Συναντιόμαστε τις προάλλες με τον Γιάννη Ξανθούλη στο γραφείο του, στο κέντρο της πρωτεύουσας. Προτού αρχίσουμε να συζητάμε για το καινούργιο του βιβλίο, του επισημαίνω ότι επίκειται καύσωνας.
«Α, τέλεια, ευκαιρία να τα τινάξω!» απαντά με τον σεσημασμένο, αυτοσαρκαστικό, αφοπλιστικό τρόπο του. Μετά έκανα το λάθος να τον ρωτήσω για διακοπές. «Παλαβώσατε; Πάω εγώ διακοπές; Οχι, ποτέ. Ή μάλλον πάω, ταξιδεύω σε άγνωστα, δικά μου νησιά του νου». Πέραν του τίτλου στο νέο του μυθιστόρημα, Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα, που ασφαλώς μας προετοιμάζει για τα απίθανα και ευτράπελα που ακολουθούν παραμέσα, στεκόμαστε αυτή τη φορά και στο εξώφυλλο. Ποια είναι τα δύο κοριτσάκια; «Τις πρωτοείδα αυτές πριν από περίπου 40 χρόνια. Μου άρεσε πολύ η συγκεκριμένη φωτογραφία, είχε συνοδεύσει μάλιστα ένα από τα δημοσιογραφικά μου κείμενα στην εφημερίδα. Δεν ξέρω, κάτι μου έκαναν αυτές οι κοπελίτσες. Ειδικά για τη μικρή στ’ αριστερά, που δεν έχει λαιμό οριακά, σκεφτόμουν ότι είναι ικανή για φοβερές πράξεις. Δεν έχουν κάτι το εγκληματικό οι κοπελίτσες, το μυστηριώδες; Αποπνέουν λίγο Λατινική Αμερική, αλλά και Βαλκάνια! Που λέτε, έκτοτε δεν τις ξέχασα ποτέ, κράτησα τη φωτογραφία και από αυτήν ακριβώς ξεκίνησε η πρόσφατη ιστορία μου» δήλωσε στο «Βήμα» ο δημοφιλής συγγραφέας, εξηγώντας παράλληλα (επειδή το έψαξε, εννοείται) ότι η συγκεκριμένη εικόνα προέρχεται «από μια έρευνα που είχε κάνει ένας κορυφαίος φωτογράφος για λογαριασμό του National Geographic στη μακρινή Αυστραλία».
Στο επίκεντρο αυτού του βιβλίου, που είναι αναγνωρίσιμος και κεφάτος Ξανθούλης, βρίσκεται η οικογένεια Γαργάρα, η οποία κατοικεί στην (επινοημένη) Ροδόσταμη, κάπου στην Ανατολική Μακεδονία.
Ο πατέρας Ηρακλής (λαϊκότατος πατριάρχης, επιδεικτικός φαλλοκράτης, δεινός παλαιστής, θηρίο ανήμερο και αποκλειστικός κουβαλητής του επιταφίου κάθε Μεγάλη Παρασκευή), η μητέρα Κατίνα (μια μελαγχολική γυναίκα που ξενοδουλεύει και είναι μονίμως κατάκοπη), ο μεγάλος γιος Σούλης (ένα καθαρματάκι βίαιο και αθυρόστομο), ο μικρός γιος Χαράλαμπος (που τον φωνάζουν «Σους», από τη σταθερή προτροπή να μη μιλάει) και δύο θυγατέρες, η μικρότερη Μαγιοπούλα (που σωματικά τρανεύει γρήγορα αλλά δεν της κόβει και πολύ) και η μεγαλύτερη (και τετραπέρατη) Φιλοθέη, η οποία ενορχηστρώνει το περίφημο σχέδιο «εμείς θα πάμε στας Αθήνας». Δίπλα στα μέλη αυτής της οικογένειας παρελαύνει ένας πληθωρικός θίασος χαρακτήρων, από τις νεκρές συγγένισσες Ζηνοβία και Δοϊράνη (δεν είναι μόνο λίμνη, είναι και ξαδέρφη) μέχρι τον δήμαρχο Ερμόλαο Τούβλο (εντάξει, καταλάβατε).

Παραμύθι μιας εποχής
Η αφήγηση του Ξανθούλη πυροδοτείται κατά το έτος 1959 και αυτό, στην περίπτωσή του, μόνο τυχαίο δεν είναι. Για την ακρίβεια, είναι μια πολύπλευρη επαναφορά. «Επέστρεψα σε αυτή τη χρονιά επειδή ήθελα να ξεμπερδεύω. Ηθελα να τελειώνω με την περίοδο εκείνη, επειδή τελειώνει σιγά-σιγά και η δική μου ζωή. Μεταξύ 1959 και 1960 έμπαινα στην εφηβεία, όχι πολύ δυναμικά, μάλλον τρομοκρατημένος, αφού πίστευα ότι σωνόταν η επιείκεια που μου έδειχναν, με όλα τα ψέματα που έλεγα και όλα τα τέρατα που έκανα! Εγραψα αυτό το μυθιστόρημα για να συναντήσω ξανά πρόσωπα που έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μου, για να περάσω ξανά από παλιά μονοπάτια και να τα αποχαιρετήσω τρόπον τινά, για να ρίξω μια ματιά πιο πονηρή σε πράγματα που ενδεχομένως πέρασαν και δεν ακούμπησαν, για να επανεκτιμήσω τι όντως ήταν αστείο και τι όντως τραγικό, για να δω με τη βοήθεια της κριτικής απόστασης πώς ακριβώς επέζησα. Ετσι έπλασα αυτή την κωμόπολη και αυτή την οικογένεια, μια λούμπεν οικογένεια κατά τα φαινόμενα, με τις προβλεπόμενες ελληνικές παθογένειες – τότε βέβαια δεν την ξέραμε τη συγκεκριμένη λέξη, ξέραμε μόνο τους παθολόγους! Πάντως, δεν νομίζω να έχει αλλάξει και κάτι ουσιαστικά στη χώρα. Μην παρεξηγηθώ ωστόσο, εγώ δεν κάνω συμβολικά και τέτοια, ένα παραμύθι δημιούργησα, όπως κάνω πάντα, εκμεταλλευόμενος τους πεθαμένους, με τους οποίους τα πηγαίνω περίφημα» ανέφερε ο Ξανθούλης που δεν γυρίζει (φρόντισε ο ίδιος να διευκρινίσει) σε περασμένες δεκαετίες «από νοσταλγία, καθόλου», γυρίζει επειδή «με ψυχαγωγούν περισσότερο από αυτό που λέγεται σύγχρονη ή επίκαιρη πραγματικότητα».
