Η Ξένια Καλογεροπούλου μας υποδέχεται στο σπίτι της στα Ιλίσια τούτο το φθινοπωρινό απόγευμα που μοιάζει καλοκαιρινό, καθώς η ζέστη δεν καταλαγιάζει. Ετοιμάζεται για την πρεμιέρα του θεατρικού μελοδράματος «Άρωμα Γυναίκας», που γνωρίζουμε από την παγκόσμια επιτυχία του μέσα από τον κινηματογράφο, όπου μεταφέρθηκε σε δύο εκδοχές, με τον Βιτόριο Γκάσμαν το 1974 σε σκηνοθεσία Ντίνο Ρίζι και με τον Αλ Πατσίνο, που βραβεύτηκε με Όσκαρ σε σκηνοθεσία Μάρτιν Μπρεστ το 1992.
Το έργο ανεβαίνει στο Θέατρο Βρετάνια στις 3 Οκτωβρίου, βασισμένο στην πηγή του πρωτότυπου θεατρικού μυθιστορήματος «Το σκοτάδι και το μέλι» του Τζιοβάνι Αρπίνο και τη θεατρική διασκευή του βιβλίου από τον Πίνο Τιέρνο. Με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κωνσταντίνου Ασπιώτη, τον Άκη Σακελλαρίου στον πρώτο ρόλο και ένα πολυπληθή θίασο να στελεχώνει μια δυναμική παραγωγή, ξεδιπλώνεται η ιστορία του πρώην αξιωματικού, που έχει χάσει την όρασή του και ξεκινά ένα ταξίδι με συνοδό τον νεαρό φαντάρο Τσίτσο (Προκόπης Αγαθοκλέους).
H ιστορία αρχίζει στο Τορίνο με την γνωριμία του Τσίτσο με την «ιδιαίτερη» θεία του Φαούστο, που ερμηνεύει η Ξένια Καλογεροπούλου. Πρόκειται για ένα χαρακτήρα που έχει χιούμορ και θέρμη για τους άλλους, όπως και η ίδια εξάλλου, χωρίς να πτοείται από τα 90 χρόνια στα οποία μόλις πριν από λίγες ημέρες άρχισε να βαδίζει, συνεχίζοντας να εργάζεται πάνω σε ό,τι αγάπησε πολύ: το θέατρο και τη συγγραφή.
Ποιος είναι ο ρόλος σας στο «Άρωμα γυναίκας»; Η θεατρική μεταφορά του έργου στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από την ταινία που το έκανε έγινε διάσημο με τον Αλ Πατσίνο στον πρώτο ρόλο.
Είμαι η θεία του τυφλού λοχαγού. Είναι μικρός ρόλος, αλλά νόστιμος και του γούστου μου. Θα έλεγα ότι δεν είναι ένα πρόσωπο σημαντικό, αλλά είναι ο μόνος άνθρωπος που τον φροντίζει. Συμπονεί τον Φάουστο και τον έχει αναλάβει από τότε που έπαθε αυτή τη ζημιά στην όραση του. Αυτός της φέρεται απαίσια. Δεν τη λογαριάζει καθόλου, αλλά αυτή είναι εκεί. Προσπαθεί να τον βοηθάει και δεν ξέρουμε τίποτα άλλο για την ζωή της. Ξέρουμε μόνο αυτή τη σχέση που έχει με τον ανιψιό της και προσπαθεί να κάνει τα χατίρια του, να μην τον εκνευρίζει. Ωστόσο αυτός ξεσπάει στην καημένη θεία, που είναι λίγο κωμικοτραγική μέσα σε αυτή την κατάσταση.

Ξένια Καλογεροπούλου. Φωτογραφία: Γιώργος Βελλής
Δύσκολος χαρακτήρας, έχει κυριολεκτικά και μεταφορικά το σκοτάδι μέσα του.
Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να δεχτεί την τυφλότητα. Προσπαθεί να αντιμετωπίζει τη ζωή του σαν να μην είναι τυφλός, πράγμα που δεν γίνεται. Θα μπορούσα κι εγώ να σας μιλήσω για αυτό, αλλά εγώ κάτι βλέπω, δεν είμαι τυφλή. Απελπισμένος όπως είναι, θέλει να πεθάνει. Ευτυχώς σμίγει με μια κοπέλα και η ζωή γίνεται πιο γλυκιά παρά το μαρτύριο του.
«Είχα δει το έργο στον κινηματογράφο, στην ιταλική εκδοχή με τον Βιτόριο Γκάσμαν. Δεν έχω δει την εκδοχή με τον Αλ Πατσίνο. Τον Βιτόριο Γκάσμαν τον είχα γνωρίσει κάποτε εδώ στην Πρεσβεία της Ιταλίας και κάναμε λίγο παρέα.»
