Η δικαστική αθώωση του καθηγητή και γιατρού Κούβελα για το αδίκημα της διάδοσης ψευδών ειδήσεων θέτει πάλι επί τάπητος το ζήτημα των θεμιτών περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων στις σύγχρονες κοινωνίες. Το ίδιο ζήτημα τέθηκε και με την απαράδεκτη απόφαση της κυβέρνησης για επαναφορά των ανεμβολίαστων υγειονομικών στο ΕΣΥ.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το Σύνταγµα, µε βάση το σύστηµα των θεµελιωδών δικαιωµάτων που θεσπίζει, δεν αποβλέπει µόνο στο συµφέρον του ανθρώπου ως ατόµου, αλλά και στη διάστασή του ως µέλους της κοινωνίας. Στη σύγχρονη φιλελεύθερη δηµοκρατική κοινωνία δεν νοείται, κατά κανόνα, συνταγµατική κατοχύρωση δικαιωµάτων χωρίς την πρόβλεψη περιορισµών. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα, σε µια ελεύθερη κοινωνία ισότιμων πολιτών, δεν νοείται να ασκούνται κατά τρόπο απεριόριστο από τους φορείς τους, αλλά επιδέχονται πολλές αυξοµειώσεις του εύρους τους. Πρόκειται, δηλαδή, για νοµικά µεγέθη µε ελαστικότητα. Οι κάθε είδους επιβαρύνσεις που υφίστανται τα συνταγµατικά δικαιώµατα ονοµάζονται«δεσµεύσεις».
Ο τωρινός εμβολιασμός κατά της Covid-19 δεν είναι πανάκεια, αλλά είναι το μόνο ουσιαστικό ιατρικό μέτροπρόληψης που διαθέτουμε, αν και δεν αποκλείει εντελώς τη νόσηση και σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις και τον θάνατο, επικαιροποιούμενο και εξελισσόμενοσυνεχώς ώστε στο ορατό μέλλον να θεωρείται το αποτελεσματικό μέσο προστασίας από αυτήν. Κανένα από τα υπάρχοντα εμβόλια των μεταδοτικών νόσων διαχρονικά δεν ήταν τέλειο εξαρχής, αλλά τελειοποιήθηκαν στην πορεία και επικαιροποιούνται στο διηνεκές. Η χρήση υγειονομικών μασκών προσώπου και η αποφυγή συνωστισμού σε κλειστούς ή ανοικτούς χώρους, όπου υπάρχει πολυκοσμία, είναι μέτρο προφύλαξης και όχι πρόληψης και τα self, rapid και pcrtests είναι μέτρα διάγνωσης και προφύλαξης. Τα διάφορα θεραπευτικά σχήματα, καθώς και τα μονοκλωνικά αντισώματα, είναι μέσα θεραπευτικής αντιμετώπισης και ίασης για ήδη νοσούντες, και όχι μέσα πρόληψης ή προφύλαξης. Ο εμβολιασμός γενικά, ως μία από τις μεγαλύτερες ιατρικές ανακαλύψεις, έχει προφυλάξει από τον θάνατο, λόγω των δεκάδων μεταδοτικών θανατηφόρων νόσων, εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, πέραν των διακοσίων ετών.
Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, για όσους ξέρουν να τα διαβάζουν, το αποδεικνύουν περίτρανα και αναμφίβολα. Οι πορωμένοι και ανορθολογικοίαντιεμβολιαστές αρνούνται ακόμη και αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα, γιατί καταρρίπτει το ψευδές αφήγημά τους που δεν βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα, αλλά σε παραδοξολογίες, φαντασιώσεις και νοητικές υπερβάσεις. Το ιϊκό φορτίο που μπορεί να μεταδώσει ένας πλήρως εμβολιασμένος είναι πολύ μικρότερο από αυτό ενός ανεμβολίαστου και για μικρότερο χρονικό διάστημα, ενώ η πιθανότητά νόσησης είναι αντίστοιχα πολύ μικρότερη επίσης. Ακόμη η πιθανότητα σοβαρής νόσησης ή και αποβίωσης ενός πλήρως εμβολιασμένου είναι σπάνια και πολύ μικρότερη στατιστικά από αυτή ενός ανεμβολίαστου. Υπάρχουν πλέον εκατομμύρια πλήρως εμβολιασμένων ανθρώπων που έχουν υποστεί ελαφρά ή πολύ ελαφρά ή ασυμπτωματική νόσηση.
