Όταν όλα ακριβαίνουν για όλους, είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι δεν επηρεάζει τους πάντες το ίδιο. Οι ανατιμήσεις σε βασικά προϊόντα, οι αυξήσεις στην ενέργεια -σε συνδυασμό με το διαχρονικό παράγοντα των πολύ υψηλών έμμεσων φόρων -πλήττουν περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, όπως επίσης είναι εμφανές ότι ένα επίμονο κύμα ακρίβειας, χωρίς την λήψη μέτρων, στρώνει το δρόμο για την διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Η αποτύπωση στοιχείων, που παρουσιάζει το in.gr, αποτελούν καταρχάς την ακτινογραφία της ακρίβειας στη χώρα και δεύτερον πως και γιατί πλήττονται τα περισσότερα νοικοκυριά από τις αυξήσεις.

Τα ποσοστά αυξήσεων στο ράφι, όπως είναι λογικό, μετατρέπονται ουσιαστικά σε «ευρώ», τα οποία κάνουν φτερά από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, οι οποίοι οικογενειακοί προϋπολογισμοί επιβαρύνονται οριζοντίως, δηλαδή ψαλιδίζονται το ίδιο από τα πιο χαμηλά, έως τα πιο υψηλά εισοδήματα.

Χαρακτηριστικό του επιπέδου των μισθών είναι ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το 2020 τα ετήσια εισοδήματα ενός μισθωτού στη χώρα μας ήταν 15.763 ευρώ (μέσος μισθός μετά φόρων).

Υπολογίζεται ότι η μέση επιβάρυνση των νοικοκυριών, μόνο από τις αυξήσεις στην ενέργεια, στα ενοίκια και σε βασικά είδη τροφίμων – έξοδα που θεωρούνται πάγια – αυξάνεται από περίπου 59 ευρώ έως 166 ευρώ το μήνα. Δυσβάσταχτο είναι και το κόστος στέγης – με τα ενοίκια να έχουν σημειώσει μέση αύξηση 23,8% από το 2007 – ενώ και οι έμμεσοι και άμεσοι φόροι αποτελούν πρόσθετο «βαρίδι» για την τσέπη των καταναλωτών.  Ενδεικτικό ότι τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα έφτασαν τα 4,28 δισ. ευρώ το 2019, όταν το 2008 ήταν περίπου 2,8 δισ. Ευρώ.

Ανατιμήσεις … 15%

Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας τον Σεπτέμβριο, οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι οι τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους θα αυξηθούν γύρω στο 10% εξαιτίας των ανατιμήσεων στην ενέργεια, ενώ ένα 15% εκτιμούν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%.

Ο πληθωρισμός από -1,8% τον Οκτώβριο του 2020 εκτοξεύθηκε στο 3,4% τον Οκτώβριο, στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας, με τις προβλέψεις να δείχνουν πως θα σκαρφαλώσει στο 4% και θα παραμείνει εκεί για μήνες.

Τα χειρότερα, ως προς τον πληθωρισμό, δεν τα έχει δει ακόμα η Ελλάδα, κάτι για το οποίο έχουν προειδοποιήσει οικονομολόγοι και το οικονομικό επιτελείο. Ο πρόδρομος δείκτης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή για την αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία κατά 26% δείχνει πως μετά ακολουθεί και στις τιμές λιανικής.

Επίσης, τον Σεπτέμβριο οι τιμές παραγωγού ανήλθαν στο 15,9%, ενώ το κόστος παραγωγής ενισχύεται κατά 9,3%. Για τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η τιμή του φυσικού αερίου έχει αυξηθεί μέσα σε ένα χρόνο κατά 132,3%, του πετρελαίου θέρμανσης κατά 45,9%, του ηλεκτρικού ρεύματος κατά 18,9%, των καυσίμων κατά 22,3%. Υψηλές οι ανατιμήσεις και σε τρόφιμα. Στο ελαιόλαδο και στα λαχανικά η αύξηση τιμής είναι 22,1% και 9,3%, στις πατάτες η τιμή είναι αυξημένη κατά 9,1%, στο ψωμί κατά 3,9%, στα πουλερικά κατά 8,5%, στα ψάρια κατά 7,9%. Συνολικά η ομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» καταγράφει αύξηση 3%.

Το 82% των εργαζομένων αναμένει αυξήσεις

Απολύτως λογικό, οι αυξήσεις να ανησυχούν τα νοικοκυριά δεδομένου ότι οι μισθοί έχουν μείνει καθηλωμένοι τα τελευταία χρόνια και τα έξοδα αυξάνονται. Η ακρίβεια και η αύξηση του κόστους διαβίωσης πλήττει την αγοραστική δυνατότητα και έτσι οι καταναλωτές βάζουν ως πρώτη προτεραιότητα τις αναγκαίες δαπάνες, «κόβοντας» από τα περιττά έξοδα.

