Αν υπάρχει ένας όρος που εξακολουθεί να διχάζει, να αφυπνίζει φοβίες και να προκαλεί αντιδράσεις σχεδόν αντανακλαστικές στο εκπαιδευτικό λεξιλόγιο της χώρας, αυτός είναι η «αξιολόγηση».
Κάθε φορά που επιστρέφει στον δημόσιο διάλογο, ενεργοποιεί ένα γνώριμο σενάριο πολιτικής αντιπαράθεσης, επαγγελματικής ανασφάλειας και συνδικαλιστικής άμυνας.
Στην ελληνική παιδαγωγική κουλτούρα, η αξιολόγηση δεν έχει συνδεθεί με τη βελτίωση και τη μάθηση, αλλά με τον έλεγχο και την εξουσία. Αυτή η δυσπιστία δεν είναι συγκυριακή ούτε τυχαία. Είναι βαθιά πολιτισμική, ιστορικά εγκαθιδρυμένη και θεσμικά αναπαραγόμενη.
Σήμερα, η συζήτηση για την αξιολόγηση αναζωπυρώνεται εκ νέου. Η πρόσφατη επαναφορά του θεσμικού πλαισίου (Ν. 4823/2021 και Υπ. Απόφαση 9950/ΓΔ5/2023) επιχειρεί να θεμελιώσει ένα νέο μοντέλο ποιότητας και λογοδοσίας στην εκπαίδευση. Ωστόσο, όσο το πολιτισμικό υπόβαθρο της δυσπιστίας παραμένει άθικτο, καμία νομοθετική καινοτομία δεν μπορεί να ριζώσει. Η αξιολόγηση δεν θα αποκτήσει νόημα μέσα από διατάγματα, αλλά μέσα από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος, τους εκπαιδευτικούς και την κοινωνία.
Ο επιθεωρητισμός ως ιστορικό τραύμα
Η λέξη «αξιολόγηση» εξακολουθεί να προκαλεί εντάσεις στον εκπαιδευτικό κόσμο, όχι τόσο εξαιτίας του σύγχρονου περιεχομένου της, αλλά κυρίως εξαιτίας του ιστορικού της φορτίου. Ο επιθεωρητισμός, που σφράγισε επί δεκαετίες τη σχολική πραγματικότητα, λειτούργησε ως γενετικός κώδικας εξουσίας και υποταγής. Δημιούργησε μια ιεραρχική σχέση επιτήρησης ανάμεσα στον επιθεωρητή και τον εκπαιδευτικό — μια σχέση που επέζησε, μεταλλαγμένη αλλά παρούσα, ακόμη και μετά την τυπική κατάργηση του θεσμού.
Στο συλλογικό ασυνείδητο της εκπαιδευτικής κοινότητας, η αξιολόγηση δεν κατόρθωσε να αποσυνδεθεί από τη μνήμη της επιτήρησης. Παραμένει λέξη-σύμβολο μιας εξουσιαστικής παράδοσης, μιας εποχής όπου η παιδαγωγική κρίση υποτασσόταν στη διοικητική ιεραρχία.
Κάθε νέα νομοθετική πρωτοβουλία, ακόμη κι όταν επιχειρεί να εισαγάγει όρους όπως «ανατροφοδότηση» ή «βελτίωση», ανακαλεί εκείνη τη βαθιά εγγεγραμμένη μνήμη του ελέγχου. Το τραύμα δεν διατυπώνεται ρητά• λειτουργεί υπόγεια, ως μηχανισμός άμυνας και δυσπιστίας, καθορίζοντας στάσεις, αντιστάσεις και επαγγελματικές συμπεριφορές απέναντι στον θεσμό.
Το αποτέλεσμα είναι ένα θεσμικό παράδοξο: ένας θεσμός που αναζητεί τον εκσυγχρονισμό του, κουβαλώντας ακόμη τη μνήμη της εξουσίας από την οποία προσπαθεί να απαλλαγεί.
Η πολιτική της ασυνέχειας και η κρίση νομιμοποίησης
Μετά τη Μεταπολίτευση, η αξιολόγηση απέκτησε έντονο συμβολικό βάρος, μετατρεπόμενη από παιδαγωγικό εργαλείο σε πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης και πολιτικής αυθυπαρξίας. Κάθε κυβέρνηση επιχείρησε να σφραγίσει τη μεταρρυθμιστική της ταυτότητα όχι μέσα από τη συνέχιση, αλλά μέσα από την ακύρωση του προϋπάρχοντος• ένα φαινόμενο θεσμικού αναδιπλασιασμού, όπου κάθε κύκλος αλλαγής ξεκινά εκ του μηδενός.
Αυτή η τελετουργία της νομοθετικής επανίδρυσης καλλιέργησε μια κουλτούρα ασυνέχειας και μια αίσθηση μεταρρυθμιστικής κόπωσης.
Η πολιτική κουλτούρα του τόπου προσέδωσε στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις κομματικό ιδίωμα και συγκυριακό χαρακτήρα, αναπαράγοντας την πόλωση αντί της συνέχειας. Έτσι, η αξιολόγηση δεν κατόρθωσε να αναδειχθεί σε σταθερό θεσμό επαγγελματικής εξέλιξης και παιδαγωγικής βελτίωσης, αλλά σε σύμβολο ιδεολογικής διαφοροποίησης, σε ένα πεδίο όπου η πρόθεση του εκσυγχρονισμού συναντά την επιφυλακτικότητα της συλλογικής μνήμης.
