Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο ουκρανός ομόλογός του Βολοντίμιρ Ζελένσκι επιδόθηκαν σε μια πρωτοφανή λογομαχία κατά τη χθεσινή (28/2) συνάντησή τους στην Ουάσιγκτον και τελικώς δεν υπέγραψαν, όπως αναμενόταν, τη συμφωνία για τα ορυκτά και τις σπάνιες γαίες της Ουκρανίας.

Τα διεθνή μέσα, επικαλούμενα αμερικανούς αξιωματούχους, αναφέρουν πως ο Τραμπ δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπογραφεί κάποια στιγμή η συμφωνία, αλλά όχι έως ότου «η Ουκρανία είναι έτοιμη να έχει μια εποικοδομητική συνομιλία».

Ωστόσο, ακόμη και πριν από την έντονη διαμάχη μεταξύ του Τραμπ και του Ζελένσκι και το – προσωρινό ενδεχομένως – «πάγωμα» της συμφωνίας, οι ειδικοί προειδοποιούσαν ότι υπήρχαν αρκετά ερωτηματικά σχετικά με την αξία και την προσβασιμότητα των ουκρανικών φυσικών πόρων, τα οποία παραμένουν μετά την άκαρπη συνάντηση των δύο προέδρων.

Τι υπάρχει στο έδαφος και στο υπέδαφος της Ουκρανίας

Γενικά, το ότι η Ουκρανία έχει «σημαντικά κοιτάσματα σπάνιων γαιών», όπως δηλώνουν τα Ηνωμένα Έθνη, δεν αμφισβητείται. Η χώρα περιγράφεται από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ως «βασικός πιθανός προμηθευτής μετάλλων σπάνιων γαιών» και πιστεύεται ότι κατέχει περίπου το 5% των παγκόσμιων αποθεμάτων μετάλλων σπάνιων γαιών, μια ομάδα στοιχείων που ταξινομούνται ως «κρίσιμες πρώτες ύλες», με ποικίλες λειτουργίες στην υψηλή τεχνολογία και στη βιομηχανία.

Η χώρα θεωρείται θησαυροφυλάκιο κοιτασμάτων τιτανίου, λιθίου και κοβαλτίου— θεμελιώδεις πόρους για την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ και την ευρύτερη οικονομία υψηλής τεχνολογίας— καθώς και σκανδίου (ένα κράμα με αλουμίνιο), γραφίτη (χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων) και τανταλίου (χρησιμοποιείται επίσης σε ηλεκτρονικές συσκευές).

Οι προβληματισμοί

Ωστόσο, αναλυτές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα για το μέγεθος των κοιτασμάτων σπάνιων γαιών και ορυκτών της Ουκρανίας, αλλά και για το κατά πόσο είναι προσιτά δεδομένης της κατοχής μέρους της Ουκρανίας από τη Ρωσία και της μαζικής διαδικασίας ανοικοδόμησης που θα αντιμετωπίσει η χώρα μεταπολεμικά.

Αρχικά ο Ροντ Έγκερτ, αναπληρωτής διευθυντής του Critical Materials Innovation Hub στο Colorado School of Mines δήλωσε ότι «η Ουκρανία έχει σημαντικό ορυκτό δυναμικό, αλλά πόσο μεγάλο είναι αυτό το δυναμικό, απλά δεν το γνωρίζουμε». Παράλληλα και ειδικοί του Atlantic Council επισημαίνουν ότι η χώρα στην πραγματικότητα δεν έχει τόσο μεγάλες ποσότητες στοιχείων σπάνιων γαιών, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Γεωλογικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ

Επιπλέον, ένας ακόμη παράγοντας που περιπλέκει τα πράγματα είναι και η τοποθεσία του ορυκτού αυτού πλούτου της Ουκρανίας, αφού μεγάλο μέρος (40% σύμφωνα με τις διεθνείς εκτιμήσεις) βρίσκεται στα ρωσικά κατεχόμενα εδάφη του Λουχάνσκ και του Ντόνετσκ στην ανατολική Ουκρανία, καθώς και στο κεντρικό Ντνιπροπετρόβσκ, και στη νότια και επίσης εν μέρει ρωσοκρατούμενη περιοχή της Ζαπορίζια.

Όχι μόνο μαίνεται ένας ενεργός πόλεμος σε αυτές τις περιοχές, καθιστώντας την πρόσβαση στα ορυκτά εξαρτώμενη από το αποτέλεσμα του πολέμου και τους όρους της όποιας επακόλουθης ειρηνευτικής συμφωνίας, αλλά μεγάλο μέρος τους είναι και ναρκοθετημένο, καθιστώντας την εξόρυξη στο μέλλον ιδιαίτερα δύσκολη.

Επιπλέον, η εξόρυξη για τα κρίσιμα ορυκτά που επιθυμούν οι ΗΠΑ «θα απαιτούσε επενδύσεις δισεκατομμυρίων», δήλωσε στην Washington Post ο εμπειρογνώμονάς Ρόμπερτ Μούγκα που μελετά τους πόρους της Ουκρανίας, σημειώνοντας πως παρόλο που τα ορυκτά της χώρας φαίνονται ελκυστικά για επενδύσεις, «στην πραγματικότητα η εξόρυξή τους από το έδαφος είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα».

«Είναι ένα μακροπρόθεσμο έργο», δήλωσε για την – παγωμένη προς το παρόν – συμφωνία ο Ρόμαν Οπιμάχ, πρώην γενικός διευθυντής του Ουκρανικού Γεωλογικού Ινστιτούτου. Αλλά, επεσήμανε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αποδώσει τελικά.

Για το Κίεβο, αυτό θα μπορούσε να είναι θετικό, καθώς προσπαθεί να πείσει την Ουάσιγκτον να επωμιστεί ένα μερίδιο για την ανοικοδόμηση και το μέλλον της Ουκρανίας. Αλλά ένας βασικός παράγοντας παραμένει άλυτος: οι εγγυήσεις ασφαλείας.

«Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η ανάπτυξη ενός νέου ορυχείου μπορεί να διαρκέσει 10 χρόνια ή περισσότερα», σχολίασε στην Washington Post ο Ουίλι Σιχ, οικονομολόγος του Χάρβαρντ. «Θα το κάνει κανείς αυτό σε μια Ουκρανία που δεν έχει εγγυήσεις ασφαλείας;».