Ήταν 11 Ιουνίου του 1835 όταν έφυγε από τη ζωή ο ήρωας του ναυτικού αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και πρωταγωνιστής στις ευρύτερες εξελίξεις για την ανεξαρτησία των Ελλήνων, ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης.

Γεννήθηκε το 1769 με το όνομα Ανδρέας Βώκος. Τόπος καταγωγής του ήταν η Εύβοια, την οποία όμως αναγκάστηκε να εγκαταλήψει με την οικογένειά του και να εγκατασταθεί στην Ύδρα.

Από νεαρή ηλικία ο Μιαούλης είχε θέσει ως μοναδικό στόχο στη ζωή του να γίνει καπετάνιος και το πραγματοποίησε μέσω της πειρατείας στα τουρκοκρατούμενα νερά του Αιγαίου.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 11.5.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» &«ΤΑ ΝΕΑ

Όπως γράφει ο Σπύρος Μελλάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 11ης Μαΐου 1931:

«Την ώρα που σ’ άλλα μέρη, τα παιδιά της ηλικίας τους σκύβουν ακόμα στα μαθητικά τους τετράδια, τούτοι βγαίναν στα πέλαγα. Έχουν ακονισμένους σαλτιρμάδες στο ζωνάρι του, βαρειά τρομπόνια και πελέκια για τα ρεσάλτα. Ο Μιαούλης καπετάνιος σε κουρσάρικο, αμούστακος, όπως ο Κολοκοτρώνης στα βουνά του Μωριά.

(…)

»Τ’ όνομα του καραβιού του το κόλλησαν παρατσούκλι. Και το παρατσούκλι τούμεινε κ’ επίθετο. Το Βώκος έσβυσε».

Ο Μιαούλης απέκτησε φήμη και δύναμη ως πλοιοκτήτης στο Αιγαίο και αν και αρχικά, όπως και οι υπόλοιποι Υδραίοι, φάνηκε διστακτικός εν τέλει έθεσε με πάθος και αυταπάρνηση τις υπηρεσίες του στον Αγώνα για την Ελευθερία.

Φιλόδοξος και τολμηρός

To ΒΗΜΑGAzino της 20ης Ιουνίου 2020 δημοσίευσε απόσπασμα μιας έκδοσης της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» για τον Ανδρέα Μιαούλη.

«Τυπική σταδιοδρομία φιλόδοξου και τολμηρού ναυτικού της περιόδου είναι εκείνη του Ανδρέα Μιαούλη, όπως την περιγράφουν οι Ντίνα Αδαμοπούλου και Αννίτα Πρασσά («Ανδρέας Μιαούλης», εκδ. «Τα Νέα» / Alter Ego). Γεννημένος ως Ανδρέας Βώκος στην Υδρα το 1769, χαρακτήρας ανήσυχος, ριψοκίνδυνος και περιπετειώδης, ναυτολογείται ως «τζόβενο» (ο μούτσος στην τότε ορολογία) από τα δέκα του χρόνια.

»Μεταξύ 1784 και 1795 ανδρώνεται στη θάλασσα και μαζί με τον φίλο του, Μιχάλη Χατζημιχάλη, και τους πειρατές Γουλιέλμο Λορέντζο και Ανδρέα Ανδρούτσο (τον πατέρα του Οδυσσέα) «εληστοπειράτουν κατά τα παράλια της Αιγύπτου αναβάντες μέχρι του Καΐρου».

»Συνεχίζει τις πειρατικές ενέργειές του ακόμα και όταν ο πατέρας του, Δημήτρης Βώκος, του αναθέτει την πλοιαρχία του καραβιού του. Περνώντας από νόμιμες σε παράνομες δραστηριότητες, συνδυασμός διόλου ασυνήθιστος για την εποχή, επιδίδεται συστηματικά στο σπάσιμο του αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι Αγγλοι κατά του Ναπολέοντα και κυριεύεται και αυτός από τη δίψα του κέρδους που καταλαμβάνει τους Ελληνες.

»Τα χρόνια αυτά στην Υδρα καταγράφονται 55-65 πλοία χωρητικότητας πάνω από 45 τόνους και 70-74 μικρότερα. Ο Μιαούλης θα ναυπηγήσει το 1802 στη Βενετία το μεγαλύτερο έως τότε σκαρί του νησιού, τον 498 τόνων «Αχιλλέα».

»Ταξιδεύοντας σε Γένοβα, Λιβόρνο, Κάντιθ, Σμύρνη, Λισαβόνα, αποκομίζει κέρδη της τάξης του 40%-50%, ενίοτε και 100% σε κάθε φορτίο. Παρά την απώλεια του καραβιού το 1804, θα ναυπηγήσει άμεσα άλλο, 240 τόνων. Και παρά την κρίση μετά το 1810, ο Μιαούλης θα συνεχίσει τα ταξίδια και τις επενδυτικές δραστηριότητες όντας πλέον ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της υδραϊκής κοινότητας που θα ηγηθεί το 1821 στον Αγώνα».

