«Όπως πολλοί άλλοι, μετακόμισα από το Λονδίνο στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας για τον ήλιο, τον τρόπο ζωής και τις φορολογικές ελαφρύνσεις. Ωστόσο, καθώς αυξάνονται οι εντάσεις με τους ντόπιους που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, πολλοί από εμάς αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε αν κάνουμε περισσότερο κακό παρά καλό…». Με αυτή τη φράση ξεκινάει η εξομολόγηση της Άλεξ Χόλντερ στη βρετανική εφημερίδα The Guardian, στο άρθρο με τίτλο «Υπάρχει μια αλαζονεία στον τρόπο με τον οποίο κινούνται στην πόλη»: μήπως ήρθε η ώρα για τους ψηφιακούς νομάδες όπως εγώ να φύγουν από τη Λισαβόνα;», που παρουσιάζει μέσα από την προσωπική ιστορία της υπογράφουσας αλλά και μαρτυρίες διαφορετικών τύπων «ψηφιακών νομάδων» ένα ζωηρό ρεπορτάζ για την κατάσταση διαβίωσης Πορτογάλων και ξένων, ιδιαίτερα προνομιούχων, εργαζομένων στη Λισαβόνα.
Μοντέρνος αποικισμός
Το όνειρο της «εξωτικής» ζωής σε μια πόλη της Μεσογείου όπου κανείς απολαμβάνει μοναδικά προνόμια ως μετανάστης του ευρωπαϊκού βορρά εις βάρος των ντόπιων του ευρωπαϊκού νότου, καταρρέει με το αφήγημα του μοντέρνου αποικισμού που είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, είχε μαγέψει τη Βρετανίδα συγγραφέα του άρθρου συντελώντας ουσιαστικά στην απόφασή της να αφήσει το Λονδίνο πριν το Brexit.
Με ψυχραιμία και διάθεση αυτοκριτικής, η Άλεξ Χόλντερ περιγράφει τους λόγους που την οδήγησαν να φύγει από τη χώρα της με την οικογένειά της. Παράλληλα στηλιτεύει τη δυναμική των ψηφιακών νομάδων («digital nomads») ως μία οικονομική και πολιτισμική τάξη που αλλάζει ριζικά τον αστικό χώρο και έχει συνυπευθυνότητα για μία ταξική αδικία εις βάρος των Πορτογάλων, που δεν περνάει απαρατήρητη από την κοινότητα των ντόπιων. Σε κάθε περίπτωση οι «καλοπροαίρετοι» ξένοι μπορεί να λειτουργούν αποικιοκρατικά χωρίς να το αντιλαμβάνονται, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για ξενοφοβικά και εθνικιστικά αφηγήματα που τροφοδοτούν την αισθητή άνοδο της ακροδεξιάς στην Πορτογαλία. Με βάση τα στοιχεία που παρέχει στο άρθρο η εταιρεία Paco του Κρις Τζόουνς, η οποία παρέχει βοηθητική υποστήριξη (επισκευές ζημιών στο σπίτι, υπηρεσίες καθαρισμού, εύρεση νταντάδων, πληρωμή λογαριασμών κοινής ωφελείας και ξεναγήσεις σε ακίνητα) σε νεοφιχθέντες ξένους έναντι 329 ευρώ το μήνα, οι ξένοι κάτοικοι στην Πορτογαλία αγγίζουν σήμερα πληθυσμιακά το 1,5 εκατομμύριο από 450.000 που ήταν πριν από 6 χρόνια, το 2019.

@Pixabay
«Τα τελευταία πέντε χρόνια, ζω σε ένα διαμέρισμα σε ένα τετραώροφο κτίριο που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου στην παστέλ χρωματικά περιοχή της Λάπα, στη Λισαβόνα. Δουλεύω από το γραφείο μου στο σπίτι, με θέα τα φύλλα της φοινικιάς έξω από το παράθυρο, ενώ συνδέομαι μέσω Zoom με διαφημιστικές εταιρείες του Λονδίνου, για τις οποίες πληρώνομαι σε λίρες σε τραπεζικό λογαριασμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στον πάνω όροφο, ένας από τους γείτονές μου βγάζει λεφτά από τη Γαλλία, ενώ στον κάτω όροφο ένας άλλος προσφέρει οικονομικές συμβουλές σε μια πλειάδα διεθνών πελατών», περιγράφει ειδυλλιακά η Χόλντερ.
