεροπορική πτήση του πρόσφερε μιαν άλλη δυνατότητα: να βλέπει (ή να περπατά) στη Γη των ανθρώπων, να τους αντιλαμβάνεται καλύτερα και να διεισδύει στις πτυχές του εσωτερικού τους κόσμου. Αυτή είναι και η διήκουσα γραμμή τούτης της πολυεπίπεδης αφήγησης, η κίνηση ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, μια νέα ευαισθησία, που παραμένει σημερινή – γι’ αυτό σε κανένα σημείο ο σύγχρονος αναγνώστης δεν έχει την αίσθηση του παρωχημένου. Ευαισθησία που ανάγεται σε ένα κοσμολογικό και μεταφυσικό πάθος – και δεν είναι τυχαίο που στην εποχή του ο Εξιπερί θεωρήθηκε ότι έδωσε μεταφυσικό περιεχόμενο στην αεροπορική πτήση.

Το περπάτημα και η κίνηση του αέρα

Το περπάτημα στη γη είναι ομόλογο της κίνησης στον αέρα. Και η γη από το αεροπλάνο δεν παρουσιάζεται σαν κάτι που μοιάζει αλλά σαν αυτό που πραγματικά είναι. Ο παθιασμένος αεροπόρος Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί βλέπει από πάνω τη Γη σαν να αναμετριέται με τον κόσμο. Γι’ αυτό και στο τέταρτο κεφάλαιο, «Το αεροσκάφος και ο πλανήτης», μας λέει: «Κατοικούμε σ’ έναν πλανήτη που ολοένα γυρνοβολά. Από καιρό σε καιρό, χάρη στο αεροπλάνο, ο πλανήτης μας δείχνει την καταγωγή του».

Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως το αεροπλάνο στη δεκαετία του 1930 ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό, όχι μόνο τεχνολογικά αλλά και ως αίσθηση. Ο πιλότος είχε τότε μια σχέση σωματική σχεδόν μαζί του – υπαρξιακή επομένως. Μέσω της πτήσης συνελάμβανε το βαθύτερο περιεχόμενο του κόσμου: τη σχέση, λ.χ., της ημέρας με τη νύχτα, τα οικεία και κυρίως τα αφιλόξενα τοπία όπως η έρημος. Και σ’ αυτή ο Εξιπερί αφιερώνει δύο από τα ωραιότερα κεφάλαια του βιβλίου: τα «Στην έρημο» και «Στην καρδιά της ερήμου», από τα ωραιότερα της παγκόσμιας γραμματείας.

Η έρημος των άστρων και της περιπέτειας

Την έρημο της άμμου και των άστρων και τη ζωή εκεί των νομαδικών φυλών ο Εξιπερί την έζησε για τρία χρόνια. «Εμάς μας έθρεψε η μαγεία της άμμου» γράφει. Αλλά στην έρημο θα ζήσει τη μεγάλη περιπέτεια που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή, όπως την περιγράφει στο κεφάλαιο «Στην καρδιά της ερήμου», που το διαβάζουμε με κομμένη σχεδόν την ανάσα. Το αεροπλάνο του Εξιπερί, μαζί με τον ίδιο και τον μηχανικό του που τον συνοδεύει, πέφτει στην έρημο της Λιβύης. Γύρω δεν υπάρχει ψυχή και το φάσμα του θανάτου τους τριγυρίζει. Επειτα από 24 ώρες το φως σχεδόν τους τυφλώνει και τους στέλνει αντικατοπτρισμούς. Το μαρτύριο της δίψας τους καταλαμβάνει, ένα θανατηφόρο αίσθημα που προεικάζει το επερχόμενο τέλος. Θα τους σώσει ένας περαστικός Βεδουίνος.

Ο Εξιπερί εκφράζει τη συναδελφική του αγάπη για τους συντρόφους του πιλότους στους οποίους είναι αφοσιωμένος. Ο Μερμόζ, ο Γκιγιομέ (που του αφιερώνει το παρόν βιβλίο) αποτελούν παραδείγματα ανδρείας και πρότυπα ζωής και ο δεσμός του μαζί τους είναι ακατάλυτος. Αλλά ακατάλυτος είναι και ο δεσμός του με τους απλούς ανθρώπους που συναντά, το απόσταγμα ζωής που αντλεί από αυτούς, που συνιστούν σε ένα άλλο επίπεδο τη «γη των ανθρώπων». Αυτοί μας δίνουν την ποίηση της ζωής, όπως την εισπράττει και μας την προσφέρει με ασύγκριτη πειθώ και αγάπη.

Η μοιραία πτήση του 1944

Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Εξιπερί ήταν πλέον ένας παλαίμαχος πιλότος, ο οποίος είχε υπερβεί κατά πολλά χρόνια το 28ο έτος της ηλικίας που του επιτρεπόταν να πετάει – αλλά εκείνος επέμενε, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε εξαιτίας των παλιών του τραυμάτων. Στις 31 Ιουλίου 1944, σε μια αναγνωριστική πτήση πάνω από την παραλία Αντζιο της Γένοβας, όπου προγραμματιζόταν απόβαση των Συμμάχων, το αεροπλάνο του Εξιπερί μαζί με τον ίδιο χάθηκαν. Τμήμα του αεροπλάνου βρέθηκε μετά από 50 χρόνια, χωρίς και σήμερα να είναι βέβαιο αν καταρρίφθηκε από εχθρικά πυρά ή κατέπεσε στη θάλασσα λόγω βλάβης.