H ένταση αλλά και η διάρκεια της πανδημίας της COVID-19, σε συνδυασμό με το παγκοσμιοποιημένο διεθνές περιβάλλον, δημιουργούν πλείστα ζητήματα παράλληλα με αυτά της υγείας.

Στο επίπεδο των κοινωνικών επιστημών, η ανάλυση επικεντρώνεται τόσο στις μεταβολές που η πανδημία επιφέρει στην ψυχολογία του ατόμου, κυρίως μέσω της διαρκούς υπενθύμισης της θνητότητας πάνω από το ποσοστό που μπορεί να διαχειριστεί η ατελής ανθρώπινη νόηση, όσο και στην πολιτική διάδραση μεταξύ πολίτη και κράτους. Το σημερινό σημείωμα θα επικεντρωθεί στο δεύτερο σημείο.

Από την πρώτη στιγμή της έκρηξης της πανδημίας το σύνολο των κρατών του πλανήτη, άλλα σε πρώτο χρόνο και άλλα με μεγάλη καθυστέρηση, κατέφυγαν στη λύση της υποχρεωτικής παραμονής στο σπίτι για την καθεμία και τον καθένα ώστε ο ιός να μη βρίσκει εύκολα ξενιστές. Οι αποφάσεις αυτές δημιούργησαν ένα πρώτο κύμα αντιδράσεων με πολίτες που δίχως να έχουν την επιστημονική συγκρότηση αμφισβήτησαν τα μέτρα. Η μεγάλη χρονική διάρκεια όμως της πανδημίας έχει δημιουργήσει σε πολλά κράτη ένα οργανωμένο κίνημα πολιτών που αμφισβητούν επιδερμικά την πανδημία και τους μηχανισμούς προστασίας της ανθρώπινης ζωής, αλλά στην ουσία αμφισβητούν ευθέως την ίδια την κρατική κυριαρχία και τη σχέση πολίτη και κράτους όπως αυτή αναδεικνύεται στο εσωτερικό του νεωτερικού πολιτειακού πλαισίου.

Οι ομάδες αυτές, που διευρύνουν διαρκώς την αριθμητική τους επιφάνεια και είμαι βέβαιος ότι σε λίγο καιρό θα δούμε και την πολιτική εκπροσώπησή τους σε εθνικά κοινοβούλια ανά τον πλανήτη, προωθούν τις θέσεις τους μέσω της διαστρέβλωσης του όρου «ελευθερία». Χρησιμοποιώ τον όρο «διαστρέβλωση» λόγω του ότι η αμφισβήτηση του δικαιώματος των ταγών της πολιτείας να λαμβάνουν αποφάσεις που περιορίζουν το εύρος των ατομικών επιλογών των πολιτών δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της αυτοαναφορικής «ελευθερίας», αλλά σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο ιδεοαναγκασμό που συγχέει το «ελεύθερο» με το «ελευθεριακό».

Ενώ η διάσταση της ελευθερίας συνδέεται άμεσα με τη συνεκτικότητα του δήμου και τη συλλογική ασφάλεια από τα κείμενα των κλασικών έως και στις σύγχρονες μελέτες της ρεαλιστικής σχολής της Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων, η ελευθεριότητα αποτελεί την εκπεφρασμένη διάθεση μονάδων ή μικρών ομάδων να κάνουν αισθητή την παρουσία τους όχι μέσω της συμμετοχής αλλά μέσω του κενού, της απουσίας και της βίαιης εναντίωσης απέναντι στο θεσμικό πλαίσιο καθορισμού των κανόνων της κοινωνικής συμβίωσης. Η πορεία προς την ελευθερία έχει λάβει την έξοχη περιγραφή από τον Thomas Hobbes στο μνημειώδες «Leviathan», όταν αυτή συνδέεται άμεσα με την προστασία του ανθρώπου από τους κινδύνους της φυσικής κατάστασης, τον αταβισμό δηλαδή της ελευθεριότητας. Απότοκο της ανθρωπολογικής ωρίμασης είναι η δημιουργία του κράτους που οικοδομείται στο πλαίσιο της παροχής ασφάλειας, επομένως της εμπέδωσης της ελευθερίας. Ας φανταστούμε πόσο πολύ περιορίζεται η ατομική και συλλογική μας ελευθερία όταν ο πρωτογενής κίνδυνος της επιβίωσης απασχολεί τον κύριο όγκο των καθημερινών μας δραστηριοτήτων.

