Τον Αύγουστο του 74, ο Δημήτρης Τσάτσος, μου είχε κάνει την τιμή να με συμπεριλάβει στη μικρή ομάδα των συνεργατών του, όταν ανέλαβε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υφυπουργός, αρμόδιος για την Ανώτατη Παιδεία, με υπουργό τον προσωπικό φίλο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, καθηγητή της Μαιευτικής, Νικόλαο Λούρο. Στην ομάδα αυτή μετείχαν: ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Φάνης Κακριδής, ο Δημήτρης Φατούρος και ο Παναγιώτης Κανελάκης. Είμαι ο μόνος επιζών μάρτυς των ιστορικών αυτών στιγμών της έναρξης αυτού που ονομάζεται «Μεταπολίτευση».

Και επειδή «δεν υπάρχει μάρτυς του μάρτυρα», όπως αναφέρει ο Πάουλ Τσέλαν, δηλαδή επειδή κανείς δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον μάρτυρα, είμαι υποχρεωμένος να καταθέσω τη μαρτυρία αυτή, εδώ, 50 χρόνια μετά.

Μια μέρα του Αυγούστου του 1974, ο Τσάτσος μας ανακοίνωσε ότι πρόκειται να επισκεφθεί το Υπουργείο ο Πρωθυπουργός ως είθισται. Την ημέρα εκείνη (ο όρος είναι ευαγγελικός) παραταχθήκαμε στην είσοδο του κτιρίου της οδού Μητροπόλεως. Κατέφθασε ο Καραμανλής. Μας χαιρέτησε δια χειραψίας και βιαστικά οδηγήθηκε από τον Λούρο στον 6ο όροφο. Μετά από μια ώρα, η ιδιαιτέρα του Υπουργού ειδοποίησε τον Τσάτσο να ανέβει από τον 5ο στο γραφείο του Λούρου, και ότι ο Καραμανλής είχε αποχωρήσει.

Σε λιγότερο από ένα τέταρτο, ο Τσάτσος κατέβηκε περίφροντις και μας ανακοίνωσε ότι ο Καραμανλής, αφού ρώτησε τον Λούρο «ποιοι είναι αυτοί οι αριστεροί που έχει ο Τσάτσος δίπλα του;», συνέστησε μετ’ εμφάσεως ό,τι κάνουν, να το κάνουν προσεκτικά. Εννοούσε την αποχουντοποίηση των ΑΕΙ.  Πράγματι, κύριο μέλημα της ομάδας μας ήταν η κάθαρση. Λειτουργούσαμε σαν ένα είδος ανακριτικής αρχής, συλλέγαμε στοιχεία του βίου και της πολιτείας ενός εκάστου των πανεπιστημιακών.

Τους φακέλους θα τους καταθέταμε στο Σ.τ.Ε. προκειμένου να αρχίσει η κρίση: ποιοι θα έφευγαν οριστικά, ποιοι θα έμεναν με μικρή ή μεγάλη παύση των καθηκόντων τους. Και προφανώς απολύθηκε ο Π. Τσάκωνας, καθηγητής της κοινωνιολογίας της Παντείου και Υπουργός Πολιτισμού της Χούντας. Ο πρύτανης Κ. Τούντας, για παράδειγμα, παύθηκε προσωρινά αλλά και άλλοι, όχι όμως πολλοί άλλοι, ούτε οι Ακαδημαϊκοί που χειροκρότησαν τον Παπαδόπουλο, γιατί ο Καραμανλής είχε ζητήσει να είμαστε «προσεκτικοί». Συμβουλή που ακολούθησαν φυσικά όλα τα άλλα Υπουργεία και κυρίως το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης με τα «σταγονίδια» υπό τον Ευάγγελο Αβέρωφ.

Το κατά πόσο λόγοι εθνικής ασφάλειας ή λόγοι υπονόμευσης του νεότευκτου δημοκρατικού κεκτημένου μεταβιβασθέντος από τον στρατηγό Γκυζίκη, επέβαλαν στον Αβέρωφ αυτή την επιλογή, διαπιστώθηκε 5 μήνες αργότερα με το «πραξικόπημα της πυτζάμας». Απέτυχε παταγωδώς γιατί προδόθηκε ένδον. Παρά ταύτα, η φασίζουσα νοοτροπία συνεχίστηκε, συνεχίζεται και μάλιστα επιβραβεύεται με την υπουργοποίηση παλαιών χουντικών με ή χωρίς τσεκούρι.