Εσείς νιώθετε κάποια εγγύτητα προς αυτό το χαρακτήρα, προς αυτό το έργο;
Με διασκεδάζει ο ρόλος από την πρώτη στιγμή που τον ανέλαβα. Είναι αστεία η θεία του Φάουστο και αυτό μου αρέσει. Προσπαθεί να βοηθήσει, τα μπερδεύει κιόλας. Είναι σε μια αμηχανία. Είχα δει το έργο στον κινηματογράφο, στην ιταλική εκδοχή με τον Βιτόριο Γκάσμαν. Δεν έχω δει την εκδοχή με τον Αλ Πατσίνο. Τον Βιτόριο Γκάσμαν τον είχα γνωρίσει κάποτε εδώ στην Πρεσβεία της Ιταλίας και κάναμε λίγο παρέα για μερικές ημέρες, είχαμε βγει στα μπουζούκια. Εξαιρετικά συμπαθητικός.
Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στην παράσταση;
Μου πρότεινε να παίξω ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης που σκηνοθετεί την παράσταση. Είναι υπέροχος, δούλευα μαζί του δύο χρόνια στο The Humans και με γνωρίζει καλά. Με πρότεινε για το ρόλο και με περιθάλπει με πολύ τρυφερότητα. Είναι όλοι οι ηθοποιοί εξαιρετικοί.
Επειδή αυτό το έργο έχει μια αύρα κινηματογραφική, λόγω της επιτυχίας που σημείωσε στον κινηματογράφο, να σας ρωτήσω πώς νιώθετε σήμερα για τις κινηματογραφικές σας δουλειές; Έχετε γυρίσει και ξένες ταινίες, αλλά ο κινηματογράφος δεν σας κέρδισε ποτέ όπως το θέατρο.
Η πιο σημαντική ταινία που έχω κάνει είναι το «Πριν τα μεσάνυχτα», με εξαιρετικούς συνεργάτες και είναι από τα πιο ωραία πράγματα που έχω ζήσει στο σινεμά. Σίγουρα δεν τη συγκρίνω με καμία άλλη εμπειρία μου. Αυτό ήταν το σινεμά όπως το ονειρευόμουν. Είχαν προηγηθεί το «Συνέβη στην Αθήνα», που ήταν μια πολύ κακή ταινία, η γαλλική «Τα σκυλιά μέσα στη νύχτα» – είχα τσακωθεί με το σκηνοθέτη και δεν πήγα να το δω – το αγγλικό «Casablan» του Λάρι Φρις. Είχα κάνει κάποτε και μια γερμανική τηλεταινία, που πρέπει να ήταν κακή.
Αγαπώ πολύ το σινεμά – σαν θεατής είμαι απαρηγόρητη που δεν μπορώ να βλέπω σινεμά. Αλλά και σαν ηθοποιός το αγαπώ. Μόνο που το σινεμά συνήθως δεν γινόταν με τον τρόπο που θα ήθελα. Γίνονταν είτε λίγο βιαστικά οι ταινίες – πολύ βιαστικά καμιά φορά – είτε τα σενάρια σπανίως μου άρεσαν. Μάλιστα, μια φορά είχα φτιάξει ένα στόρι για σενάριο και το πρότεινα σε έναν παραγωγό και μου είπε: «Πολύ ωραίο, έχει και σασπένς και γέλιο και συγκίνηση. Πάρα πολύ καλό, αλλά βρε παιδί μου είναι λίγο πρωτότυπο». Έπρεπε να είναι όλα ίδια! Ξέρεις, ήταν οι «συνταγές» που έκανα: καμιά κακομαθημένη, πλούσια κοπέλα που ερωτευόταν ένα τίμιο νέο ή μια τίμια φτωχή κοπέλα που τα έφτιαχνε με κάποιον νέο. Ήταν περίπου οι ίδιες ιστορίες.
«Κάνω ό,τι μπορώ, ακόμα πάω και κολυμπάω, κάνω γυμναστική, για να βοηθήσω τον εαυτό μου, αλλά δεν είναι και εύκολο, γιατί είναι πια πέντε χρόνια που έχασα την όρασή μου».