Όλοι οι ιοί των μεταδοτικών θανατηφόρων νόσων μεταλλάσσονται συνεχώς και όλα τα εμβόλια, για αυτές τις νόσους, επικαιροποιούνται διαρκώς κι αυτό συμβαίνει και σε νόσους που πρωτοεμφανίσθηκαν προ διακοσίων ετών. Υπάρχουν μικρές ή μεγαλύτερες παρενέργειες σε όλα τα φαρμακευτικά σκευάσματα, καθώς και στα εμβόλια, ενώ συνήθως ένα ποσοστό 2-3%, σε όσους έχουν κάνει χρήση τους, θεωρείται αποδεκτό, αλλά υπάρχει και η περίπτωση να μην ανοσοποιείται ένας ανθρώπινος οργανισμός με θεωρούμενο αποδεκτό ποσοστό μικρότερο του 1%. Ακόμη, υπάρχουν εμβολιασμοί που πραγματοποιούνται άπαξ ή δις, αλλά και αυτοί που πραγματοποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, πχ. ετήσια ή εξαμηνιαία, με γνωστότερο αυτόν κατά της εποχιακής γρίπης που πραγματοποιείται ετήσια.
Η ραγδαία εξέλιξη της φαρμακευτικής τεχνολογίας έχει καταστήσει εφικτή την παρασκευή εμβολίων τύπου m-RNA (Pfizer, Moderna), αλλά ταυτόχρονα κυκλοφορούν και τα εμβόλια παλαιότερης τεχνολογίας που βασίζονται στους αδρανοποιημένους αδενοϊούς και είναι και τα περισσότερα αριθμητικά (κινέζικο Sinovac, ρωσικό Sputnik, ινδικό Covaxin, κουβανικό Abdala, Johnson & Johnson, Astra Zeneca κλπ). Οιαντιεμβολιαστές ισχυρίζονται ψευδέστατα ότι τα εμβόλια τύπου m-RNA παρεμβαίνουν στον ανθρώπινο γενετικό κώδικα τροποποιώντας τον, κάτι που δεν τεκμαίρεται από επιστημονικά δεδομένα. Προφανώς – και όχι μόνο από αντικαπιταλιστική αλλά και από καθαρά ανθρωπιστική σκοπιά και κοινή λογική – είναιεπιτακτική ανάγκη η επιβολή της άρσης των ‘πατεντών’ διεθνώς των σχετικών εμβολίων καθώς και η ελεύθερη κυκλοφορία και συνταγογράφησηόλων των αδειοδοτημένων εμβολίων παγκόσμια αλλά και στην Ελλάδα, με ελεύθερη επιλογή του ασθενούς σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό. Όμως η έννοια της ατομικής ευθύνης γενικά είναι μια ιδεοληψία που ανήκει στο “οπλοστάσιο” του νεοφιλελευθερισμού. Επομένως, η άρνηση πραγματοποίησης ιατρικής πράξης, χωρίς συναίνεση του ασθενούς, δεν νοείται να είναι ατιμώρητη όταν πρόκειται για μεταδοτικές ασθένειες αλλά μόνο για ασθένειες που δεν επηρεάζουν άλλους ανθρώπους πέραν του ασθενούς. Σαφέστατα προέχει η προστασία της δημόσιας υγείας, από το όποιο ατομικό δικαίωμα. Το συλλογικό κοινωνικό καλό πάντοτε υπερτερεί του όποιου ατομικού δικαιώματος και πάντοτε προτάσσεται η έννοια της συλλογικής κοινωνικής συν-ευθύνης.
