Μετριοπαθείς προβλέψεις αναφέρουν ότι ο πληθυσμός της Γης θα αγγίξει ή ίσως θα ξεπεράσει, τα 10 δισεκατομμύρια έως το 2050. Η ανθρωπότητα λοιπόν, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα τρόφιμα για την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών του πλανήτη, με τους ίδιους ή ακόμα λιγότερους φυσικούς πόρους από αυτούς που διαθέτουμε σήμερα. Και βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε φυσικούς πόρους, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη διαθέσιμη γη για καλλιέργεια, τις διαθέσιμες ποσότητες νερού, κ.λπ.
Ο οργανισμός FAO (Food and Agriculture Organization) των Ηνωμένων Εθνών έχει υπολογίσει ότι η διαθέσιμη γη για καλλιέργεια βρίσκεται ήδη κοντά στα ανώτατα επιτρεπτά όρια, ενώ, όσο αυξάνεται ο πληθυσμός της γης, τόσο μειώνεται η διαθέσιμες εκτάσεις για καλλιέργεια. Είναι γνωστό ότι στο δάσος του Αμαζονίου κάθε χρόνο αποψιλώνονται περιοχές έκτασης ίσης με 1 εκατομμύριο γήπεδα ποδοσφαίρου κάθε χρόνο, για τη δημιουργία καλλιεργητικών εκτάσεων.
Την ίδια στιγμή, τα αποθέματα νερού μειώνονται δραματικά, σε παγκόσμιο επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, από τα παγκόσμια αποθέματα «γλυκού» νερού, περίπου το 3% μόνο είναι διαθέσιμα στον άνθρωπο για χρήση. Το υπόλοιπο βρίσκεται δεσμευμένο στους πόλους της γης. Από αυτό το 3%, το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιείται στην παραγωγή τροφίμων.
Ενώ η κάλυψη των διατροφικών αναγκών του αυξανόμενου πληθυσμού, τα επόμενα χρόνια, απαιτεί πολύ μεγαλύτερες ποσότητες νερού, για χρήση, τόσο στην παραγωγή τροφής, όσο και στην βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παγκόσμιας μείωσης νερού αποτελεί το κράτος του Πακιστάν. Το 1951, το Πακιστάν είχε 34 εκατομμύρια πληθυσμό και αντιστοιχούσαν περίπου 5.300 κυβικά μέτρα νερό σε κάθε κάτοικο ανά έτος. Σήμερα, ο πληθυσμός της χώρας αυτής αγγίζει τα 240 εκατομμύρια και αντιστοιχούν περίπου 810 κυβικά μέτρα νερό ανά κάτοικο τον χρόνο. Η διαφορά είναι τεράστια και δυστυχώς θα οδεύει συνεχώς προς το χειρότερο. Παρόμοια είναι η κατάσταση σε πολλές άλλες χώρες του πλανήτη μας.
Για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει χρήση νερού στην παραγωγή τροφίμων, θα πρέπει να αναφερθώ στον όρο «εικονικό νερό». Με τον όρο αυτό, εννοούμε τη συνολική ποσότητα νερού που απαιτείται, προκειμένου να παραχθεί ένα προϊόν. Είναι δηλαδή το νερό που δε βλέπουμε, αλλά χρησιμοποιήθηκε σε κάποια από τα στάδια παραγωγής ή/και επεξεργασίας ενός προϊόντος. Ας σκεφτούμε ότι, για την παραγωγή ενός λίτρου γάλακτος, απαιτούνται περίπου 1.000 λίτρα νερό, για την παραγωγή ενός κιλού μοσχαρίσιου κρέατος, απαιτούνται περίπου 16.000 λίτρα νερό, ενώ για να παραχθεί ένα κιλό τυρί, απαιτούνται περίπου 1.500 λίτρα νερό (πηγή: WWF, Water Footprint Network). Οφείλουμε λοιπόν, ως κοινωνία, να συνειδητοποιήσουμε ότι πετώντας ένα τρόφιμο στα σκουπίδια, πετάμε μαζί του και όλους τους φυσικούς πόρους που δαπανήθηκαν για να παραχθεί αυτό το τρόφιμο.