Η υποδόρια παρουσία ενός παρακράτους, που δεν είναι υποχρεωτικά ο Κοτζαμάνης αλλά και υψηλά ιστάμενοι κρατικοί λειτουργοί, μαρτυρά ότι τα «σταγονίδια» δεν εξαφανίστηκαν. Φερ’ ειπείν, οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής με τα «σταγονίδια» της αστυνομίας. Και πώς αλλιώς, όταν η κάθαρση το 1975, τιμώρησε μεν τους πρωταίτιους και τους διαβόητους βασανιστές, άφησε όμως περίπου αλώβητες τις συνθέσεις και τις ιεραρχήσεις θεσμών όπως της Δικαιοσύνης.

Και το ότι αργότερα οι φάκελοι των αντιφρονούντων, που παρακολουθούσε η ΚΥΠ, κάηκαν λόγω του Νόμου για τις «Άρσεις των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου 1944-1949», ώστε να επέλθει η συμφιλίωση μέσα από τη λήθη, δεν εμπόδισε προ τριετίας, τις νέες παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ, για να μην ξεχνιόμαστε. Είχε δίκιο ο Πρίμο Λέβι: όποιος ξεχνά το παρελθόν -το καίει στο Άουσβιτς ή στη Χαλυβουργική- κινδυνεύει να το ξαναζήσει.

Από τη στιγμή που ο Τσάτσος μας ανακοίνωσε τους ενδοιασμούς-σχεδιασμούς του Καραμανλή, κατάλαβα ότι η λεγόμενη «Μεταπολίτευση» δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ιστορικός συμβιβασμός της αστικής τάξης με τον εαυτό της. Νοοτροπίες, τρόποι ζωής, συμπεριφορές που θα έπρεπε να ανανεωθούν, ανανεώθηκαν αλλά διατηρώντας όλα τα παλαιά αναχρονιστικά προτάγματα. Έτσι φτάσαμε στο «Survivor». Αντί της Μακρονήσου επιλέχθηκε ο Άγιος Δομήνικος. Θα έπρεπε άραγε να σκεφτώ ότι η μακρά διάρκεια μιας τέτοιας συντηρητικής νοοτροπίας, εξακολουθεί να επικεντρώνεται στο τρίπτυχο «Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» με παραλλαγές;

Και να λησμονήσω ότι η μετεμφυλιακή αστική τάξη εμφορείτο από τον αντικομμουνισμό τον οποίο η κυβέρνηση της ΕΡΕ και ο Υπουργός της των Εσωτερικών Τάκος Μακρής, τον είχαν υποδαυλίσει;

Είναι γνωστό ότι οι προηγούμενες της ΕΡΕ κυβερνήσεις είχαν φροντίσει, από το 1945, να καλύπτουν το παρελθόν του δωσιλογισμού ευνοώντας το ειδικό καθεστώς «εξαίρεσης» που δημιούργησαν οι Νόμοι του εμφυλίου πολέμου και το αείποτε ισχύον «Ιδιώνυμο» του 1929. Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στους Δωσίλογούς του μιλάει για το «τραύμα» της διαίρεσης: για μια Αθήνα γύρω από τη Μεγάλη Βρετανία που διασκέδαζε στα καμπαρέ των παρόδων της Πλατείας Συντάγματος.

Οι περιπτώσεις βιομηχάνων π.χ. και μεγαλοεπιχειρηματιών που δεν δικάστηκαν είναι ενδεικτικές με ενδεικτικότερη, την περίπτωση του δικαστικού Κωνσταντίνου Κόλλια που, αν και υπόδικος για δωσιλογισμό, απαλλάχθηκε τότε, με βούλευμα και ανταμείφθηκε επί Χούντας με τη θέση του Πρωθυπουργού. Η Μεταπολίτευση, αφού μεταμόρφωσε το ΚΚΕ σε ένα είδος ακίνδυνου συμπαίκτη, ενδυνάμωσε την εθνικιστική «ατζέντα» που επικαλείται συνεχώς ο Αντώνης Σαμαράς.

