Την ώρα που η κυβέρνηση φαίνεται να ετοιμάζει μια σημαντική αύξηση στον κατώτατο μισθό μέσα στο 2023 (3η σε διάστημα 16 μηνών), έρχεται ο ΟΟΣΑ να βάλει «φρένο». Τουλάχιστον στον βαθμό που μπορεί να…περάσει ο λόγος του.

Λίγο μετά τη σημερινή συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΟΣΑ, Ματίας Κόρμαν, ο Οργανισμός δημοσιοποίησε την έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, εντός της οποίας αναφέρεται -μεταξύ άλλων – και το κρίσιμο ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η έκθεση, ο ΟΟΣΑ αντιτίθεται στις μεγάλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι οι προηγούμενες αυξήσεις δεν είχαν αντίστοιχα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα της εργασίας.

Μάλιστα, ο Οργανισμός επισημαίνει ότι το αποτέλεσμα φέρνει τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα να είναι σημαντικά υψηλός, σε σχέση τόσο με τον μέσο όσο και με τον διάμεσο μισθό του ιδιωτικού τομέα, όσο και σε σχέση με την παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας.

Στο όριο της φτώχειας

Ωστόσο, την ίδια στιγμή ο Οργανισμός παραδέχεται ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας είναι ο δεύτερος πιο κοντά στο όριο της φτώχειας σε σύγκριση με τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ. Για αυτό και συστήνει ένα σύστημα κοινωνικής στήριξης των φτωχών νοικοκυριών, το οποίο δε θα συνδέεται με τον κατώτατο μισθό. κι αφετέρου μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, με στόχο την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων εργασίας.

Αναφορικά με τους μισθούς, ο ΟΟΣΑ αναφέρει πως η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά σχεδόν 10% το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ προσθέτει ότι σε ορισμένες ειδικότητες, όπως είναι οι εργαζόμενοι σε ICT και κατασκευές, οι μισθολογικές αυξήσεις είναι μεγαλύτερες. Αν και ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει πως η αύξηση του κατώτατου μισθού «προσφέρει δίχτυ ασφαλείας για εργαζομένους που δεν έχουν διαπραγματευτική ισχύ», σημειώνει επίσης ότι έχει καταστεί και η «πρωταρχική πηγή μισθολογικών προσαρμογών για πολλούς εργαζομένους που αμείβονται υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό».

Λείπει ο μηχανισμός στήριξης

Βέβαια, ο Οργανισμός παραδέχεται ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει ένα μηχανισμό υποστήριξης, άμεσα και στοχευμένα, των νοικοκυριών με πολύ χαμηλό εισόδημα πάνω από το όριο της φτώχειας. Έτσι, η έλλειψη αυτή, επισημαίνει, καθιστά την ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού ώστε να περιοριστεί η φτώχεια, σε βάρος όμως της ανταγωνιστικότητας.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Οργανισμό, η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων στην Ελλάδα δε γίνεται να προέρχεται αποκλειστικά από τον κατώτατο. Η έκθεση δίνει βάρος στις κλαδικές δυμβάσεις, αναφέροντας ότι «Οι κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες θα στήριζαν καλύτερο τόσο τα εισοδήματα όσο και την παραγωγικότητα».

Στήριξη κλαδικών συμβάσεων

Όπως σημειώνει, για να υπάρξει άνοδος της παραγωγικότητας, θα πρέπει να υπάρξουν αποτελεσματικές διαδικασίες καθορισμού των μισθών, με βάση και τις πρόσφατες αλλαγές στα εργασιακά, όπως η στήριξη επιχειρησιακών συμφωνιών, με διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω δεν έχουν προχωρήσει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.

Με βάση το γεγονός ότι είναι μεγάλος ο αριθμός των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ο ΟΟΣΑ προτείνει ένα πλαίσιο κλαδικών συλλογικών συμβάσεων «με ευελιξία για τις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν τις συνθήκες», ενίσχυση της διαμεσολάβησης μέσω ΟΜΕΔ αλλά και δημιουργία ενός φόρουμ για τους κοινωνικούς εταίρους με στόχο τη συλλογική διαπραγμάτευση των συνθηκών εργασίας.

«Μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση της κοινωνικής πολιτικής θα προστατεύει καλύτερα την ευημερία των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος εν μέσω οικονομικών κραδασμών και θα εξισορροπεί καλύτερα την ευημερία με τις ευκαιρίες απόκτησης εισοδήματος μέσω της απασχόλησης» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πηγή: ot.gr