Πίσω όμως από τη ρητορική αντιπαράθεση, το νομοθετικό υπόστρωμα των τελευταίων δεκαετιών αποκαλύπτει μια εντυπωσιακή ομοιογένεια προθέσεων. Οι μεταρρυθμίσεις διαφοροποιούνται λιγότερο ως προς το περιεχόμενό τους και περισσότερο ως προς τη σημειολογική τους πρόσοψη, αποδεικνύοντας ότι η ελληνική εκπαίδευση πάσχει όχι από έλλειψη ιδεών, αλλά από έλλειψη συνέχειας και θεσμικού βάθους.
Η επαναληπτικότητα των ίδιων δηλώσεων-προθέσεων, χωρίς την απαραίτητη θεσμική συνέπεια, διαβρώνει τη νομιμοποίηση της αλλαγής, εγκλωβίζοντας τη μεταρρύθμιση σε έναν κύκλο διαρκούς αναστολής και αναπαραγόμενης δυσπιστίας απέναντι στο νέο.
Η ιδεολογική φόρτιση της ισότητας και η απώλεια της παιδαγωγικής ουσίας
Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η ακαδημαϊκή σκέψη, επηρεασμένη από τη νέα κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και τα ρεύματα της κριτικής παιδαγωγικής, προσέδωσε στην αξιολόγηση μια έντονη ιδεολογική διάσταση.
Η αξιολόγηση προβλήθηκε ως μηχανισμός αναπαραγωγής κοινωνικών ιεραρχιών, ως μέσο πειθάρχησης και ελέγχου των εκπαιδευτικών και των σχολείων. Η ισότητα, από παιδαγωγικός στόχος, μετατράπηκε σε πολιτικό αίτημα αντίστασης απέναντι σε κάθε μορφή διαφοροποίησης, καθιστώντας την ίδια τη διαδικασία της αξιολόγησης ύποπτη για ιδεολογική μεροληψία.
Στο πλαίσιο αυτό, η δημόσια συζήτηση μετατοπίστηκε από το παιδαγωγικό περιεχόμενο στην πολιτική πρόθεση• η αξιολόγηση παύει να εξετάζεται ως εργαλείο βελτίωσης και ανατροφοδότησης και καθίσταται σύμβολο της σύγκρουσης ανάμεσα στην ισότητα και την αξιοκρατία. Η ερμηνευτική αυτή μετατόπιση, αν και ιστορικά κατανοητή, εγκλώβισε την έννοια της ποιότητας σε ένα ιδεολογικό δίπολο: ανάμεσα στον φόβο ότι η αξιολόγηση μπορεί να αναπαράγει κοινωνικές ιεραρχίες και στην ανάγκη να αναγνωρίζεται η επαγγελματική αριστεία.
Ανάμεσα στη διοικητική λογική του ελέγχου και στην κριτική καχυποψία απέναντι σε κάθε μορφή αποτίμηση, η παιδαγωγική ουσία έχασε το έρεισμά της. Η αξιολόγηση απομακρύνθηκε από τον χώρο της μάθησης και μεταφέρθηκε στον χώρο της εξουσίας — από πράξη αυτογνωσίας μεταβλήθηκε σε τεχνολογία διακυβέρνησης.
Έτσι, ο διάλογος για τη βελτίωση της διδασκαλίας υποχώρησε μπροστά σε μια ρητορική υπεράσπισης ή άρνησης, όπου το ζητούμενο δεν ήταν πλέον πώς μαθαίνουμε καλύτερα, αλλά ποιος ελέγχει τη γνώση.
Το ελληνικό παράδοξο
Κάθε προσπάθεια ανανέωσης του συστήματος αξιολόγησης προσκρούει όχι στην έλλειψη τεχνογνωσίας ή μεθοδολογικής επάρκειας, αλλά στην αδυναμία θεσμικής συνεννόησης. Το ελληνικό παράδοξο δεν έγκειται στις αντιστάσεις — αυτές είναι αναμενόμενες — αλλά στη διάρρηξη της εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος, τους εκπαιδευτικούς και τους φορείς χάραξης πολιτικής.
Η αξιολόγηση, αντί να λειτουργεί ως κοινό έδαφος παιδαγωγικού διαλόγου, παραμένει πεδίο συμβολικής αντιπαράθεσης. Έτσι, το πρόβλημα δεν είναι πια τεχνικό, αλλά πολιτισμικό και θεσμικό: ένα σύστημα που παράγει διαρκώς μηχανισμούς χωρίς να παράγει εμπιστοσύνη.
Πέρα από το τραύμα
Η υπέρβαση αυτού του φαύλου κύκλου δεν θα προκύψει από νέα νομοθετήματα, αλλά από την καλλιέργεια μιας βαθύτερης παιδαγωγικής κουλτούρας εμπιστοσύνης. Η αξιολόγηση πρέπει να νοηθεί εκ νέου ως διαδικασία συνδημιουργίας, διαλόγου και συλλογικής ευθύνης, ικανή να ενώνει και όχι να διχάζει.
Ο επιθεωρητισμός υπήρξε το τραύμα μιας άλλης εποχής• η πρόκληση σήμερα είναι να μεταστοιχειωθεί η μνήμη του σε συνειδητότητα, να γίνει όχημα ωριμότητας και όχι φραγμός αλλαγής. Μόνον τότε η αξιολόγηση θα πάψει να ανακαλεί τον φόβο του ελέγχου και θα αποκτήσει το νόημα που της αρμόζει: εκείνο της παιδαγωγικής ωριμότητας, της θεσμικής συνέπειας και της κοινής δέσμευσης για ποιότητα και πρόοδο.
*Οι απόψεις που διατυπώνονται στο άρθρο είναι προσωπικές
Η Τάνια Κολυμπάρη εχει Εξειδίκευση στην Εκπαιδευτική Πολιτική και Αξιολόγηση, είναι Διευθύντρια, Γενική Γραμματεία Ανώτατης Εκπαίδευσης