Μου επιτρέπετε να διερωτηθώ αν αρμόδιοι πανεπιστημιακοί θέτουν το ερώτημα για το κατά πόσον η λεγόμενη «Μεταπολίτευση» -σε αντιπαράθεση με τη Μεταπολίτευση στην Πορτογαλία- υπήρξε νόθα ή πέτυχε το σκοπό της;

Για την πτώση της Χούντας συνέβαλε το κίνημα του Ναυτικού, οι αντιστασιακές ομάδες και το Πολυτεχνείο αλλά η Χούντα «έπεσε», επειδή αναγκάστηκε να μεταβιβάσει την εξουσία  στους πολιτικούς μετά την προδοσία της Κύπρου. Έπαιξε  και πάλι ρόλο ο ξένος παράγοντας;

Το παρελθόν εκδικήθηκε το παρόν και ο χρόνος που έκτοτε εκείνο το παρόν του Ιουλίου του ’74 εκφράζει, μοιάζει να μην έχει απαλλαγεί από τη νοοτροπία του παρελθόντος όταν συνεχίζει να το αναζωπυρώνει, επιτρέποντας να αρθρογραφεί από τη φυλακή ο Μιχαλολιάκος και να πολιτεύονται οι άνθρωποι του Κασιδιάρη στη Βουλή.

Εάν συνεπώς ερωτηθώ  «Τι είναι η Μεταπολίτευση;»  απαντώ παραπέμποντας στον ορισμό του Χρόνου από τον Άγιο Αυγουστίνο: «Γνωρίζω τί είναι Μεταπολίτευση (ο Χρόνος) αρκεί να μη μου τεθεί η ερώτηση».

Μπορώ  να διακρίνω δύο χαρακτηριστικά της περιόδου των 50 ετών που διανύσαμε:

  1. ο θεσμικός υπερπροσδιορισμός και
  2. ο υπερπροσδιορισμός από τον μεγάλο πλούτο.

Ο διπλός αυτός υπερπροσδιορισμός οδηγεί συχνά τους θεσμούς στον συνακόλουθο εκείνο υποπροσδιορισμό των θεσμών ο οποίος επισυμβαίνει εξαιτίας της πολυνομίας και μιας αντίληψης νομικισμού, τύπου Βορίδη, που εμφανίζεται άλλοτε στις αλληλο-επικαλυπτόμενες διατάξεις των νόμων και άλλοτε στις ερμηνείες επί ερμηνειών.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι σε αυτή τη διελκυστίνδα του «υπέρ» και του «υπό»προσδιορισμού, το αίσθημα δικαίου μένει εκτός. Η περίπτωση των Τεμπών και η απόφαση για την πυρκαγιά στο Μάτι είναι χαρακτηριστικές τόσο για τη θεσμική ανεπάρκεια της εκτελεστικής όσο και της δικαστικής εξουσίας. Η καρδιακή επάρκεια διαπιστώνεται στον αγώνα της Μαρίας Καρυστιανού. Προσφεύγει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να δικαιωθεί. Κι αυτό, πενήντα χρόνια μετά.

Οι επιτυχημένοι, όπως τους αποκάλεσε ο Παπαβασιλείου, είναι επιτυχημένοι επειδή λησμονούν ότι ο θεσμός σφυρηλατείται όταν το δίκαιο γίνεται κανόνας και όχι επικωδικοποίηση συμφερόντων.

Η δεύτερη περίπτωση υπερπροσδιορισμού εμφανίζεται λόγω του μεγάλου πλούτου -που είναι φυσικό να προάγεται από τις διεργασίες του καπιταλισμού- και σχηματίζεται όταν η μη προσδιορισμένη ροή του κεφαλαίου συναντήσει τη μη προσδιορισμένη ροή της εργασίας και συζευχθεί μαζί της υπό τις ευλογίες του νεοφιλελευθερισμού. Το ίδιο συμβαίνει και για την προστασία της μεγάλης περιουσίας μέσω φοροαπαλλαγών, οικονομικών παραδείσων αλλά και της φοροδιαφυγής.