Η άρνηση των ελευθεριακών μειοψηφιών να πειθαρχήσουν στους κανόνες της πολιτείας για την ενίσχυσης της υγείας των πολιτών εν καιρώ πανδημίας αποτελεί στην ουσία ατομική αντίθεση απέναντι στην εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας για λόγους που έχουν να κάνουν με ιδεολογηματικές επιλογές ή και ψυχιατρικές αποκλίσεις. Η κοινωνική βία άλλωστε εμποτίζεται σε μεγάλο ποσοστό από ψυχαναγκασμούς, φοβίες, σύνδρομο καταδίωξης κ.ά. Το ερώτημα που απασχολεί ασφαλώς στην παρούσα φάση είναι γιατί η αριθμητική βάση των ελευθεριακών συνεχώς διευρύνεται. Η παρούσα χρονική φάση ευνοεί την ενδυνάμωση της αυτόβουλης ατομικής περιθωριοποίησης που σε συνδυασμό με τις ψευδείς ειδήσεις στο Διαδίκτυο δημιουργούν πανικό, διεγείρουν τα σενάρια συνωμοσίας και «πιστοποιούν» [sic] την αναγκαιότητα της βίαιης αντίδρασης ως μοναδική λύση απέναντι στον αυταρχισμό της πολιτείας. Αν κάποιος παρακολουθήσει τη γέννηση αλλά και τη γιγάντωση του κινήματος QAnon στις ΗΠΑ, με κορύφωση της ύπαρξής του την επίθεση στο Καπιτώλιο, τότε μπορεί να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Κινδυνεύει η δημοκρατία σήμερα από αυτές τις ομάδες; Η μετεξέλιξη της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης στην προ-πανδημική εποχή σε κατάσταση εξτρεμισμού και άρνησης σήμερα δεν πρέπει να θεωρηθεί από την πολιτεία ως απλώς σημείο των καιρών που θα σβήσει όταν με το καλό τελειώσει η πανδημία. Αποτελεί, αντιθέτως, αφετηρία προσδιορισμού των πολιτικών άκρων και των ημιμαθών μαζών σε μια νέα συνθήκη βίαιης αυτο-οργάνωσης. Μέχρι σήμερα είχαμε συνηθίσει την Ακρα Αριστερά και την Ακρα Δεξιά να δημιουργούν ομάδες με βίαιο προσανατολισμό. Πλέον εισερχόμαστε στη νομιμοποίηση της εσχατολογίας στις μικροαστικές μάζες που δεν κατανοούν τις διαδικασίες συλλογικής μετάβασης σε μια νέα εποχή με μεγαλύτερες ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις ως προς την απομυθοποίηση των έως σήμερα αθέατων ελευθεριακών δομών που περιχαράκωναν την ύπαρξή τους. Φυσικό επακόλουθο αυτής της αλλοτριωτικής συνθήκης είναι η ενίσχυση των προοπτικών αποκλινουσών συμπεριφορών οδηγούμενη προς μια νέα μορφή τρομοκρατίας για τον δυτικό κόσμο, αυτό της «διπλανής πόρτας». Ο τρομοκράτης πλέον δεν θα είναι ο «άλλος», ο «ξένος», αλλά ένας από τους πολλούς που θα υιοθετεί τον ρόλο του σταυροφόρου και θα «αγωνίζεται» να σώσει την κοινωνία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της πολιτείας. Περνάμε σε μια νέα φάση υψηλής τριβής στον πυρήνα της κοινωνίας και είναι ίσως η πρώτη φορά που η ελευθεριακή εσχατολογία έχει τόσους πρόθυμους να συνταχθούν στις γραμμές της.

 

*Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.