Μαύρες στιγμές

Ο Μιαούλης όπως και τα περισσότερα ηγετικά στελέχη της Επανάστασης του 1821 ενεπλάκη και στις δύσκολες στιγμές του ελληνικού εμφυλίου 1823 – 1825 αλλά και των γεγονότων του 1831, στα οποία υπήρξε, δυστυχώς, ένας από τους μεγάλους αρνητικούς πρωταγωνιστές.

Την λαμπρή του προσφορά και πορεία στιγμάτισε η απόφασή του, εν μέσω της εμφύλιας διαμάχης, να ανατινάξει δύο κορυφαίας ισχύος ελληνικά πλοία: τη φρεγάτα«Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα», τον Αύγουστο του 1831.

Ο Ανδρέας Μιαούλης σε νεαρή ηλικία

Τιμές και αξιώματα

Ο Σπύρος Μελλάς γράφει στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 26ης Ιουλίου 1931, για τις τελευταίες ημέρες της ζωής του Ανδρέα Μιαούλη.

«Ο βασιληάς άμα ήρθε σ’ ηλικία και πήρε την εξούσία στα χέρια τίμησε τις υπερεσίες του, τούδοσε το βαθμό του υποναυάρχου, τον έβαλε αρχηγό στον στόλο και στο ναυτικό διευθυντήριο, τον προβίβασε αντιναύαρχο και γενικό επιθεωρητή του στόλου.

»Τέλος τον έβαλε στο συμβούλιο της επικρατείας και τούδοσε με τα χέρια του το μεγαλόσταυρο του σωτήρος.

Κύρος και ταπεινότητα

»Ο λαός τον θάμαζε. Σεβάσμιος, γλυκός τώρα κ’ ανοιχτός σ’ όλους, όσοι χρειάζονταν την υποστήριξή του, ζούσε ήσυχα, μέσα στη στοργή της φαμίλιας του και την αγάπη των φίλων.

»Σεμνά και απλά ιστορούσε – μα πολύ σπάνια – τα δοξασμένα έργα του αγώνα, μιλώντας για τους άλλους αναφέροντας τα ονόματα των συμπολεμιστών του και αφήνοντας στη σκιά τον εαυτό του.

Η υγεία του

»Ο μοναχός ίσκιος πούπεφτε στα λαμπρά τούτα γερατειά και θόλωνε την εικόνα της ευτυχίας ήταν η κατάσταση της υγείας του. Ποτέ δεν ήταν καλή. Οι κόποι κ’ οι περιπέτειες του αγώνα την είχαν κλονίσει βαθειά.

»Το Μάη του χίλια οχτακόσα τριανταπέντε έπεσε άρρωστος βαρειά, με πνευμονία. Κατάλαβε πώς έρχεται ο θάνατος. (…) Πρόσμενε ατάραχος τη στιγμή. Έκαμε ήσυχα τη διαθήκη του και τα θρησκευτικά του χρέη.

Ανδρέας Μιαούλης

Τα τελευταία του λόγια

»Ο βασιληάς πήγε να τον δει. Ό,τι μπόρεσε να του πει μας το παραδίνει ο Σαχίνης. Είναι πάνω κάτω τούτα τα λόγια:

“Λίγο μου μένει να ζήσω ακόμα. Βλέπω τον θάνατο. Μα δε με ταράζει. Από τον κόσμο φεύγω ευχαριστημένος.

Όσα πεθύμησα τα είδα: Την πατρίδα μου λεύτερη και τον θρόνο σου εγγυητή ζωής, τιμής και ιδιοχτησίας του κάθε πολίτη. Οι τιμές που μούκαμε η μεγαλειότης σου κ’ ο πατέρας σου σφράγισαν την ευτυχία μου, τα τελευταία χρόνια της ζωής μου.

Συσταίνω στη μεγαλειότητά σου τους συναγωνιστές μου. Δεν πολέμησαν μονάχα με τον εχθρό. Μα και με την πείνα, τη δίψα και τη στέρηση.

Συσταίνω στην αγάπη σου και τη φαμελιά μου. Της άφηκα παραγγελιά να τιμήσει τη μνήμη μου με την αφοσίωσή της σε σένα”.

»Ο βασιληάς συγκινημένος τού είπε πως αίωνια θα τον συντροφεύει η ευγνωμοσύνη του έθνους για τις υπηρεσίες του. Στις έντεκα του Ιουνίου το βράδυ ξεψύχησε. Ήταν εξηνταέξη χρόνων.