Έχει διαπιστωθεί ιστορικά ότι όσο μεγαλύτερος, σε ποσοστό κάλυψης του γενικού πληθυσμού, είναι ένας μαζικός εμβολιασμός για οποιαδήποτε μεταδοτική νόσο, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες μια πανδημία να εξελιχθεί σε απλή επιδημία ή ενδημία και ταυτόχρονα διαπιστώνεται ελαχιστοποίηση των μεταλλάξεων του συγκεκριμένου ιού. Γι’ αυτό τον λόγο, ο εμβολιασμός πρέπει να είναι υποχρεωτικός, εκτός περιπτώσεων ύπαρξης σοβαρών αντενδείξεων που κρίνονται από αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, γιατί κανείς δεν έχει δικαίωμα εξαιτίας του να μεταδοθεί ο ιός σε συνανθρώπους του, που κάποιοι ενδεχομένως να αποβιώσουν. Δεν κρίνεται η υγεία ενός μόνο ατόμου, που θα ήταν σαφώς δικαίωμά του να αρνηθεί μια ιατρική πράξη, αλλά πρόκειται για μια απόφαση που αφορά το κοινωνικό σύνολο και τη δημόσια υγεία. Εμφατικά τονίζουμε ότι δικαίωμα πρόσβασης στις δομές του ΕΣΥ πρέπει να έχουν όλοι ανεξαιρέτως, είτε είναι εμβολιασμένοι είτε ανεμβολίαστοι.
Σε τρείς καταγραμμένες ιστορικές περιπτώσεις κυβέρνησης της αριστεράς, εφαρμόσθηκε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός για προστασία του κοινωνικού συνόλου και της δημόσιας υγείας. Στην παρισινή κομμούνα το 1871 και τη νεότευκτη Σοβιετική Ένωση το 1919, υπήρξε γενικευμένος υποχρεωτικός εμβολιασμός κατά της εβλογιάς. Η κυβέρνηση της δημοκρατικής Ισπανίας το 1937, με υπουργό υγείας αναρχική, επέβαλε του υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του τυφοειδούς πυρετού.
Ο ανεμβολίαστος υγειονομικός επικαλείται προφανώς το δικαίωμα του να αποκρούσει κάθε παρέμβαση του κράτους στο σώμα του, προκειμένου να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητα του (άρθρο 5 του Συντάγματος), με βάση τα πιστεύω και τις αντιλήψεις του. Ακόμη κι αν αυτές είναι αντιεπιστημονικές κι αντιεμβολιαστικές, έχει κάθε δικαίωμα να τις ασπασθεί και να ζητήσει από το κράτοςνα απέχει από ενέργειες που αφορούν το δικό του σώμα, έστω κι αν αυτό θα έχει συνέπειες στην υγεία του, δεδομένου ότι εκείνος θεωρεί πχ το εμβόλιο ως βλαπτικό ή φοβάται υπέρμετρα και ανορθολογικά. Το θέμα θα θεωρούνταν λήξαν, αν η ασθένεια από την οποία προστατεύει το εμβόλιο δεν ήταν μεταδοτική και άρα δεν ενέπλεκε ΑΜΕΣΑ τα δικαιώματα των άλλων, που ως έκφραση αποτελούν συγκεκριμένη ΡΗΤΡΑ εξαίρεσης από τον κανόνα σεβασμού της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, και είναι διατυπωμένες στην ίδια φράση του άρθρου 5 , ώστε να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι αφορούν το συγκεκριμένο δικαίωμα.
