Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, στην κοινή γνώμη επικρατούσε μια διάχυτη γκρίνια για τις χαμηλές βάσεις των νεοεισερχομένων στα πανεπιστήμια. Φέτος το πρόβλημα λύθηκε σολομώντεια, με τη μαχαίρα του διαμελισμού. Μεγάλο μέρος των υποψηφίων βρέθηκε απέξω και, με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, μεγάλο μέρος πανεπιστημιακών τμημάτων χωρίς φοιτητές, άρα αυτοκατάργηση. Η ιδέα που τόσα χρόνια καλλιεργούνταν για τον περιορισμό του φοιτητικού πληθυσμού και των πανεπιστημίων επιτέλους επετεύχθη. Πρώτη φορά μετά τις μεταρρυθμίσεις Παπανούτσου το 1964, ο φοιτητικός πληθυσμός όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά μειώθηκε δραματικά. Η κυρία Κεραμέως είναι η πιο πετυχημένη υπουργός αυτής της κυβέρνησης που επιδιώκει ρητά και διακηρυγμένα τον ανασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Ο ακριβής όρος είναι Social engineering. Και το πρώτο πεδίο που εφαρμόστηκε με ορατά αποτελέσματα είναι η εκπαίδευση

Κάθε ζήτημα όμως έχει πολλές όψεις. Η γενίκευση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε όλον τον κόσμο, που υπερβαίνει σε βάθος μισό αιώνα, εξέφραζε δύο ανάγκες:

-Η πρώτη ήταν εκείνη της κοινωνικής ανόδου των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Το πανεπιστήμιο ως κοινωνικό ασανσέρ. Λειτούργησε πράγματι, και στόμωσε τις τελευταίες δύο δεκαετίες στις οποίες τα ταξικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών κερδίζουν το χαμένο έδαφος. Το ταξίδι του Πρωθυπουργού στην Αμερική για να εγκαταστήσει την κόρη του σε ένα από τα πιο ακριβά πανεπιστήμια επισφραγίζει με έναν διακηρυκτικό τρόπο αυτό το τέλος, και την αποενοχοποίηση της κοινωνικής υπεροχής. Δεν έγινε τυχαία τώρα, ούτε για οικογενειακές ανάγκες.

-Η δεύτερη ανάγκη γενίκευσης της τριτοβάθμιας προήλθε από την εξέλιξη της τεχνολογίας, της επιστήμης και της παραγωγής. Αν κάποτε αρκούσε μια διετής εκπαίδευση για τους δασκάλους, τώρα χρειαζόταν εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου. Αυτό ίσχυε για μια σειρά επαγγέλματα. Ακόμη και ένα συνεργείο για σύγχρονα και μελλοντικά αυτοκίνητα χρησιμοποιεί πλέον υψηλή τεχνολογία που απαιτεί χειρισμό εννοιών και δεξιοτήτων. Τα πανεπιστήμια δεν είναι πλέον ενιαίος χώρος έρευνας και εκπαίδευσης των ελίτ, αλλά ένα διαφοροποιημένο πεδίο που συμπληρώνει τη γενική μέση παιδεία με δυνατότητες υψηλών προδιαγραφών.

 

-Πού είχε αποτύχει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Πρώτον, χαμηλοί και πολύ χαμηλοί βαθμοί δηλώνουν όχι αφηρημένα κακούς μαθητές, αλλά αδυναμία χειρισμού επιστημονικών εννοιών, μια ικανότητα πολύ πέραν της αποστήθισης. Αλλά όσοι έχουμε πραγματική επαφή με την εκπαίδευση και δεν τη διαβάζουμε μόνο μέσα από διαγράμματα, την ανικανότητα, την αδυναμία αυτή εννοιολογικών αφαιρέσεων και συνθέσεων την έχουμε διαπιστώσει στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των νεοεισερχομένων. Και εκεί εν μέρει οφείλονται πολλά από τα προβλήματα των πανεπιστημιακών σπουδών. Αν δεν θέλουμε να δημαγωγούμε με δεξιά ή αριστερή γλώσσα, εκεί πρέπει να σκύψουμε, εδώ πρέπει να χτίσουμε γέφυρες ανάμεσα στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οχι να τις κατεδαφίζουμε, πετώντας στο κενό τα παιδιά των κοινωνικών στρωμάτων και περιοχών με το φτωχότερο μορφωτικό περιβάλλον.