Στο επιχειρηματικό μέτωπο το ενεργειακό κόστος και οι ανατιμήσεις θα τεστάρουν τα περιθώρια κερδοφορίας, όταν μάλιστα τα lockdown της πανδημίας έδειξαν τα δόντια τους για πολλούς μήνες. Η κυβέρνηση έχει λάβει μέτρα για επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος στο πλαίσιο αναχαίτισης της ακρίβειας.

Το 82% των εργαζομένων δηλώνει ότι η μηνιαία επιβάρυνση του νοικοκυριού τους από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των βασικών ειδών διατροφής αναμένεται να είναι «πολύ μεγάλη» ή «μεγάλη», με το 14% να την εκτιμά ως «μικρή» ή «πολύ μικρή», σύμφωνα με έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και το Ινστιτούτο Εργασίας (η οποία υλοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία Alco και απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα).  Τα παραπάνω ποσοστά διαφοροποιούνται, όταν συγκριθούν με το ύψος του εισοδήματός τους.

Οι εργαζόμενοι με μηνιαία αμοιβή έως 500 ευρώ δηλώνουν κατά 100% ότι αναμένουν πολύ μεγάλη επιβάρυνση, ενώ το 19% όσων δηλώνουν ως μηνιαία αμοιβή από 1.500 ευρώ και πάνω, αναφέρει ότι αναμένει πολύ μεγάλη επιβάρυνση και το 54% μεγάλη επιβάρυνση. Ως το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου τους από τις ανατιμήσεις το 48% επιλέγει την αύξηση του μισθού και του κατώτατου μισθού, το 43% τη μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης, ενώ μόλις το 3% επιλέγει τη λύση των επιδομάτων.

Δουλεύουμε για να πληρώνουμε φόρους… 

Η παραπάνω μελέτη, αλλά και άλλες που έχουν διεξαχθεί, δείχνουν την αίσθηση μεταξύ των εργαζομένων για αίτημα της μείωσης των φόρων. Πόσο μάλλον όταν οι ανατιμήσεις ροκανίζουν οριζοντίως τα εισοδήματα, με τις “ευχές” των άδικων έμμεσων φόρων. Ενδεικτικό του βάρους είναι τα στοιχεία (ΚΕΦιΜ) που δείχνουν ότι ο μέσος Έλληνας εργάζεται 75 ημέρες για να πληρώσει τους έμμεσους φόρους, 60 ημέρες για τις ασφαλιστικές εισφορές, 43 ημέρες για τους άμεσους φόρους και 1 ημέρα για τους φόρους κεφαλαίου.

Σύμφωνα  δε με το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2022, τα έσοδα από τον Φόρο Προστιθέμενης αξίας θα φτάσουν τα 18,75 δισ. ευρώ έναντι 17,18 δισ. Ευρώ φέτος σημειώνοντας αύξηση 1,58 δις. ευρώ. Τα έσοδα από τον ΦΠΑ θα είναι υψηλότερα με το υπουργείο Οικονομικών να το αποδίδει στην  περαιτέρω αύξηση της κατανάλωσης και τα έσοδα από τον τουρισμό. Οι εισπράξεις από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης θα διαμορφωθούν στα 7,049 δισ. ευρώ έναντι 6,471 δισ. ευρώ φέτος.

Σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ για τον τομέα Ενέργειας στην Ελλάδα (ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021) τα συνολικά κρατικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα, έφτασαν τα 4,28 δισ. Ευρώ το 2019, όταν το 2008 ήταν στα περίπου 2,8 δισ. Ευρώ. Τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην ενέργεια έφτασαν το 2018 το 2,9% του ΑΕΠ, όταν το ίδιο έτος αποτελούσαν στην ΕΕ-27 κατά μέσο όρο το 1,9% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, στην αμόλυβδη βενζίνη το ύψος των δασμών και των φόρων αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της τελικής τιμής από το 2009 και έπειτα, με το μερίδιο τους το 2019 να διαμορφώνεται στο 64%, ενώ το 2016 είχε ανέλθει στο 68%, όταν είχαν υποχωρήσει σημαντικά οι τιμές προ φόρων. Στο πετρέλαιο κίνησης, το μερίδιο των φόρων και δασμών το 2019 αποτελούσε το ήμισυ της τελικής τιμής, από 43% το 2013. Οι ερευνητές του ΙΟΒΕ εκτιμούν ότι μια μείωση 10% στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου θα είχε θεαματική θετική επίδραση στην οικονομία, προσθέτοντας σχεδόν 1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 21.500 νέες θέσεις εργασίας.