Η ταφή

»Στις δεκατρείς τον σήκωσαν αξιωματικοί της θάλασσας. Ακολουθούσε η φαμελιά του, ο “καγκελάριος” Άρμανσμπεργκ, η ιερά σύνδος, οι αρχές, το διπλωματικό σώμα, φίλοι, συναγωνιστές, και μέγα πλήθος.

»Φέραν το νεκρό με παράτα στην Αγία Ειρήνη, όπου ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Όλη νύχτα ο νεκρός απόμεινε στην εκκλησία με τιμητική φρουρά. Πλήθη περνούσαν να φιλήσουν το λείψανό του.

»Την άλλη μέρα ήρθαν πάλι ο Άρμανσμπεργκ, η φαμίλια του, οι υποργοί, όλες οι στρατιωτικές και πολιτικές αρχές κ’ η ιερά σύνοδος. Τον σήκωσαν με μεγάλη παράτα πεζών και καβαλλάρηδων.

»Μπροστά τραβούσαν έξη κανόνια, πίσω μια νεκροφόρα με τέσσερα μαυροντυμένα άλογα. Τον κατέβασαν στον Πειραιά με μουσική. Πλήθος βάρκες, από τα ελληνικά και τα ξένα πολεμικά, τα εγγλέζικα, τα γαλλικά και τ’ αυστριακά, παράλαβαν το νεκρό και τους επισήμους.

»Σ’ άλλες βάρκες ακολουθούσε το πλήθος. Τα νερά μαύρισαν για μια στιγμή. Η θαλασσινή πομπή τράβηξε κατά την αριστερά πλευρά της μπούκας του λιμανιού. Σιμά στον τάφο του Θεμιστοκλή είχαν ανοίξει το λάκκο.

Αποχαιρετισμός

»Εκεί ψάλθηκε δέηση για τη σωτηρία της ψυχής του. Ο Αργυρόπουλος είπε τον επιτάφιο αποχαιρετισμό:

“Απέθανε τέλος ο Μιαούλης. Θρηνήσατε σεις, όσοι φέρετε το λαμπρόν τούτο όνομα, του οποίου την δόξαν επροστάχθηκτε να εξακολουθήσετε με την αφοσίωσίν σας προς την πατρίδα…

Θρηνήσατε κρατεροί θαλασσινοί των τριών νήσων μάρτυρες της δόξης του και συναγωνισταί του, σεις, επί των οποίων η ευγνωμοσύνη της πατρίδος έθεσε προ πολλού τον στέφανον της αθανασίας!

Σύννεφον πένθους ας σκεπάση την γυμνήν σου κεφαλήν αδάμαστη Ύδρα! Υπερήφανος μεταξύ των κυμάτων που βρέχουν με σέβας τους σκοπέλους σου, δεκατρείς χρόνους απέστειλας τα παιδιά σου ωσάν Σπαρτιάτισσα ν’ αποθάνουν τον υπέρ πατρίδος θάνατον.

Και τα παιδιά σου πειθόμενα εις την φωνήν σου επέστρεψαν θριαμβεύοντα ή ετάφησαν εις τους διαφανείς τύμβους της θαλάσσης. Θάρσει! (…)

Και ημείς, αποθέτοντες τώρα εις το παράλιον τα λείψανα του Μιαούλη πλησίον του Θεμιστοκλέους, εις σε μάλιστα έχομεν ητενισμένα τα όμματά μας.

Στείλε, στείλε με τους ανέμους τας τελευταίας σου ευλογίας και στεναγμούς, στείλε με τα κύματα τα υστερνά σου δάκρυα εις τον τάφον του Μιαούλη.

Και η ψυχή του θέλει σκιρτήσει και θέλει ανταποκριθεί τελευταίον μετ’ ευγνωμοσύνης εις την μητέρα του Ύδραν”.

»Τον κατέβασαν στο μνήμα. Από στεργιά η τάπια και από θάλασσα τα καράβια, ελληνικά και ξένα, ξεπροβόδησαν με κανονιές το μεγάλο τέκνο της θάλασσας στο τελευταίο τούτο ταξίδι.

“Διά πολλήν ώραν – λέει ο χρονογράφος του καιρού – δεν ήκουε τις παρά έναν ακατάπαυστον κρότον”.

»Σε λίγο η μεγάλη μορφή που τόσες φορές είχε φυσήσει με την παρουσία της ψυχή στα καράβια των Ελλήνων και μ’ αλύγιστη θέλησε τα οδηγούσε στους δύσκολους δρόμους της νίκης και της δόξας, σκεπαστή για πάντα κάτω από το χώμα της γης που λευτέρωσε μ’ αγώνες άνισους και σκληρούς».