Όμως κοιτώντας πίσω, αυτές οι ταινίες αποτελούν την καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής. Πάντα είχαν σπιρτάδα οι ταινίες σας, ειδικά το «Γάμος αλά ελληνικά», για το οποίο βραβευτήκατε με το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ήταν νόστιμη ταινία. Τότε όσο ήμουν στη Θεσσαλονίκη, στο φεστιβάλ και προβλήθηκε η ταινία, δεν πίστευα πως θα πάρω βραβείο και αποφάσισα να φύγω. Ήμουν στο αεροδρόμιο για να πάρω το αεροπλάνο, να γυρίσω στην Αθήνα γιατί είχα γύρισμα την επόμενη μέρα με τους Γάλλους και με σταμάτησαν. Μου είπαν «γύρνα πίσω, έχεις να πάρεις ένα βραβείο». Τότε ο μεγάλος υποστηρικτής μου ήταν ο Γιώργος Τζαβέλας. Και έτσι γύρισα πίσω, πήρα το βραβείο μου και έφυγα την επόμενη μέρα.
Συμπαθώ πολύ την πρώτη μου ταινία, την «Κυρά μας τη μαμή», όπως και την τελευταία μου ελληνική που έκανα με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα», όπου έπαιζα έναν ρόλο πολύ διαφορετικό, έκανα ένα αλητάκι. Αυτή ήταν η τελευταία μου ελληνική ταινία. Έχω κάνει και μία ωραία μικρού μήκους με την Στέλλα Σερέφογλου, τη «Μία», που την αγάπησα πολύ. Είναι η τελευταία που έκανα ενώ έβλεπα κανονικά.

Ξένια Καλογεροπούλου. Φωτογραφία: Γιώργος Βελλής
Ωστόσο δεν υπάρχει χρονιά που να μην είστε στο θέατρο.
Κάνω ό,τι μπορώ, ακόμα πάω και κολυμπάω, κάνω γυμναστική, για να βοηθήσω τον εαυτό μου, αλλά δεν είναι και εύκολο, γιατί είναι πια πέντε χρόνια που έχασα την όρασή μου. Και όταν χάνεις την όρασή σου, δεν είσαι ανεξάρτητος να κινηθείς, οπότε περιορίζεσαι.
Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ο κίνδυνος να κλειστούμε στον εαυτό μας. Εσείς δεν το κάνατε.
Βεβαίως όχι. Εγώ δεν κλείνομαι, είμαι ανοιχτή και οι άλλοι δυσκολεύονται λίγο με μένα. Αλλά είμαι πολύ ευγνώμων για τη σημασία που μου δίνουν και την τρυφερότητα. Εδώ στο σπίτι έχω τη Λούντα που με φροντίζει πάρα πολύ. Θέλω λίγο ντάντεμα – όχι λίγο, πολύ. Και τη Μαρούλα, τη γάτα μου που όλο δαγκώνει. Αλλά είναι κι αυτό το σπίτι, το αγαπώ πάρα πολύ- εδώ είχαμε ζήσει με τον Κωστή. Ζήσαμε μαζί σαράντα χρόνια, νομίζω. Το φαντάζεστε; Σαράντα χρόνια, δεν είναι απίστευτο; Και μου λείπει βέβαια πολύ, αλλά χαίρομαι που είμαι σ’ αυτό το σπίτι.
«Τα βιβλία που έγραψα μόνη μου και πολλά από τα θεατρικά που έγραψα μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο, ναι όλα αυτά είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο υπήρξα και υπάρχω ακόμη».
Το βιβλίο που γράψατε για τον άντρα σας, το «Γράμμα στον Κωστή», άλλο και αυτό για το παιδικό θέατρο, το «Πριν τα ξεχάσω. Μισός αιώνας θέατρο για παιδιά» είναι οι αναμνήσεις μιας ζωής που τις μοιράζεστε με όλους. Μια πλούσια παρακαταθήκη που πρέπει να διαφυλαχθεί.
Για κάθε βιβλίο λέω: ας κάνουμε τώρα αυτό και βλέπουμε. Αλλά το «Γράμμα στον Κωστή», βέβαια ήταν για μένα κάτι πολύ σημαντικό. Πέρασα δύο χρόνια χωμένη σε αυτό και με βοήθησε πάρα πολύ. Τα βιβλία που έγραψα μόνη μου και πολλά από τα θεατρικά που έγραψα μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο, ναι όλα αυτά είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο υπήρξα και υπάρχω ακόμη. Φέτος στην Πόρτα ανεβαίνει πάλι ένα θεατρικό μου, η Ελίζα και αυτό με συγκινεί, γιατί είναι ένα έργο που το είχα αγαπήσει πολύ.