«Στο διαμέρισμα ακριβώς απέναντι, τρεις Σκανδιναβοί σχεδιαστές ψηφιακών μέσων εργάζονται εξ αποστάσεως για πελάτες στις χώρες καταγωγής τους. Όλα τα παιδιά σχολικής ηλικίας φοιτούν σε διεθνή ιδιωτικά σχολεία. Το κτίριο, επενδυμένο με φθαρμένα πορτογαλικά πλακάκια, ανήκει σε μια πορτογαλική οικογένεια. Οι εργαζόμενοι που κάνουν τηλεργασία ζουν ανάμεσα τέσσερα αδέλφια, ηλικίας 60 ετών και άνω, που κατοικούν σε κάθε όροφο. Το κτίριο αφηγείται μια τυπική ιστορία της δημογραφικής σύνθεσης της περιοχής: Πορτογάλοι που έχουν επωφεληθεί από κληρονομική περιουσία και ξένοι που κερδίζουν εισοδήματα από το εξωτερικό».
Φοροαπαλλαγές και…τουρισμός
Γιατί όμως έχουν μετακομίσει πραγματικά οι βορειοευρωπαίοι στον λιπόσαρκο οικονομικά, ευρωπαϊκό νότο; «Αυτό που κανείς δεν λέει ρητά είναι ότι βρίσκονται εδώ για τη φοροαπαλλαγή που προσφέρεται. Μετακομίζοντας στην Πορτογαλία πριν από το Brexit με τον σύντροφό μου, καλλιτεχνικό διευθυντή, και τον τριών ετών γιο μας, διαπιστώσαμε ότι ήταν εκπληκτικά εύκολο να γίνουμε μόνιμοι κάτοικοι. Ως ελεύθεροι επαγγελματίες και διευθυντές των δικών μας εταιρειών, μας χορηγήθηκε βίζα μη μόνιμης διαμονής, ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της οποίας είναι ότι δεν πληρώνουμε φόρο εισοδήματος για τα εισοδήματα που προέρχονται από το εξωτερικό», εξηγεί η Άλεξ Χόλντερ.
«Αυτού του είδους οι βίζες έχουν σχεδιαστεί για να προσελκύσουν επιθυμητούς αλλοδαπούς», εξηγεί η Φαμπιόλα Μαντσινέλι, ανθρωπολόγος και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, με ειδίκευση στην κινητικότητα και τον τουρισμό. «Οι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν ότι είναι οικονομικά ανεξάρτητοι, ότι βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη εισοδηματική κλίμακα και ότι διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Αναμένεται να φέρουν μαζί τους τη δουλειά τους, ώστε να μην πάρουν τη θέση ενός ντόπιου. Και, σε αντάλλαγμα για αυτό, συχνά απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος».
Παρά την αρχική υπέροχη εντύπωση της ηλιόλουστης Λισαβόνας σε σύγκριση με το γκρίζο και προβληματικό στην κοινωνική καθημερινότητά του, Λονδίνο, τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν, παρατηρεί η συγγραφέας του άρθρου.
Δύο διαφορετικοί κόσμοι
«Τα τελευταία δύο χρόνια, κάτι με απασχολούσε μέσα μου, όπως και στα τραμ που περνούσαν θορυβωδώς μπροστά από το παράθυρό μου. Το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Η πολιτική αλλαγή. Η σιωπηλή συνειδητοποίηση ότι οι πλουσιότεροι κάτοικοι είναι συχνά αυτοί που συνεισφέρουν λιγότερο. Πρόσφατα, η ανησυχία μου επιβεβαιώθηκε: η Λισαβόνα ανακηρύχθηκε η πιο ακριβή πρωτεύουσα της Ευρώπης όσον αφορά τη στέγαση, από το Numbeo, τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων για το κόστος ζωής στον κόσμο. Τον ίδιο μήνα, το ακροδεξιό κόμμα Chega, με την απροκάλυπτα ρατσιστική ρητορική του, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο. Εν τω μεταξύ, οι τιμές των ακινήτων εκτοξεύτηκαν, φτάνοντας σε μια συγκλονιστική αναλογία τιμής προς μισθό 21:1. Σε ορισμένα μέρη, ένας καφές flat white κοστίζει πλέον 5 ευρώ».

Λισαβόνα @Pixabay
Η συνειδητοποίηση της ακάματης και προνομιακής ζωής εις βάρος των ταλαιπωρημένων μισθολογικά κατοίκων της πορτογαλικής πρωτεύουσας που πληρώνουν κανονικά φόρους στο πορτογαλικό κράρος, μπορεί να προέκυψε αργά για την Άλεξ Χόλντερ, ωστόσο είναι γεγονός. Ένας Αθηναίος ενδεχομένως να ταυτιστεί με αυτή την ιστορία καθώς ψάχνει να νοικιάσει διαμέρισμα ανάμεσα στα δεκάδες Airbnb του κέντρου ή να κάνει οικονομία στους καφέδες που παραγγέλνει στη δουλειά, ακόμα κι αν δεν προτιμάει «flat white», αλλά έναν απλό ελληνικό ή φραπέ.
