Η τελευταία φορά που το Καζακστάν πνίγηκε στο αίμα ήταν τον Δεκέμβριο του 1986. Τότε, ο ηγέτης της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, απομάκρυνε τον Καζάκο Ντινμουχαμέντ Κουνάεφ από την ηγεσία της κεντροασιατικής χώρας – στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων Περεστρόικα και Γκλασνόστ – τοποθετώντας στη θέση του τον ρώσο Γκενάντι Κολμπίν. Οι ντόπιοι αντέδρασαν άμεσα. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες κινητοποιήθηκαν, χιλιάδες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, ενώ αρκετοί σκοτώθηκαν.

Το ζητούμενο της δημοκρατίας

H άνευ προηγουμένου κρίση που εξελίσσεται στο Καζακστάν αυτές τις μέρες έχει διαφορετική αφορμή αλλά ζητούμενο παραμένει η δημοκρατία. Η μέχρι πρότινος «πιο σταθερή και ευημερούσα» μετασοβιετική χώρα βιώνει μια μεγάλη λαϊκή έκρηξη. Παρά την τεράστια επικράτεια και την αφθονία κοιτασμάτων ουρανίου και πετρελαίου, ο πλούτος δεν έφθασε στα μεσαία και κατώτερα στρώματα, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να τα βγάζουν πέρα με δυσκολία.

«Οι πολιτικές ελίτ του Καζακστάν φαίνεται να απολαμβάνουν τυπικά χόμπι όπως ταξίδια, ιππασία και σκι. Δεν αποτελεί έκπληξη ωστόσο ότι είναι σε θέση να επιδοθούν στα χόμπι τους σε μεγάλη κλίμακα» ανέφερε, σύμφωνα με το WikiLeaks, αμερικανός διπλωμάτης που υπηρέτησε στο Καζακστάν. Ελλείψει δημοκρατίας, ευημερίας, δίκαιων και ανταγωνιστικών εκλογών, με υψηλό πληθωρισμό και έναν Τύπο υπό μέγκενη, μια αφορμή ήταν αρκετή για να προκληθεί κοινωνικό ξέσπασμα.

Το χρονικό των διαμαρτυριών

Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν την Πρωτοχρονιά στην πόλη Ζαναόζεν εξαιτίας της κυβερνητικής απόφασης για άρση του πλαφόν της τιμής του υγραερίου (LPG), με αποτέλεσμα την εκτόξευση των τιμών του. To μέσο ετήσιο εισόδημα στο Καζακστάν κυμαίνεται περί τα 1.100 ευρώ (τένγκε ονομάζεται το νόμισμα της χώρας). Πολλοί Καζάκοι έχουν μετατρέψει τα αυτοκίνητά τους για χρήση υγραερίου, επειδή ήταν το φθηνότερο καύσιμο.

Αμεσα, οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν και στην υπόλοιπη χώρα. Στο Αλμάτι, μεγαλύτερη πόλη και οικονομικό κέντρο της χώρας, η κατάσταση ξέφυγε. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν το εμπορικό κέντρο και το αεροδρόμιο της πόλης, ενώ πυρπόλησαν το γραφείο του δημάρχου και κυβερνητικά κτίρια. Παράλληλα, σύμφωνα με τις Αρχές, προσπάθησαν να καταλάβουν αστυνομικά τμήματα.

Οι απολύσεις και η όξυνση

Ο πρόεδρος της χώρας, Κάσιμ-Γιομάρτ Τοκάγεφ, προσπάθησε να αποκαταστήσει την ηρεμία, απολύοντας την κυβέρνηση αλλά και τον επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ. Ο τελευταίος διοίκησε τη χώρα περίπου 30 χρόνια και μεγάλο μέρος της δημόσιας οργής είναι επικεντρωμένο πάνω του.

Η κρίση δεν εξομαλύνθηκε, ο Τοκάγεφ κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η κρατική καταστολή διογκώθηκε. Ο καζάκος πρόεδρος διέταξε τις Αρχές να «πυροβολούν χωρίς προειδοποίηση» τους διαδηλωτές, ενώ ζήτησε τη συνδρομή του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), ενός «ρωσοκρατούμενου μπλοκ περιφερειακής ασφαλείας», όπως έχει χαρακτηριστεί. Ρώσοι αλεξιπτωτιστές έφτασαν άμεσα στο Καζακστάν προκειμένου να ενισχύσουν τις κυβερνητικές δυνάμεις.