Με τι άλλο ασχολείστε αυτή την εποχή;
Τώρα ετοιμάζω ένα Picture Book όπου έχω γράψει το κείμενο μαζί με τον ανιψιό μου, τον Φίλιππο Φωτιάδη. Είναι όλο ζωγραφιά με πολύ λίγα λόγια, τα οποία όμως δουλεύουμε μήνες τώρα με αφορμή ένα σκανδιναβικό λαϊκό παραμύθι που λέγεται «Η κουρελουσκουφού». Παράξενο παραμύθι, αλλά μου αρέσει πολύ. Και ανυπομονώ να ετοιμαστεί και να το δούμε να υπάρχει.
Τις ζωγραφιές μου τις περιγράφει μία προς μία ο Φίλιππος. Ξέρω δηλαδή σε κάθε σελίδα ακριβώς τι ζωγραφιά θα υπάρχει, που θα πέφτει το κείμενο, είναι όλο πολύ μελετημένο. Τώρα αν κάποτε θα μπορέσω να το δω, δεν ξέρω. Κάνω ασκήσεις που υποτίθεται ότι βοηθούν για να βλέπεις από κοντά, αλλά αυτό απαιτεί μήνες άσκηση. Δεν ξέρω και αν θα λειτουργήσει. Προσπαθώ να κάνω ό, τι μπορώ, το παλεύω.
Είναι σημαντικό για εσάς που βρίσκεστε ανάμεσα σε νέους ανθρώπους;
Πάρα πολύ σημαντικό για την ηλικία που είμαι. Μπήκα στα 90. Είναι καταπληκτικό ότι έχω πολλούς καινούργιους φίλους που γνώρισα πρόσφατα με τους οποίους έχω πάρα πολύ ωραίες σχέσεις. Μόνο που δεν προλαβαίνουν να βλεπόμαστε πολύ, γιατί ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι που είναι νέοι και ζωντανοί, έχουν τώρα γυρίσματα και πρόβες. Κάπου τους χάνω λιγάκι. Το θεατρικό είναι πολύ σπουδαίο που υπάρχει, γιατί συμμετέχουν άνθρωποι εξαιρετικοί που ταιριάζω μαζί τους.
Από όλη αυτή τη διαδρομή, τη μεγάλη και πολύ δημιουργική που έχετε διανύσει, τι κρατάτε;
Είναι πάρα πολλά. Σε σχέση με το θέατρο, ήταν σημαντική η στιγμή που άνοιξα το Θέατρο Πόρτα. Γιατί τότε είχα κάνει το θίασο για παιδιά και με τα χρήματα που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου και έφταναν για να πάρω ένα διαμέρισμα, επέμενα να πάρω ένα θέατρο. Μου λέγανε «δεν παίρνεις ένα διαμέρισμα», θέλω να πάρω ένα θέατρο, έλεγα εγώ. Και πώς θα πάρεις θέατρο με λεφτά που είναι για διαμέρισμα; Και εγώ επέμενα γιατί ήθελα να βάλω τον θίασο μου σε ένα χώρο δικό μου.
Μια μέρα παρουσιάστηκε ένας μεσίτης και μου λέει «Υπάρχει ένα σινεμά, το Odeon, που πουλιέται πάρα πολύ φτηνά, γιατί το έχει μια κυρία που είναι μεγάλη και θέλει να κάνει κάποιες αγαθοεργίες και το πουλάει πάρα πολύ φτηνά». Πήγα εκεί, το είδα. Ήταν τεράστιο σινεμά και όντως ήταν τόσο φτηνό που παίρνοντας ένα δάνειο μπόρεσα και το αγόρασα. Κι έτσι έγινε ο δικός μου χώρος όπου ζήσαμε πολλά και διάφορα και ωραία και οδυνηρά και συναρπαστικά. Και ξεκινήσαμε τότε με μια παράσταση που κάναμε με τον Μίνωα Βολανάκη, το «Ψύλλοι στα αυτιά», που ήταν μεγάλη επιτυχία – ευτυχώς γιατί είχα καταχρεωθεί. Από τότε έχουμε κάνει και επιτυχίες και αποτυχίες και έχουμε ζήσει στιγμές πολύ συγκινητικές αλλά και πολύ οδυνηρές. Έτσι γίνεται πάντα.
