Για δεκαετίες, μάθαμε πως η δημοκρατία είναι ένας μηχανισμός -Σύνταγμα, Βουλή, διάκριση των εξουσιών, εκλογές, θεσμοί, ισορροπίες. Ένα ρολόι τσέπης, περίτεχνο και αξιόπιστο, όπως εκείνα που κουβαλούσαν κάποτε κύριοι μέσα σε κομψά γιλέκα, βέβαιοι πως οι δείκτες δείχνουν πάντα τη σωστή ώρα. Ένα ρολόι που, ακόμα κι αν δεν το κοιτούσες συχνά, ήξερες ότι δουλεύει.

Ώσπου, μια μέρα, κάποιο γρανάζι «σκάει», κάποιο ελατήριο χαλαρώνει, και ο μηχανισμός αρχίζει να χάνει ρυθμό. Μερικές φορές, η κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται την αρρυθμία. Άλλες φορές, οι δείκτες κολλάνε τόσο κραυγαλέα στο ίδιο λεπτό, που οι άνθρωποι αναρωτιούνται σαστισμένοι: «Τι στο καλό συμβαίνει εδώ;».

Η σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη ήταν μια τέτοια στιγμή. Ήταν το σημείο όπου η κοινωνία κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι οι δείκτες είχαν σταματήσει. Ήταν η στιγμή που γονείς, αδέρφια, φίλοι, ακόμα και άγνωστοι ένιωσαν το ίδιο ακριβώς πράγμα: πως κάτι είχε διαρραγεί ανεπανόρθωτα εκείνη τη μοιραία νύχτα.

Οι γονείς των θυμάτων ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας, μέχρι χθες, πίστευαν πως οι θεσμοί λειτουργούν, πως η δικαιοσύνη είναι ένας μηχανισμός που αποδίδεται όταν πρέπει, πως το κράτος υπάρχει για να προστατεύει, ώσπου ξαφνικά βρέθηκαν στο «κενό».

Άνθρωποι που δεν έμαθαν ποτέ και δεν ήξεραν πώς να γίνουν ακτιβιστές, κι όμως έγιναν. Γονείς που ήθελαν απλώς να βλέπουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, να γελάνε, να ερωτεύονται, βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη μπλεγμένοι με δικαστήρια, δικογραφίες, έρευνες και παραλείψεις, συστημικά λάθη δεκαετιών και απέναντί τους ένα κράτος που σαν να ήθελε να γυρίσει τη «σελίδα» γρήγορα, αδιαφορώντας πως για εκείνους η ζωή είχε πλέον χωριστεί σε δύο εποχές: πριν και μετά.

Πριν, όταν η καθημερινότητα είχε τις μικρές χαρές της, τα αθώα παράπονα για τις σπουδές, τις αστείες ιστορίες που διηγούνταν τα παιδιά τους. Και μετά, όπου κάθε ημέρα είναι μια άσκηση επιβίωσης σε έναν κόσμο που δεν έχει πια νόημα.

Δεν έμαθαν ποτέ πώς να οργανώνουν πορείες, να συντάσσουν δικόγραφα, να καταθέτουν στοιχεία σε ανακριτές. Δεν τους απασχολούσαν τα κενά του κράτους, οι συστημικές δυσλειτουργίες, οι ελλείψεις σε υποδομές και ελέγχους. Μέχρι που όλα αυτά έπεσαν πάνω τους σαν μια χιονοστιβάδα εγκληματικής αδιαφορίας, διαχρονικής ανεπάρκειας και γραφειοκρατικής ακινησίας. Παρά τον μεγάλο πόνο, δεν σταμάτησαν ποτέ να αναζητούν τα πραγματικά γεγονότα πίσω από τα ξερά δελτία τύπου.

Έγιναν ντετέκτιβ, όχι γιατί το ήθελαν, αλλά γιατί κανείς δεν τους είπε την αλήθεια. Γιατί οι απαντήσεις που τους έδωσαν ήταν μισές και γεμάτες κενά. Γιατί κατάλαβαν πως αν δεν ψάξουν μόνοι τους, κανείς δεν θα τους πει ποτέ τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Δύο χρόνια μετά, το τραύμα των Τεμπών παραμένει ανοιχτό, όχι μόνο για τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά για ολόκληρη την κοινωνία. Οι διαδηλώσεις δεν ήταν μόνο ένας φόρος τιμής σε όσους χάθηκαν, αλλά και μια υπενθύμιση ότι η αλήθεια δεν μπορεί να ξεχαστεί, ότι η ευθύνη δεν μπορεί να διαχυθεί μέχρι να εξαφανιστεί. Γιατί αυτό δεν θα είναι το τέλος μιας τραγωδίας -θα είναι η αρχή της επόμενης.