Η κάθοδος στην Αθήνα
Η Φιλοθέη, «συνομήλική μου» όπως τόνισε ο Ξανθούλης, δεν παύει να φαντασιώνεται την Αθήνα, ως απελευθερωτική διαφυγή από την επαρχία και ως εκπλήρωση ενός σαγηνευτικού ονείρου. Αρκεί να πούμε ότι η Φιλοθέη είναι θαυμάστρια της θεάς Αθηνάς ενώ, επιπλέον, η βασίλισσα Φρειδερίκη αποπειράται κάποια στιγμή να την προξενέψει στον γιόκα της Κωνσταντίνο. «Ως παιδί κι εγώ αναζητούσα μόνος πληροφορίες για μια άλλη, διαφορετική ζωή. Μέσα από τα βιβλία, το ραδιόφωνο, το σινεμά. “Αποκλείεται να είναι αυτό η ζωή, αποκλείεται να είμαι εγώ εδώ” συλλογιζόμουν. Και στο μυαλό μου κλωθογύριζα την Αθήνα, τη μετάβαση σε έναν ιδεατό προορισμό». Ωσπου, το 1962, ο Ξανθούλης, κάνει το παρθενικό του ταξίδι στην πρωτεύουσα, «με οξεία νεφρίτιδα ωστόσο», ασθενής δηλαδή, προκειμένου να νοσηλευτεί στον Ευαγγελισμό. «Ημουν του θανατά, ασχέτως αν δεν το αντιλαμβανόμουν, νόμιζα ότι τα περνούσα αριστουργηματικά. Πιστεύω όμως ότι είχα έναν σκοπό και αυτός με κράτησε ζωντανό. Περίμενα με ανυπομονησία το εξιτήριο και το πρώτο βράδυ που βγήκα πήγα να δω το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” του Λουίτζι Πιραντέλο στο Θέατρο Αθηνών, με τον Μυράτ και τη Ζουμπουλάκη, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι που, για εμένα, ήταν πάντοτε ένα τεράστιο κλειδί ζωής».

Γιάννης Ξανθούλης
Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα
Εκδόσεις Διόπτρα, 2025, σελ. 472, τιμή 19,90 ευρώ
Μια πυρηνική σχέση με το θέατρο
Ο Ξανθούλης, κατά τη δεκαετία του 1960, δεν σταμάτησε να μαζεύει λεφτά και να κατεβαίνει με το τρένο στην πρωτεύουσα για να παρακολουθεί παραστάσεις και, από ένα σημείο και μετά, να προτείνει τις δικές του δραματουργίες, «πρωτόλεια έργα, στο ύφος του Σάμιουελ Μπέκετ και του Τενεσί Ουίλιαμς», σε σημαντικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες. «Αχ, πάλι ήρθες εσύ;» είχε αναφωνήσει κάποτε ο Κάρολος Κουν βλέποντας τον Ξανθούλη, η σχέση του οποίου με το θέατρο υπήρξε πυρηνική και αποδείχθηκε εκτεταμένη, αποτελώντας ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο κεφάλαιο στην πορεία του. «Από την άλλη μεριά, βέβαια, ο μεγαλύτερος σαμποτέρ του εαυτού είμαι εγώ ο ίδιος» αποφάνθηκε ο Ξανθούλης, παρά τις επιτυχίες που σημείωσε. «Δεν με γοητεύει καθόλου το θέατρο πια, οφείλω να ομολογήσω. Το πιο συγκινητικό πράγμα στο θέατρο είναι ο ιδρώτας του ηθοποιού, το ξεβαφτικό στο καμαρίνι. Εχει μια ωραία και επαναλαμβανόμενη μιζέρια το θέατρο, παντού, την ίδια. Αυτή δεν αλλάζει, απλώς κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, κουράζει». Και κατέληξε: «Η επιθεώρηση, παραδείγματος χάριν, έχει πάψει να υφίσταται εδώ και πάρα πολύ καιρό στο ελληνικό θέατρο. Δηλαδή τώρα, σήμερα, αν ανέβαιναν παλιές επιθεωρήσεις ή τουλάχιστον εκείνες της Ελεύθερης Σκηνής ή άλλες που τη μιμήθηκαν, θα προκαλούσαν σίγουρα δυσανάλογες και υπερβολικές αντιδράσεις. Δεν μπορεί να γίνει αυτό πια. Η κοινωνία έχει οπισθοδρομήσει, έχει γίνει αρκετά συντηρητική».





