Δεν θα βιαστώ να αποχαιρετήσω την Ίσμα. Περνούσε μέρες μεγάλης χαράς και μοιάζει πρόωρο να σκεπάσει η συννεφιά μια τέτοια λιακάδα. Άλλωστε τώρα που ο χρόνος δεν έχει σημασία για εκείνη, δεν υπάρχει βιασύνη για οτιδήποτε. Ας μείνει λίγο ακόμα μαζί μας, με τα όνειρά της, με την ιδιαιτερότητά της, με τις χαρές της, με τις γκρίνιες, με τις απογοητεύσεις της. Αυτά που λίγοι γνώριζαν γιατί δεν ήταν ανοιχτός άνθρωπος, και αυτοί οι πολύ λίγοι δυσκολεύονται να τα μοιραστούν χωρίς το βάρος ότι προδίδουν την εμπιστοσύνη και τη φιλία της. Ειδικά ο ένας, γιατί τελικά ένας άνθρωπος ξέρει για τον καθένα περισσότερα και όσα γνωρίζει ο καθένας για τον εαυτό του έχοντας αποδεχθεί ακόμα και τα ελαττώματα ως κάτι αρεστό.

Λένε διάφοροι ότι ήταν άτυχη στη ζωή της, και ισχύει αν το μόνο μέτρο της ζωής είναι η μακροημέρευση. Η Ίσμα, όμως, είχε καλούς φίλους, είχε έρωτα, έκανε τη μεγάλη της επιθυμία να αποκτήσει παιδί πραγματικότητα, είχε επαγγελματικά σχέδια στα σκαριά. Μια ζωή γεμάτη, όπως γεμάτη μπορεί να είναι μόνο η πραγματική ζωή με τα πάνω της και τα κάτω της, με τις χαρές και τις λύπες της. Ήξερε ότι είχε ανθρώπους στους οποίους μπορούσε να στηριχθεί ακόμα και στην μεγαλύτερη κακοτυχία, αλλά δεν τους φόρτωνε με τα δικά της, ακόμα λιγότερο με τις μεγάλες χαρές της. Ούτε αυτές τις μοιραζόταν με πολλούς.

Είχε τη δική της αίσθηση αρμονίας για τον κόσμο και για τους ανθρώπους και εκνευριζόταν με τις λάθος συγχορδίες της ζωής ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που δεν ανεχόταν τα φάλτσα της ορχήστρας όταν παρακολουθούσαμε όπερα και όλοι οι άλλοι χειροκροτούσαμε, ικανοποιημένοι μέσα στην άγνοιά μας. Η Ίσμα όχι, πεισματικά και ασυμβίβαστα θα μας έλεγε ξανά και ξανά «μα καλά δεν ακούσατε ότι το φα στο πιάνο δεν πατούσε; Απαράδεκτο!». Η Ίσμα που είχε μελετήσει χρόνια πιάνο και ήθελε να κουρδίσει στην εντέλεια αυτό που είχε στο σπίτι της για να παίζει στην κόρη της τις αγαπημένες της μελωδίες.

Σίγουρα θα θεωρούσε μεγάλο φάλτσο να ασχολούνται ξαφνικά όλοι με την ίδια και με ιδιωτικά της ζητήματα και όχι με κάποιο από τα μεγάλα αφιερώματα, όπως “όπερα και πολιτική”, που ετοίμαζε σχεδόν κάθε καλοκαίρι, για τα οποία ήταν πολύ υπερήφανη. Ή με το καταδικό της πρότζεκ «Όπερα και μόδα». Οι ιδέες της Ίσμας δεν τελείωναν ποτέ, άλλες απελπιστικά πραγματιστικές και άλλες μεγαλειωδώς ανέφικτες. Περιμένοντας να κάνει μια μεγάλη νέα αρχή δεν θα σκεφτόταν κανένα τέλος, και πάντως όχι αυτό και όχι έτσι, αν και κατά βάθος ίσως την παρηγορούσε ότι η μοίρα της, υπερβαίνοντας τις συμβάσεις της θνητότητας της επιφύλαξε μια άχρονη τραγικότητα σαν αυτή των οπερατικών ηρωίδων που λάτρευε.

Ή ίσως αυτή είναι μια παρηγοριά για εμάς.