Τα ρωσικά συμφέροντα

Το ενδιαφέρον της Μόσχας για τη γειτονική της χώρα έγκειται στο ότι επιθυμεί να αυξήσει τη στρατιωτική της παρουσία στο καζακικό έδαφος, όπου, εκτός από στρατιωτικές βάσεις και αγωγούς φυσικού αερίου, διαθέτει διαστημικό σταθμό στην περιοχή Μπαϊκονούρ. Επιπλέον, ως συνορεύον με τη Ρωσία, το Καζακστάν εμπίπτει και αυτό στη θεωρία περί «εγγύς εξωτερικού».

«Η αλήθεια είναι ότι το Καζακστάν θα είναι πάντα συνδεδεμένο με τη Μόσχα, ανεξάρτητα από το ποιος είναι επικεφαλής. Η χώρα δεσμεύεται μέσω συνθηκών, γεωγραφίας, υποδομών και πληθυσμού με τη Ρωσία. Οποιος είναι στην εξουσία στο Νουρσουλτάν (σ.σ.: πρωτεύουσα) θα πρέπει να έχει καλή εργασιακή σχέση με τη Μόσχα» σημείωσε ο Ραφαέλο Παντούτσι, ειδικός στα θέματα Κεντρικής Ασίας. Η καζακική αντιπολίτευση χαρακτήρισε «κατοχικά» τα ρωσικά στρατεύματα.

Το ερώτημα για τη νέα εποχή

Τουλάχιστον 3.000 άτομα έχουν συλληφθεί (μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), πάνω από 1.000 έχουν τραυματιστεί, ενώ εκατοντάδες είναι οι νεκροί, μεταξύ των οποίων διαδηλωτές αλλά και 18 αστυνομικοί.

Η συνταγματική τάξη έχει σε μεγάλο βαθμό αποκατασταθεί, δήλωσε το πρωί της περασμένης Παρασκευής ο Τοκάγεφ, ενόσω φαινόταν ότι οι Αρχές επικρατούν των διαδηλωτών, τους οποίους ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει «ληστές» και «τρομοκράτες που εκπαιδεύθηκαν στο εξωτερικό». Οποια και αν είναι η έκβαση της κρίσης, το Καζακστάν μπαίνει σε μια νέα εποχή. Μένει να φανεί αν αυτή θα είναι καλύτερη ή χειρότερη.

Το εθνοτικοθρησκευτικό μείγμα και τα ραντάρ του ελληνικού ΥΠΕΞ 

Οι κοινωνικές και εθνοτικές εντάσεις δεν είναι σπάνιο φαινόμενο σε μια χώρα με πλούσιο εθνοτικοθρησκευτικό υπόδειγμα, όπως το Καζακστάν. Εθνοτικά η πλειονότητα του πληθυσμού (55%) είναι Καζάκοι και θρησκευτικά μουσουλμάνοι. Υπάρχει μια ισχυρή ρωσική μειονότητα (25%), ενώ στη χώρα ζουν Ουκρανοί, Ουζμπέκοι, Ουιγούροι, Τατάροι, Γερμανοί και… περίπου 12.000 Ελληνες. Αριστα πληροφορημένες πηγές σημείωναν στο «Βήμα» ότι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών παρακολουθεί στενά και με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στο Καζακστάν, λόγω και της παρουσίας ομογενών μας στη χώρα.

Η διαφθορά δηλητηριάζει τις σχέσεις πολίτη – κράτους

Ως μια χώρα «μεγάλων οικονομικο-κοινωνικών αντιθέσεων και πολιτισμικών αντιπαραθέσεων» περιγράφει στο «Βήμα» το Καζακστάν ο Μάνος Καραγιάννης, ο οποίος έζησε δύο χρόνια στο Αλμάτι. «Το Καζακστάν βρίσκεται πολιτικά, οικονομικά και ψυχολογικά πιο κοντά στη Μόσχα παρά στην Αγκυρα. Τα αίτια της λαϊκής εξέγερσης εναντίον του καθεστώτος Ναζαρμπάγεφ πρέπει να αναζητηθούν στο κύμα ανατιμήσεων σε καύσιμα και βασικά είδη ανάγκης, αλλά και στη δομική διαφθορά που δηλητηριάζει τις σχέσεις του πολίτη με το κράτος» δηλώνει ο αναπληρωτής καθηγητής στο King’s College London, τονίζοντας ότι στις διαδηλώσεις συμμετέχουν μόνο Καζάκοι, ενώ «οι πολίτες που ανήκουν σε εθνοτικές μειονότητες παραμένουν αποστασιοποιημένοι, και αυτό έχει τη σημασία του».