Τα παραπάνω, οδήγησαν τον FAO να δημοσιεύσει το 2015 μία προειδοποίηση σχετικά με την «Επισιτιστική Ασφάλεια» του πλανήτη, στην οποία αναφέρει ότι η ανθρωπότητα, για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πλανήτη μας, θα χρειαστεί να παράξει, μέχρι το 2050, περισσότερα τρόφιμα από όσα έχει παράξει συνολικά τα τελευταία 10.000 χρόνια! Αυτό ουσιαστικά σημαίνει -σύμφωνα με τον FAO- ότι, θα χρειαστεί να υπάρξει μία αύξηση στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, που να αγγίζει το 50% μέχρι το 2030 (πηγή: Bayer – Crop Protection “Feeding a growing world population”).
Δυστυχώς, το πρόβλημα αυτό τα επόμενα χρόνια θα γίνει ακόμα πιο έντονο, όταν αρκετές κοινωνίες θα περάσουν από τη φάση των «αναπτυσσόμενων» σε αυτή των «αναπτυγμένων» κοινωνιών, υιοθετώντας ταυτόχρονα το δυτικό υπερκαταναλωτικό μοντέλο διατροφής. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η ανάγκη σε τρόφιμα είναι πολύ μεγαλύτερη, όχι μόνο λόγω της υπερκατανάλωσης, αλλά της υπερκατανάλωσης «επεξεργασμένων» τροφίμων. Η παραγωγή επεξεργασμένων τροφίμων προϋποθέτει την ύπαρξη περισσότερης πρώτης ύλης, η οποία απαιτείται για την παραγωγή τους, άρα υψηλότερα ποσοστά πρωτογενούς παραγωγής (πηγή: TIMES, Hungry Planet: What The World Eats).
Και αν το πρόβλημα της κάλυψης των διατροφικών αναγκών του πλανήτη, φαντάζει σε εμάς που ζούμε μέσα στη «φούσκα» του δυτικού κόσμου, πολύ μακρινό και μελλοντικό, δυστυχώς δεν είναι…
Αρκεί να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNICEF, το 2010 πέθαναν στον πλανήτη μας 60 εκατομμύρια άνθρωποι, από αυτούς τα 10 εκατομμύρια αφορούσαν θανάτους παιδιά, κάτω των 5 ετών, εκ των οποίων, το 99% ζούσε σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, ενώ 5 εκατομμύρια παιδιά, κάτω των 5 ετών, πεθαίνουν κάθε χρόνο, λόγω υποσιτισμού. Αυτό αντιστοιχεί περίπου σε έναν θάνατο παιδιού κάτω των 5 ετών κάθε 6 δευτερόλεπτα…
Όταν το «The State of the World’s Children» της UNICEF κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1980, το 10% των παιδιών που γεννήθηκαν εκείνο το έτος, πέθαναν από αιτίες που μπορούσαν να προληφθούν, με κύρια τον υποσιτισμό. Μέχρι το 2018, ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί μόλις κατά 3%, ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία νέα αυξητική τάση (πηγή: FAO 2023).
Σύμφωνα με τον ετήσιο απολογισμό της UNICEF, περισσότεροι από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο σήμερα εκτιμάται ότι έχουν έλλειψη σε βασικές βιταμίνες και μέταλλα, ιδιαίτερα σε βιταμίνη Α, ιώδιο, σίδηρο και ψευδάργυρο, λόγω του υποσιτισμού.
Παγκοσμίως, περίπου 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σε καθεστώς «χρόνιας πείνας» (πολύ σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας), δηλαδή, γεννιούνται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν πεινασμένοι. Το νούμερο αυτό θα αντιστοιχούσε στο πληθυσμό του Καναδά, των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Κίνας, μαζί.