Ο Πίτνεϊ, σχεδιαστής που δεν μπορούσε να αγοράσει διαμέρισμα στην πόλη του λόγω των υψηλών τιμών, εργάζεται σε ένα γραφείο στη Λισαβόνα που νοικιάζει μαζί με έναν άλλο Βρετανό σχεδιαστή. Αυτή τη στιγμή δουλεύει για μια εταιρεία της Νέας Υόρκης. «Με αρκετή αλαζονεία και χωρίς να καταλαβαίνω πραγματικά τις συνέπειες, έλεγα άνετα στους φίλους μου στην πατρίδα μου, πρέπει να μετακομίσετε κι εσείς εδώ!».
Είναι ένας τρόπος ζωής για τον οποίο πολλοί νεοαφιχθέντες είναι πρόθυμοι να καυχηθούν: τα καλύτερα σημεία για σέρφινγκ στην Ευρώπη, ηλιόλουστα καφέ, σχολεία που «βγάζουν» δίγλωσσα παιδιά, απογευματινά παιχνίδια τένις, παραλία μετά τη δουλειά. Περπατήστε στις κεντρικές συνοικίες της Λισαβόνας, Ράτο, Λάπα ή Σάντος στις 2 το μεσημέρι μιας Πέμπτης και ίσως αναρωτηθείτε με τι ασχολούνται οι άνδρες που φορούν γιλέκα στα παράθυρα των ηλιόλουστων καφέ, το υπόλοιπο της ημέρας τους. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ποιος πηγαίνει στο στούντιο για πιλάτες που χρεώνει 35 ευρώ το μάθημα σε μια χώρα όπου το 60% των φορολογουμένων κερδίζει λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα;
«Τα μαγαζιά για brunch έχουν καταλάβει τα πεζοδρόμια», λέει η Πορτογαλέζα Ινές, 60 χρονών. «Οι ξένοι με προσπερνούν στο σούπερ μάρκετ, έχουν το κεφάλι τους κατεβασμένο στο κινητό τους και δεν μου αφήνουν χώρο να περάσω καθώς περπατάω στο δρόμο. Υπάρχει μια αλαζονεία στον τρόπο που κινούνται στην πόλη». Αυτό το παράπονο είναι ευδιάκριτο στους Πορτογάλους που βιώνουν τον (ασυνείδητο) αποικισμό της πόλης τους από τους καλοπληρωμένους ξένους του εξωτερικού και βρίσκεται και στον τίτλο του άρθρου στον Guardian.
«Αυτό που περιγράφει η Ινές, το νιώθω και εγώ», λέει η Άλεξ Χόλντερ, αναφέροντας δύο διαφορετικούς κόσμους. «Δύο διαφορετικές κοινότητες που μοιράζονται τους ίδιους δρόμους, αν και σίγουρα όχι τα ίδια καφέ». Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στη Λισαβόνα που βγάζουν τα χρήματά τους από αλλού: δολάρια Αμερικής, λίρες Αγγλίας, κουάνζες Αγκόλας, ακόμη και ευρώ που κερδίζουν από αγορές εργασίας όπου οι ημερήσιες αμοιβές των ελεύθερων επαγγελματιών είναι πολύ υψηλότερες, όπως το Άμστερνταμ ή το Παρίσι.

«Γενικά, περνούν τις μέρες τους καθισμένοι στο σπίτι, σε ένα μικρό γραφείο κάτω από ένα κλειστό παράθυρο, ή σε έναν κοινόχρηστο χώρο εργασίας όπου όλες οι επιγραφές είναι στα αγγλικά. Αυτοί οι εξ αποστάσεως εργαζόμενοι, ο καθένας από τους οποίους φέρνει χρήματα από το εξωτερικό, δημιουργούν μαζί μια απομονωμένη οικονομία. Χωρίς δεσμούς με γραφεία και χωρίς συναδέλφους που να συναντούν από κοντά, η κοινότητά τους είναι διαχωρισμένη από τον πλούτο και περιφραγμένη από τη γλώσσα.» Αυτή είναι ίσως και η πιο σημαντική παραδοχή για τους ψηφιακούς νομάδες – βούτυρο στο ψωμί της ακροδεξιάς ρητορικής που αποκτά έδαφος εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας που χτυπά τον μέσο Πορτογάλο εργαζόμενο.