Η covid-19 είναι μία ακόμη μεταδοτική νόσος, οπότε όχι μόνο η παραπάνω εξαίρεση (περί προστασίας των ‘ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ») εξουδετερώνει νομικά τον αρχικό κανόνα, αλλά επιπλέον ορθώνονται και άλλα δύο δικαιώματα που προστίθενται στην ανωτέρω ερμηνεία γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ της αναστολής εργασίας των υγειονομικών. Τα έννομα αγαθά της ζωής και της υγείας έχουν αφενός την μορφή ατομικών (υποκειμενικών) θεμελιωδών δικαιωμάτων,που προστατεύονται το μεν δικαίωμα στην ζωή από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 Σ (βλέπε και άρθρο 2 ΕΣΔΑ), το δε δικαίωμα στην υγεία από το άρθρο 5 παρ. 5 Σ ως αμυντικό θεμελιώδες δικαίωμα και από το άρθρο 21 παρ. 3 Σ ως κοινωνικό θεμελιώδες δικαίωμα. Παράλληλα ανωτέρω αναφερόμενα δικαιώματα συνθέτουν και την δημόσια υγεία ως συλλογικό έννομο αγαθό, αναμφίβολα άξιο προστασίας ως τέτοιο.
Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων υπόκεινται με τη σειρά τους κι αυτοί επίσης σε περιορισμούς, δηλαδή σε οριοθετήσεις. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την κλασική ερμηνευτική θεωρία του πυρήνα του δικαιώματος, δηλαδή τη θεωρία εκείνη του συνταγματικού δικαίου που εδράζεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος και που γίνεται δεκτή από τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων, δεν επιτρέπεται η παραβίαση του πυρήνα ενός δικαιώματος. Η ερμηνευτική αυτή θεωρία βασίζεται στην αντίληψη ότι κάθε δικαίωµα αποτελείται από ένα «σκληρό πυρήνα» του οποίου δεν είναι δυνατός ο περιορισµός.
Ο πυρήνας του δικαιώματος διαθέτει και διεθνή κατοχύρωση στον Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο άρθρο 52 παρ.1 εδ. α που ορίζει τα εξής: Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να τηρεί το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ως βασικό περιεχόμενο,νοείται το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος.Πράγματι, στην περίπτωση του υποχρεωτικού εμβολιασμού δεν επιτρέπεται να συλληφθεί ένας πολίτης με βία, να δεθεί χειροπόδαρα και να οδηγηθεί για εμβολιασμό δεμένος σε μια καρέκλα. Κατά συνέπεια, όσοι υποστηρίζουμε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό σεβόμαστε απόλυτα τις οριοθετήσεις που οφείλουν να υπάρχουν αναφορικά με τους περιορισμούς των δικαιωμάτων.
Επιπλέον, εφαρμόζοντας τη δεύτερη εξίσου βασική αρχή οριοθέτησης των περιορισμών των δικαιωμάτων, δηλαδή τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, δεχόμαστε απόλυτα ότι κάθε κύρωση οφείλει να είναι ήπια και όχι δυσανάλογη. Η αρχή αυτή απαιτεί όπως ο εισαγόµενος νοµοθετικός περιορισµός να αποτελεί, κατ’ είδος και έκταση, πρόσφορο µέσο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού. Μάλιστα, η αρχή της αναλογικότητας κατοχυρώνεται πλέον (ύστερα από τη συνταγµατική αναθεώρηση του 2001) και ρητώς από το άρθρο 25§1 εδ.δ΄Σ, όπου ορίζεται ότι οι κάθε είδους περιορισµοί των συνταγµατικών δικαιωµάτων πρέπει «να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Έτσι, για παράδειγμα, οι υποστηρικτές του υποχρεωτικού εμβολιασμού (που τασσόμαστε υπέρ της αναστολής εργασίας στα νοσοκομεία και υπέρ ενός προστίμου βεβαιωμένου σε ΔΟΥ) ουδέποτε αρνηθήκαμε να μετακινηθούν εκτός υπηρεσιών υγείας οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί για να εργασθούν σε θέσεις γραφείου άλλων δημόσιων υπηρεσιών, όπου όμως ΔΕΝ θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με κανέναν πολίτη ή συνάδελφο, και φυσικά να φορούν υποχρεωτικά μάσκα και να υποβάλλονται συχνά σε τεστ (με δικά τους έξοδα, ως μέσο παρότρυνσης τους να αποδεχθούν τον αντικειμενικά – με βάση την επιστήμη – ωφέλιμο και σε κάθε περίπτωση ανώδυνο για την υγεία τους εμβολιασμό). Με βάση τα παραπάνω, πληρούται ο σεβασμός προς την αρχή της αναλογικότητας, και άρα είναι απολύτως νόμιμη και συνταγματική η αξίωση παραμονής των υγειονομικών έξω από νοσοκομεία και κέντρα υγείας.