Ονομάζω τη σχέση υπερπροσδιορισμού-υποπροσδιορισμού, συμπλοκή-διαπλοκή. Πρόκειται για μια «διαρρύθμιση» (agencement) που η Μεταπολίτευση την έχει ανάγκη. Δεν πρόκειται μόνο για τη διαπλοκή πλούτου και εξουσίας ούτε της συμπλοκής εξουσίας με τον εαυτό της, αλλά για τη μίξη ενός σημειωτικού συστήματος με ένα πραγματολογικό, που οδηγεί στη διάζευξη μεταξύ του «τι κάνουμε» και «τι λέμε», γιατί άλλα κάνουμε και άλλα λέμε πως κάνουμε.

Ιδού μια  συμπλοκή-διαπλοκή, που είναι συγχρόνως «μηχανική διαρρύθμιση» (πραγματολογικό) και «διαρρύθμιση εκφωνημάτων» (σημειωτικό). Το επιβεβαιώνουν φαινόμενα όπως οι μετακινήσεις πολιτικών από τον έναν χώρο στον άλλον ή η ανάδειξη αστέρων-γελωτοποιών στα πρώτα ονόματα των ψηφοδελτίων. Εκεί δημιουργείται μια καινούργια σχέση, «μετα-πωλητική», που αποδίδει στη διαπλοκή των πολιτικών όχι μόνο με τους επιχειρηματίες αλλά και με τους ανθρώπους του θεάματος, τη συμπλοκή κυνισμού, ναρκισσισμού και εξουσιομανίας. Το πήγαιν’ έλα στις ψηφιακές πλατφόρμες, οι διαρροές δεξιά και αριστερά, διαχέουν στο δεξιό τμήμα της ΝΔ την ακροδεξιά και τις κεντρώες δυνάμεις (από το ΠαΣοΚ) και στο αριστερό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, τον εξουσιαστικό και, τώρα επί Κασελάκη, επιχειρηματικό κυνισμό.

Πριν 23 χρόνια, στο Συνέδριο για το Νίκο Πουλαντζά, διερωτώμουν πού βρίσκεται η Αριστερά στη Μεταπολίτευση από απόψεως ορισμού και διορισμού. Ποιά ήταν πριν διοριστεί και πριν αναπροσδιοριστεί (επί Τσίπρα) και κυρίως ποιός θεωρητικός της Αριστεράς θα αναλάμβανε να επισημάνει την ανάγκη αυτογνωσίας της. Έως ότου εμφανίστηκε η νέα «διαρρύθμιση» υπό τον Κασσελάκη και οδήγησε την Αριστερά στην αυτοκτονία καθώς έδωσε το στίγμα της νέας διακυβέρνησης: το Tik Tok που έσπευσε να ενστερνιστεί και ο Πρωθυπουργός. Ωστόσο, η γλώσσα τους δεν είναι όπως λένε οι επικοινωνιολόγοι «επικοινωνιακή». Η γλώσσα τους είναι μεταβίβαση παραγγελμάτων.

Το συμπέρασμα; Όλες οι μεταπολιτευτικές Κυβερνήσεις υπήρξαν διακυβερνήσεις win-win μεταξύ θεσμού και μεγάλου πλούτου οδηγώντας τη μεταπολιτική συνθήκη, σε μια ιδιότυπη εκδοχή τεχνο-αυταρχισμού. Αυτή η ήδη υπάρχουσα αποπολιτικοποίηση ως αποτέλεσμα της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης θα σημάνει το τέλος της Μεταπολίτευσης και την έναρξη μιας νέας ανθρωποκαίνου  εποχής των ρομπότ. Ο άνθρωπος μεταλλάσσεται ήδη σε ρομπότ: το προσομοιώνει στη φωνή και στη συμπεριφορά.