Επίσης, η έλλειψη βιταμίνης Α σκοτώνει 1 εκατομμύριο παιδιά τοn χρόνο, πράγμα που ισοδυναμεί με 13 τζάμπο τζετ γεμάτα παιδιά να πέφτουν στο έδαφος κάθε μέρα και να σκοτώνονται όλα, λόγω έλλειψης βιταμίνης Α (πηγή: Vitamin and Mineral Deficiency, A Global Progress Report, UNICEF).
Και ενώ το 2030 είναι το έτος στο οποίο ο ΟΗΕ φιλοδοξεί να έχει επιλύσει το παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας, όπως διαφαίνεται, αντί να προσεγγίζουμε τον στόχο «Zero Hunger» του ΟΗΕ, απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από αυτό. Από τα 8,1 δισ. κατοίκους στη γη (στις 15 Νοεμβρίου του 2023) τα 2,4 δισεκατομμύρια πλήττονται σήμερα από την πείνα, ζώντας σε καθεστώς σοβαρής ή πολύ σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας. Πράγμα που επαληθεύει ο FAO στο ετήσιο report του, αναφέροντας ότι η «επισιτιστική ανασφάλεια» παρέμεινε αμετάβλητη σε παγκόσμιο επίπεδο, από το 2021 έως το 2022, με επιδείνωση των επιπέδων επισιτιστικής κρίσης σε όλες σχεδόν τις ηπείρους του πλανήτη μας (πηγή: FAO report 2023).
Πάνω σε όλα αυτά τα πολύ σοβαρά προβλήματα, έρχονται οι επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής, οι οποίες κάνουν ακόμα δυσκολότερη την εξεύρεση λύσης. Η παγκόσμια βιομηχανία παραγωγής τροφίμων και το κλίμα αλληλοεπηρεάζονται, σε μία σχέση που απειλεί εκατομμύρια ζωές. Η αλλαγή του κλίματος, πέρα από τις διάφορες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, έχει οδηγήσει στην εμφάνιση νέων παθογόνων, τόσο του ανθρώπου και των ζώων, όσο και των φυτών. Επίσης έχει συμβάλει δραματικά στην εμφάνιση νέων στελεχών γνωστών παθογόνων – πιο επιθετικών και πιο ανθεκτικών – κυρίως των φυτών, δηλαδή τh βάση της παραγωγής της τροφής μας, προκαλώντας τεράστιες απώλειες και συμβάλλοντας δραματικά στην παγκόσμια επισιτιστική κρίση.
Όλα τα παραπάνω καθιστούν ζωτικής σημασίας την άμεση ανάπτυξη βιώσιμων και φιλικών προς το περιβάλλον τρόπων για την ελαχιστοποίηση της απώλειας στην παραγωγή τροφίμων. Εδώ θα ήθελα να μου επιτρέψετε να αναφέρω τη σπουδαιότητα της επιστημονικής έρευνας και μελέτης στους διάφορους τομείς της παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης της τροφής. Η διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας αποτελεί μια πρόκληση και για την επιστημονική / ακαδημαϊκή κοινότητα, που προσπαθεί να βρει λύσεις με κύριο γνώμονα την αειφορική παραγωγή, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, την ορθή αξιοποίηση των φυσικών πόρων και την προώθηση των σωστών κανόνων διατροφής, με όσο το δυνατό μικρότερες απώλειες. Όλα αυτά βέβαια προς όφελος της υγείας των παραγωγών και των καταναλωτών.
* Ο Παναγιώτης Φ. Σαρρής είναι καθηγητής Τμήματος Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Επικεφαλής ομάδας «Μικροβιολογία & Αλληλεπιδράσεις Μικροβίου-Ξενιστή» ΙΜΒΒ – ΙΤΕ, Επίτιμος καθηγητής, Σχολή Επιστημών Ζωής, Πανεπιστήμιο Exeter, Μ. Βρετανία