Σε ό,τι αφορά το δικαίωμα πχ του γιατρού Κούβελα, ή οποιουδήποτε άλλου, στην ελεύθερη έκφραση, που κατοχυρώνει το άρθρο 14 του Συντάγματος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι καταρχήν η ελεύθερη διατύπωση μιας γνώμης αποτελεί τον κανόνα για τη συνταγματική έννομη τάξη μας. Η σχετική συνταγματική διάταξη εμπεριέχει βεβαίως την έκφραση «ως νόμος ορίζει», αλλά αυτή έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα για το δικαίωμα, και δεν μπορεί να περιορίσει τον πυρήνα του, ούτε να του επιφέρει δυσανάλογες εκπτώσεις, όπως αναλύθηκε προηγουμένως.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι τι γίνεται στις περιπτώσεις εκείνες που η γνώμη ενός προσώπου εκλαμβάνεται ως αντικειμενικό θέσφατο και όχι ως προσωπική άποψη. Στις περιπτώσεις δηλαδή εκείνες όπου επιστήμονες παρεκκλίνουν από την τελική και κυρίαρχη απόφαση που εκφράζει η πλειοψηφούσα γνώμη της επιστήμης, δημιουργείται σύγχυση στον πληθυσμό σχετικά με το τι ισχύει, και μάλιστα για θέματα που δεν είναι υποκειμενικά και φιλοσοφικά, αλλά απολύτως μετρήσιμα και στηριζόμενα σε αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα. Αντίθετα, ένας πολίτης που δεν είναι ειδήμων μπορεί να έχει απόλυτη ελευθερία στη διατύπωση μιας τέτοιας γνώμης, γιατί αυτή δεν θα εκληφθεί απαραίτητα ως επιστημονικά έγκυρη. Βεβαίως, οι επιστήμονες με βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος αποτελούν φορείς της ελεύθερης επιστημονικής έρευνας, και άρα καταρχήν δεν πρέπει να διώκονται για τη διατύπωση της άποψης τους. Όμως η προστασία αυτή αφορά τον διάλογο που εξελίσσεται στο εσωτερικό της επιστήμης τους, με αντιπαραθέσεις στοιχείων και ερευνών, ώστε να προωθηθεί η ίδια η επιστήμη και να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Οι διαφορετικές γνώμες στα επιστημονικά συνέδρια αποτελούν κάτι το σύνηθες, αλλά όταν μεταφέρονται στα τηλεοπτικά παράθυρα αποκτούν μια άλλη διάσταση, που δεν χρήζει προστασίας, καθώς ο τηλεθεατής δεν έχει τη δυνατότητα αντίκρουσης ή στάθμισης, ακριβώς λόγω της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων. Αντίθετα, επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, η οικονομία, η εγκληματολογία κλπ έχουν μια ευρύτερη πολιτική διάσταση, οπότε σε χονδρικές γραμμές μπορούν να γίνουν κατανοητές στην κοινωνία και να αξιολογηθούν από αυτή. Η ιατρική όμως ανήκει στον πολύ σκληρό πυρήνα των θετικών επιστημών, που απαιτούν διαρκή πειράματα και ειδικότατες γνώσεις. Άρα η εκφορά της από τα ‘τηλε-παράθυρα’ δεν απαλλάσσει τον επιστήμονα που αντικρούει την κυρίαρχη άποψη από την υποχρέωση του να δηλώσει προς την κοινή γνώμη ότι αυτή αποτελεί την επίσημη (μέχρι στιγμής) θέση της επιστημονικής κοινότητας.