Εξ ου και ο θαυμαστός κόσμος των ζώων: του Πινάτ και της Φάρλη. Τουλάχιστον τα ζώα δεν διανοούνται ούτε το τέλος της Ιστορίας ούτε μια ελευσόμενη επανάσταση. Αντίθετα, εκπροσωπούν για τον άνθρωπο ένα γίγνεσθαι-ζώο, εκείνο του γραφιά μέσα στο Κτίσμα του Κάφκα που κατασκευάζει λαγούμια στη Γάζα του μυαλού του. Διότι μόνο γράφοντας και βαλόμενος γίνεται κανείς ζώο. Έτσι αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου: ένα γίγνεσθαι-ζώο στο pet-show της δημοσιότητας. Γράφοντας συνεχώς και αδιαλείπτως από το ’74 για τη Μεταπολίτευση μες στη Μεταπολίτευση και ονομάζοντας στο πρώτο άρθρο μου στα «ΝΕΑ» τις «Αύρες» της αστυνομίας στις διαδηλώσεις, «τανκς βαμένα γκρίζα», έγινα αυτό που είμαι.

Γράφοντας και όχι υπογράφοντας καταλύει κανείς το πρόσωπο, τρυπά τον τοίχο του σημαίνοντος, βγαίνει από τη μαύρη τρύπα της υποκειμενικότητας, καταλαβαίνει τον Ντελέζ. Οπότε, αν το πρόσωπο και η υπογραφή είναι μια πολιτική, η κατάλυση του προσώπου είναι μια άλλη πολιτική. Διότι διαφορετικά, «ανύποπτοι», «συμβιβασμένοι», «μπαίνουμε στην «τάξη»».

Τί θα πει «τάξη», διερωτάται ο Σινόπουλος. Έγινες «ταχτικός», «ταξικός», «ταξινομήθηκες». Υποτάχθηκες στον κώδικα. Τι θα πει τώρα «κώδικας», τι θα πει «τάξη» μέσα στον απέραντο χώρο της γλώσσας, μέσα στις άπειρες δυνατότητες της γλώσσας; Γιατί θα πρέπει να γράφεις αυτή τη γλώσσα, τη γλώσσα των άλλων; Γιατί θα πρέπει να θρέψεις, να φωτίσεις, να συγκινήσεις τον κάθε κερατά που περιμένει να σ’ ακούσει, να σε «κατατάξει»; Γιατί θα πρέπει να συνεχίσεις έτσι -τάχα παλεύοντας για την προσωπική σου γλώσσα- να διαιωνίσεις την υποταγή σου σ’ αυτή την «τάξη». «Τι περιμένεις; τάχα δεν έλαβες το μήνυμα;»

Μίλησα για το φώνημα-εκφώνημα και τα συνώνυμά του ως κεντρικό στοιχείο της ιστορίας των ανθρώπων, μίλησα δηλαδή για την αφήγηση αυτής της «ιστορίας» που ονομάζεται Μεταπολίτευση. Και είναι αυτό το φώνημα που μου επιβάλλει το καθήκον της αντιλογίας και με οδηγεί σε μια άσκηση ύφους παρά σε μια επιχειρηματολογία.

Με υποχρεώνει να χρησιμοποιώ την ιδιόλεκτό μου για να κατασκευάζω εποπτείες και όχι έννοιες νομίζοντας ότι μπορώ έτσι να προστατευθώ από τις κοινοτοπίες. Πέραν του υπερπροσδιορισμού του πλούτου και των θεσμών, αυτό που δεν υπήρξε στη Μεταπολίτευση και θα την οδηγούσε στη μεταπολίτευση και όχι στη ρέπλικα, είναι ο αναπροσδιορισμός της γλώσσας: η «μετα-πολιτισμο-ποίηση».

Κι αυτό θέλω να καταθέσω ως μάρτυρας της εποχής μου. Γιατί μου φαίνεται πως όλα είναι ζήτημα προθέσεων και προθέσεων («μετά», «υπέρ», «υπό», «ανά», «αντί», «διά»). Και όποιος νομίζει ότι οι προθέσεις δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο νόημα, διότι το μετρήσιμο αποτέλεσμα μετρά («είναι η οικονομία ηλίθιε»), ξεχνά ότι οι προθέσεις στη γλώσσα υποδηλώνουν τον «τρόπο» και την «αιτία» του ουσιαστικού που ακολουθεί.