Επίσης και τα έργα που έγραψα είναι σημαντικά, όπως ο Οδυσσεβάχ. Το 1972 ανέβασα μια παράσταση για παιδιά, τον «Πινόκιο» – στην επταετία τότε ήταν πολύ μελαγχολικά τα πράγματα και ήθελα κάτι φρέσκο, κάτι αλλιώτικο. Τρώγαμε μια μέρα στη Ραφήνα με τον φίλο μου Σταμάτη Φασουλή και του λέω: «Σταμάτη, τι λες να κάνουμε μια παράσταση για παιδιά; Ωραία θα είναι». Και κάναμε την πρώτη παράσταση που πήγε καλά. Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, κατάλαβα πόσο πολύ πιο σπουδαίο από ότι φανταζόμουν εγώ, μπορεί να είναι το θέατρο για παιδιά. Τότε μου ήρθε η ιδέα του Οδυσσεβάχ όπου ανακάτεψα ένα σωρό παραμύθια και με μεγάλη δυσκολία το έγραψα αλλά και πολύ μεγάλη χαρά. Το πήγα και στον Διονύση Σαββόπουλο και το κάναμε μαζί. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο γεγονός, γιατί ήταν κάτι που είχε βγει όλο μέσα από την ψυχή μου και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Πάντα παίζεται και ξαναπαίζεται σε διάφορες παραστάσεις, ακόμα και στην Ευρώπη, έχει ταξιδέψει πάρα πολύ.
Τα επόμενα έργα ήταν η Ελίζα, το Σκλαβί, που δούλευα για δύο χρόνια και ήταν πολύ σημαντικό για μένα και πολύ εντυπωσιακή εμπειρία, γιατί είχε πολλά επίπεδα. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν τόσα ωραία πράγματα να θυμάμαι.

Ξένια Καλογεροπούλου. Φωτογραφία: Γιώργος Βελλής
Από τις παραστάσεις σας με τον Γιάννη Φέρτη, έχετε σε κάποια που κάνατε μαζί, ιδιαίτερη αδυναμία;
Να σας πω, ήμασταν πολύ νέοι και κάναμε και πολλές ανοησίες, αλλά περάσαμε και καλά. Η πρώτη παράσταση που κάναμε στην Αθήνα με τον Γιάννη ήταν ο «Γλάρος» του Τσέχωφ. Τότε έκανα τη μετάφραση του έργου μαζί με τη μαμά μου που ήταν Ρωσίδα. Μετά από πολλά χρόνια, ξαναπαίξαμε το έργο με τον Κούρκουλο. Η μετάφραση δεν μου άρεσε και την ξαναέκανα από την αρχή. Και μετά από χρόνια ανέβασε το έργο η Μπέτυ Αρβανίτη και πάλι η μετάφραση που είχα κάνει δεν μου άρεσε και την έκανα όλη από την αρχή.
Είχα μάθει τον «Γλάρο» απ’ έξω στα ρώσικα για να νιώθω τον ήχο και τις λεπτομέρειες. Όπου είχα μια απορία με βοηθούσε η κουμπάρα μου, Άλκη Ζέη. Είχα ένα πρόβλημα στη σκηνή της Νίνας που έπαιζα κι εγώ, η οποία λέει: «Εγώ είμαι ένας γλάρος». Κι έμεινε αυτή η φράση. Την είπα δύο φορές, αλλά αδύνατον, δεν μπορείς να παίξεις πάνω σε αυτή τη φράση. Έσπασα το κεφάλι μου μετά από τόσα χρόνια και το βρήκα: «Ένας γλάρος είμαι». Τι είμαι; Ένα πουλί που το σκοτώσανε. Τρεις φορές έκανα αυτή τη μετάφραση και όλο την διόρθωνα από την αρχή. Τώρα πια είμαι περήφανη γι’ αυτή, δεν έχει ψεγάδι πια. Ωραία δουλειά η μετάφραση αλλά πρέπει να παιδευτείς για να τη μάθεις.
Ο σύζυγός σας σάς ενθάρρυνε πάντα να γράφετε.
Μέχρι που τον ζάλιζα καμιά φορά. Όταν έκανα την «Ελίζα», του διάβαζα μια σκηνούλα να μου πει τη γνώμη του και δεν το άντεχε πια. Μετά όμως είχα τον Θωμά να μου λέει τη γνώμη του και άφησα ήσυχο τον Κωστή, αν και πάντα το χαιρόταν. Ήμουν πολύ τυχερή που τον συνάντησα. Έζησα σαράντα χρόνια μαζί του καταπληκτικά.
Το λέτε συχνά.
Είναι σημαντικό και δυνατό πράγμα. Ξαναλέω ότι ήμουν πολύ τυχερή που τον συνάντησα. Τι άλλο θέλετε να ρωτήσετε;
Αισθάνεστε πλήρης από τη ζωή σας;
Αν είμαι πλήρης; Διψάω ακόμα για πολλά, αλλά τι να κάνουμε; Όλοι μου λένε, πώς είσαι, τι κάνεις; Ό,τι μπορώ.
Αγορα εισιτηρίων για τις κορυφαίες πολιτιστικές εκδηλώσεις στο in tickets.