Πέραν αυτού, ακόμη και για τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του απόλυτου χαρακτήρα της ελευθερίας του λόγου, η μόνη περίπτωση που εξαιρείται από την έννομη προστασία είναι εκείνη όπου ο λόγος ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΑΡΡΗΚΤΑ με την πράξη, όπως για παράδειγμα το να φωνάξει κάποιος με τηλεβόα«σκοτώστε τους αλλοδαπούς γιατί είναι όλοι εγκληματίες και επικίνδυνοι», δίπλα σε κάποιο πάρκο όπου τη στιγμή εκείνη λαμβάνει χώρα ένα μεταναστευτικό φεστιβάλ !! O σαφής και παρών κίνδυνος πρόκλησης ενός µεγάλου κακού από τον λόγο µπορεί να δικαιολογήσει περιορισµό του λόγου αυτού όσο ευρύ και αν είναι το πεδίο συνταγµατικήςπροστασίας του λόγου. Κλασικό παράδειγµα σαφούς και παρόντος κινδύνου στην αμερικανική νομολογία που είναι η πιο εξελιγμένη στα θέματα αυτά (βλέπε απόφαση Schenck v. United States, 249 U.S. 47/1919 ) του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ) είναι κάποιος που φωνάζει λέγοντας ψέµατα τη λέξη «φωτιά» µέσα σε ένα γεµάτο θέατρο, προκαλώντας πανικό. Έτσι, διατυπώθηκε στο συνταγματικό δίκαιο η θεωρία του σαφούς και παρόντος κινδύνου (clear and present danger).
Δεν χωράει αμφιβολία ότι, κατά τη διάρκεια που ο γιατρός Κούβελας διατύπωσε τις αντιεπιστημονικές απόψεις του κατά του εμβολιασμού, ο κίνδυνος του κορωνοϊού ήταν σαφής και παρών, αφού υπήρχαν χιλιάδες νεκροί, δεκάδες χιλιάδες κρούσματα και εκατοντάδες διασωληνωμένοι. Ο τροποποιημένος ποινικός κώδικας καθιστά ποινικό αδίκημα τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, οι οποίες «είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία» και τιμωρείται με φυλάκιση έως πέντε ετών.
Άρα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς εύλογα ότι ενώ η νέα νομοθεσία της κυβέρνησης σχετικά με την αυστηροποίηση της διασποράς ψευδών ειδήσεων του άρθρου 191 του ποινικού κώδικα είναι αντισυνταγματική σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους θεματικούς τομείς (οικονομία, αμυντική ικανότητα κλπ), αφού κάθε πολίτης σε μια δημοκρατική κοινωνία δικαιούται να έχει άποψη σε θέματα που τον αφορούν, δεν ισχύει το ίδιο για τον θεματικό τομέα της δημόσιας υγείας. Για τον τομέα αυτόν υπάρχουν μετρήσιμα και χειροπιαστά στατιστικά δεδομένα που επιτρέπουν τη θεμελίωση κινδύνου για τα ατομικά δικαιώματα όλων των πολιτών που θα πέσουν θύματα παραπληροφόρησης από την εκφορά της άποψης του διαφωνούντος γιατρού.Αντισυνταγματική ήταν και η παλαιά διάταξη του άρθρου 191, που αναφερόταν στην απειλή διατάραξης της «δημόσιας τάξης», καθώς πρόκειται για εξαιρετικά αφηρημένη έννοια. Με απλά λόγια, η οικονομία και η αμυντική ικανότητα (αλλά και η δημόσια τάξη) είναι γενικότερες έννοιες, και χωρεί πολλή συζήτηση για το θεωρούμενο καλύτερο μοντέλο και άρα δεν νοείται περιορισμός της ελευθερίας του διαλόγου. Αντίθετα, η δημόσια υγεία είναι κάτι απόλυτα μετρήσιμο και συγκεκριμένο, αλλά και η διακινδύνευση της αποτελεί πολύ άμεση, παρούσα και έντονη απειλή.
*Ο κ. Νάσος Θεοδωρίδης είναι Δικηγόρος Αθηνών με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στο Δημόσιο Δίκαιο.
**Ο κ. Καλλίνικος Νικολακόπουλος είναι Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, 2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα οικονομικά και διοίκηση μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα).