Θεωρητικά η ψήφιση των αμυντικών συμφωνιών για τα μαχητικά αεροσκάφη Rafale, τις φρεγάτες Belharra και τις τορπίλες υποβρυχίων θα ανέμενε κάποιος να αποτελέσουν το πεδίο σύμπνοιας των πολιτικών κομμάτων ως προς την αναβάθμιση της αμυντικής θωράκισης της χώρας – αυτή ήταν τουλάχιστον η προσδοκία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η ενότητα και η συμπαράταξη που αναζητούσε το κυβερνών κόμμα δεν κατέστησαν εφικτές. Ωστόσο, καταγράφηκαν ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις και επανατοποθετήσεις των κομμάτων επί των κρίσιμων θεμάτων της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, ενώ αποτυπώθηκαν οι νέες ισορροπίες στο εσωτερικό μέτωπο έναντι των σύνθετων προκλήσεων που γεννά το ασταθές διεθνές περιβάλλον για τη χώρα μας.

Επιστροφή σε άλλες εποχές

Από τη συζήτηση αναδείχθηκαν δύο αποκλίνουσες στρατηγικές θεωρήσεις, δύο κυρίαρχα αντιθετικά «δόγματα» στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας με μια «εσάνς» επιστροφής στις «ρίζες»: από τη μια με την επίκληση εκ μέρους του Πρωθυπουργού του «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή («κάτι το οποίο εξακολουθεί και ισχύει στο ακέραιο είτε σας αρέσει είτε όχι» όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης) και από την άλλη με τον «υποδόριο αντιαμερικανισμό», όπως τον χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός, του Αλέξη Τσίπρα που θύμισε ΣΥΡΙΖΑ προ διακυβέρνησης («Σε λίγο θα ακούγαμε το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» σε αυτή την αίθουσα πάλι» σχολίασε ειρωνικά ο κ. Μητσοτάκης). Αν προσθέσει κάποιος τις αναφορές στον Ανδρέα Παπανδρέου, τότε η εικόνα είχε όντως κάτι από τα παλιά. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στον ιδρυτή του ΠαΣοΚ, ο οποίος, όπως είπε, «είχε εκλεγεί το 1981 με κεντρικό σύνθημα «Εξω οι βάσεις του θανάτου» και ήρθε το 1983 και υπέγραψε μια πολύ ωραία, πενταετή επέκταση των συμφωνιών, λέγοντας ότι οι βάσεις μένουν μέχρι που να φύγουν».

«Η ωραία διγλωσσία»

Η στόχευσή του δεν ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ούτε καν το ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ, το οποίο άλλωστε ψήφισε τις συμβάσεις, αλλά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ: «Υπάρχει μια γενικότερη εμπειρία, μια τεχνογνωσία στον λαϊκισμό στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, σε αυτό το οποίο εσείς αποκαλείτε προοδευτικό κεντροαριστερό χώρο. Φαντάζομαι ότι και ο κ. Τσίπρας έχει πάρει κάποια τέτοια μαθήματα και χρησιμοποιεί αυτή την ωραία διγλωσσία…» ανέφερε προκαλώντας την ενόχληση του ΚΙΝΑΛ.

Ο κ. Τσίπρας επιχείρησε μια επανατοποθέτηση στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής απέναντι στη «διπλωματία των εξοπλισμών» και την «αναβλητική διπλωματία» της ΝΔ, όπως τη χαρακτήρισε, χαράσσοντας «κόκκινες γραμμές» σε όλα τα επίδικα θέματα: από τους αμυντικούς εξοπλισμούς (τάχθηκε υπέρ της «επαρκούς άμυνας» και των «λελογισμένων και αναγκαίων εξοπλισμών» χωρίς «να αφήνουμε την κοινωνία απροστάτευτη») έως τις σχέσεις με την Τουρκία (αν και δήλωσε ότι δεν τρέφει αυταπάτες, είπε ότι «οφείλουμε να το παλεύουμε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για έναν όχι προσχηματικό αλλά ουσιαστικό διάλογο, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια ύφεση στις σχέσεις μας»).

