Το 2020 αποτέλεσε ένα έτος ορόσημο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στην ενέργεια. Αιτία είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ξεπέρασε την αντίστοιχη από ορυκτά καύσιμα, καθώς νέες αιολικές και ηλιακές μονάδες τέθηκαν σε λειτουργία, ενώ περιορίστηκε η χρήση γαιάνθρακα.

Φέτος, ωστόσο, η αισιοδοξία που προκάλεσε η παραπάνω εξέλιξη δείχνει να έχει μετριαστεί – αποδεικνύοντας, παράλληλα, πόσο εύθραυστο είναι το ενεργειακό ισοζύγιο το οποίο βασίζεται στις ανανεώσιμες πηγές. Κι αυτό είναι κάτι που αποτυπώνεται, εκτός των άλλων, στις άνευ προηγουμένου αυξήσεις που βλέπουν οι καταναλωτές, ιδιώτες και επιχειρήσεις, στους λογαριασμούς τους, καθώς η χονδρική τιμή ανά παραγόμενη μεγαβατώρα ισχύος έχει υπερδιπλασιαστεί μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ξεπερνώντας στις περισσότερες χώρες της ΕΕ τα 400 ευρώ.

Δεν είναι μόνο το φυσικό αέριο

Παρά το γεγονός ότι οι αυξήσεις στο φυσικό αέριο φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης, τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα, που έχει να κάνει κυρίως με την αιολική ενέργεια. Όπως σημειώνει σχετικό ρεπορτάζ του Reuters, η μέση ταχύτητα των ανέμων στη διάρκεια της φετινής χρονιάς είναι μικρότερη συγκριτικά, με αποτέλεσμα οι ανεμογεννήτριες να αποδίδουν λιγότερο, επιδεινώνοντας το φαινόμενο της ενεργειακής ακρίβειας.

Η εξήγηση είναι απλή: Η μείωση της παραγωγής από τις ανανεώσιμες πηγές, εξαιτίας της υποαπόδοσης των αιολικών πάρκων αύξησε τη ζήτηση από τις μονάδες που χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη ορυκτά καύσιμα. Αυτό, με τη σειρά του και με βάση τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς – σε συνδυασμό, βεβαίως, με τα γεωπολιτικά παιχνίδια που αφορούν στην ενέργεια – πυροδότησε περαιτέρω και αλυσιδωτές αυξήσεις στο φυσικό αέριο, εκτινάσσοντας το κόστος για τους τελικούς καταναλωτές.

Ταυτόχρονα δε, όπως φαίνεται και στο σχετικό γράφημα, ανέκαμψε και η χρήση του γαιάνθρακα, με αποτέλεσμα την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου στην ατμόσφαιρα.

Ο Αίολος δεν βοήθησε φέτος

«Εάν είχαμε ισχυρούς ανέμους ή απλώς τους αναμενόμενους ανέμους, δεν θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με αυτές τις εκρήξεις στις τιμές», σημείωσε μιλώντας στο ειδησεογραφικό πρακτορείο ο Ρόρι Μακάρθι, βασικός αναλυτής της Wood Mackenzie.

Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Refinitiv, κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους, οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί αιολικής ενέργειας στην Ευρώπη – Γερμανία, Δανία και Ηνωμένο Βασίλειο – εκμεταλλεύτηκαν μόλις το 14% της εγκατεστημένης ισχύος, όταν ο μέσος όρος των προηγούμενων ετών ήταν περίπου διπλάσιος (26%).

Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συνηθίσουν τα επόμενα χρόνια στις μεγάλες και απότομες αυξομειώσεις στις τιμές της ενέργειας, που θα ακολουθούν τα… κέφια του καιρού.

Να συνηθίσουμε τη μεταβλητότητα

«Θα καταστεί σύνηθες φαινόμενο στην αγορά ηλεκτρισμού της Ευρώπης να υπάρχει μεγάλος βαθμός μεταβλητότητας, επειδή αυτή είναι η φύση των μονάδων που εντάσσουμε στο σύστημα και η φύση εκείνων που βγάζουμε από αυτό», ξεκαθάρισε ο επικεφαλής της InCommodities, Γιέσπερ Γιόχανσον.

Μαζί του συμφώνησε και η CEO της σουηδικής Vattenfall, Άννα Μποργκ, η οποία ξεχώρισε δύο συμπεράσματα που εξάγονται από την σημερινή κρίση. Πρώτον, ότι «η αγορά θα είναι πιο ρευστή όσο προχωράμε και οφείλει να προσαρμοστεί σε αυτό». Και δεύτερον, ότι «υπάρχει προφανής ανάγκη και αξία στις ευέλικτες υπηρεσίες και μορφές αποθήκευσης ενέργειας».

Το συμπέρασμα, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι και οι ανανεώσιμες πηγές φέρουν ευθύνη για την ενεργειακή κρίση και ακρίβεια αυτής της περιόδου. Όχι μόνο εξαιτίας της ακανόνιστης παραγωγής, που απαιτεί διαρκείς μεταβολές στη σύνθεση του «χαρτοφυλακίου», αλλά και διότι είναι οι πολίτες – ως καταναλωτές και ως φορολογούμενοι – που τελικά επωμίζονται το κόστος της «πράσινης μετάβασης».

Πηγή ot.gr