Κοινωνική διαμαρτυρία
Οι ξένοι αγοραστές στη Λισαβόνα πληρώνουν, κατά μέσο όρο, 82% περισσότερο ανά ακίνητο από τους ντόπιους αγοραστές και οι τοπικές επιχειρήσεις έχουν ανταποκριθεί σε γενικές γραμμές στις ανάγκες των πλούσιων ξένων. Χρόνο με το χρόνο η Λισαβόνα μοιάζει ολοένα και πιο «εξευγενισμένη» από ανθρώπους που εργάζονται σε διαφημιστικές εταιρείες και ασφαλιστικές εταιρείες. «Ακόμη και εκείνοι που κερδίζουν ένα μέσο ημερήσιο μισθό για τον κλάδο του ντιζάιν στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν, μέχρι πρόσφατα, να ζουν πολυτελή ζωή εδώ», παρατηρεί η Χόλντερ.
Αν ο αστικός ιστός αρχίσει να ξεφεύγει από την παραδοσιακή υφή του, γιατί το χάσμα μεταξύ των αστικών τάξεων μεγαλώνει, εντείνεται και η οργή της κοινωνικής της βάσης που είναι οι δυσαρεστημένοι ντόπιοι ως επί το πλείστο. Το πολιτικό «pushback» είναι αναπόφευκτο. «Καθώς η πόλη αλλάζει, κατάστημα το κατάστημα, δολάριο το δολάριο, η οργή είναι κατανοητή. Στις 5 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε διαμαρτυρία έξω από ένα κτίριο που αγοράστηκε πρόσφατα από έναν Γερμανό ξενοδόχο. Αφού επέδωσε ειδοποίηση έξωσης στους ενοικιαστές του ισογείου – ένα κατάστημα Ginjinha, ένα από τα παλαιότερα καταστήματα της πόλης, που πουλά παραδοσιακό πορτογαλικό λικέρ – ο ξενοδόχος φέρεται να σχεδίαζε να το αντικαταστήσει με μια εκδοχή τύπου Ντίσνεϊ που θα ανήκε στο ίδιο το ξενοδοχείο. Όπως λέει ο Ντέιβ Κουκ, ανθρωπολόγος στο UCL: «Αν πας σε ένα μέρος για να επωφεληθείς από το χαμηλότερο κόστος ζωής, δημιουργείς ανισότητες και θα υπάρξει πολιτική αντίδραση».
Ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από τη νέα τάξη πραγμάτων στη Λισαβόνα; Κερδίζονται τα όνειρα των κατοίκων, ντόπιων και ψηφιακών νομάδων ή χάνονται στην κοινωνική διαπάλη; Η αλήθεια κρύβεται πίσω από τα ηλιόλουστα καφέ και τα fitness studios. Το θέμα είναι αν ντόπιοι και ξένοι μοιράζονται τον ίδιο αέρα πολιτισμικότητας στην καθημερινή ζωή τους.
Σημειώνει η Άλεξη Χόλντερ: «Η έλλειψη ενσωμάτωσης των προνομιούχων ξένων στην τοπική κοινωνία, που οφείλεται στην οικονομική αυτονομία, σημαίνει ότι δεν είμαι η μόνη εξ αποστάσεως εργαζόμενη που αισθάνεται απομονωμένη. Τι συμβαίνει όταν οι κοινόχρηστοι χώροι της λεγόμενης κοινότητάς σου είναι ηλιόλουστα καφέ και μπουτίκ γυμναστήρια; Τι σημαίνει να μην κάνεις ποτέ εθελοντισμό, να μην περνάς χρόνο με ηλικιωμένους, να χρησιμοποιείς σπάνια τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή να μην διαβάζεις τις τοπικές ειδήσεις; Σημαίνει αποσύνδεση από την κουλτούρα που διαμορφώνει την καθημερινή ζωή. Στη Λισαβόνα, δεν μπορώ να εργαστώ για έναν δημόσιο φορέα, δεν μπορώ να επανεκπαιδευτώ, να υιοθετήσω μια άποψη ή να γράψω στον τοπικό πολιτικό εκπρόσωπο απαιτώντας αλλαγή. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι αρκετά ενσωματωμένη για να ανταποδώσω με τον ίδιο τρόπο που απολαμβάνω οφέλη». Τελικά, το όνειρο της τηλεργασίας σε ένα ειδυλλιακό τόπο έχει και τα όριά του.