Εμφαση Τσίπρα στην Αλεξανδρούπολη

Αιχμή όμως του «δόγματος Τσίπρα» αποτέλεσε η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποίησε όσον αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, με έμφαση στην «παραχώρηση της Αλεξανδρούπολης στους Αμερικανούς», κατηγορώντας τον Πρωθυπουργό ότι για τον ίδιο «η Ιστορία επιβάλλει να θεωρούμε οι Ελληνες πως ό,τι είναι καλό για τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι καλό και για τα δικά μας συμφέροντα, κι ας βλέπουμε ξανά και ξανά πόσο αποτυχημένη είναι αυτή η στρατηγική». Με πιο αιχμηρό και ριζοσπαστικό λόγο, που ανέδιδε ένα «άρωμα» αντιαμερικανισμού παλαιότερων εποχών, και παρά την κυβερνητική εμπειρία της στρατηγικής σύσφιγξης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων που περιλάμβαναν και το στρατιωτικό σκέλος μηδέ της Αλεξανδρούπολης εξαιρουμένης (ο αμερικανός πρεσβευτής Τζέφρι Πάιατ είχε δηλώσει έκπληκτος για το «όχι» του ΣΥΡΙΖΑ στην αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι «η αναγέννηση των αμυντικών σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ ξεκίνησε πραγματικά κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ»), ο κ. Τσίπρας κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη ότι είναι «ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης που παραχώρησε ελληνικές εγκαταστάσεις στις αμερικανικές Ενοπλες Δυνάμεις επ’ αόριστον και πριν καν στεγνώσει το μελάνι της συμφωνίας».

Οι δύο ανησυχίες του ΣΥΡΙΖΑ

Η επιθετική ρητορική του κ. Τσίπρα έχει διάφορες αναγνώσεις που δεν περιορίζονται στην αντιπολιτευτική τακτική εν όψει της αναμενόμενης καταψήφισης εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας – ΗΠΑ που θα έλθει προς έγκριση το επόμενο διάστημα στη Βουλή. Είναι κυρίως λόγοι τακτικής που εδράζονται σε δύο θέματα τα οποία φοβούνται στον ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να λάβουν προεκτάσεις στρατηγικής σημασίας. Ο πρώτος λόγος αφορά τον πενταετή (από ετήσιο) χρονικό ορίζοντα της συμφωνίας και της «αυτόματης ανανέωσής της επ’ αόριστον», εκτός εάν ένα από τα δύο μέρη την καταγγείλει, όρος που κατά τον κ. Τσίπρα υποθηκεύει τη δυνατότητα μιας μελλοντικής κυβέρνησης «να μπορεί να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους και να κερδίσει περισσότερα εάν θέλει». Ο δεύτερος αφορά την ασάφεια που διακρίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ ως προς το εύρος και τον ρόλο της βάσης στην Αλεξανδρούπολη, κάτι που θα μπορούσε να εμπλέξει την Ελλάδα, όπως φοβούνται, σε περιπέτειες σε σχέση με τη στάση της Δύσης έναντι της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα η ύπαρξή της δεν εγγυάται κάτι αποτρεπτικό έναντι της Τουρκίας.

Εν ολίγοις, για τον κ. Τσίπρα η «αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης», που ήταν πάγια θέση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει να ενταχθεί σε αμερικανικές επιχειρήσεις «και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα και να έχουμε κάθε μέρα δηλώσεις από ρώσους αξιωματούχους σε βάρος του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή».

Η συνάντησημε ΠάιατΤο αντιαμερικανικό κρεσέντο του κ. Τσίπρα συνέπεσε με τη συνάντηση που είχε λίγα 24ωρα μετά στο γραφείο του στη Βουλή με τον κ. Πάιατ, στον οποίο εξέφρασε τη διαφωνία του με την αμυντική συμφωνία, παρότι τάσσεται υπέρ του αμοιβαία επωφελούς στρατηγικού διαλόγου με τις ΗΠΑ. Αλλωστε ως πρωθυπουργός είχε εργαστεί προς την κατεύθυνση αυτή – όπως δήλωνε το 2017, μετά τη συνάντησή του με τον «διαβολικά καλό» Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονταν την περίοδο εκείνη ίσως στο καλύτερο επίπεδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!

Πώς κινήθηκαν τα κόμματα στην ψηφοφορία

Οι διαφορετικές οπτικές αποτυπώθηκαν και στην ψηφοφορία για τις εξοπλιστικές συμβάσεις, με ΝΔ, ΚΙΝΑΛ και Ελληνική Λύση να συγκροτούν το (άτυπο) «μέτωπο» του «ναι» και με τον ΣΥΡΙΖΑ να «ακροβατεί» επιλέγοντας το «παρών» επί της αρχής, καταψηφίζοντας τη σύμβαση για τα έξι επιπλέον Rafale (ενώ είχε υπερψηφίσει την προμήθεια των πρώτων 18 γαλλικών μαχητικών πριν από έναν χρόνο) και υπερψηφίζοντας τις Belharra και τις τορπίλες, ενώ ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 κινήθηκαν στην ίδια «γραμμή» καταψηφίζοντας επί της αρχής και δηλώνοντας «παρών» στην προμήθεια των τορπιλών.