Το δεύτερο έχει να κάνει με τον χάρτη των ΑΕΙ. Θυμίζει αυθαίρετη δόμηση, με πανωσηκώματα και καμαράκια που χτίζονται το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς λογική και σχέδιο. Και κάποια στιγμή, όπως και στην αυθαίρετη δόμηση, έρχεται η νομιμοποίηση με τη μορφή της άκριτης πανεπιστημιοποίησης των ΤΕΙ, χωρίς ανασυγκρότηση του χάρτη. Πώς λειτουργούσε το σύστημα αυτό; Πρώτον, μια αίθουσα – καρέκλες – πίνακας και διδάσκων δεν συνιστούν πανεπιστήμιο, να μην κοροϊδευόμαστε. Δεύτερον, φοιτητές που έμπαιναν στη νιοστή επιλογή τους αδιαφορούσαν και σέρνονταν αν δεν σταματούσαν την παρακολούθηση ψάχνοντας να βρουν δουλειά, ακόμη και ανειδίκευτη. Τρίτον, τα τμήματα της επαρχίας αποψιλώνονταν από τις μεταγραφές, οι οποίες διόγκωναν και υπερπληθώριζαν τα κεντρικά πανεπιστήμια έτσι που δεν μπορούσαν στοιχειωδώς να λειτουργήσουν εκπαιδευτικά.

-Ποια λύση προκρίθηκε; Η μαχαίρα. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν της χρειάζεται η ανώτατη εκπαίδευση πέρα από στενούς στόχους για το μοντέλο ανάπτυξης που έχει στο μυαλό της. Και σε αυτό, οι απόφοιτοι των ΙΕΚ και των κολεγίων, με μια στενή εκπαίδευση επαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων, της αρκεί. Δεν έχει σχέδια για την αναμόρφωση της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως άλλωστε και η προηγούμενη κυβέρνηση που συνέχιζε την εική και ως έτυχε δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων.

Η μαχαίρα όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τα λειτουργικά προβλήματα της εκπαίδευσης. Το πανεπιστήμιο, από το 1837 που ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, παίζει έναν βασικό πολιτικό ρόλο στην ελληνική ιστορία. Εκεί εκπαιδεύονται οι ελληνικές ελίτ, το σώμα των κυβερνώντων. Εκεί και στη Βουλή εννοιολογείται, βασικά, ο ελληνικός δημόσιος χώρος. Με τα θετικά του και τα αρνητικά του. Οι ελληνικές ελίτ, ιστορικά, περνούσαν μέσα από το ελληνικό πανεπιστήμιο. Οχι πλέον. Μεταπολεμικά μάλιστα, και κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, το πανεπιστήμιο έγινε ο χώρος της δημιουργίας ταυτοτήτων μιας δημοκρατικής και προοδευτικής αλλαγής της Ελλάδας. Μια ματιά στα βιογραφικά των πολιτικών και των στελεχών των κεντροαριστερών και των αριστερών κομμάτων το πιστοποιεί. Ο νέος συνασπισμός δυνάμεων γύρω από την κυβέρνηση επιδιώκει ρητά να εξαφανίσει αυτόν τον πόρο.

 

-Το πανεπιστήμιο δεν εξισούται με επαγγελματικές σχολές. Φαίνεται πρακτικό να γίνει αλλά είναι πολύ στενό. Το πανεπιστήμιο αλλάζει μυαλά, σμιλεύει προσωπικότητες. Χρειάζεται ευρυχωρία. Πώς μηχανικοί έγιναν διαπρεπείς οικονομολόγοι, νομικοί εξαιρετικοί ιστορικοί κ.ο.κ.; Ασφαλώς και τα πανεπιστήμια πρέπει να συνδέονται με την αγορά, αλλά όχι με τη χρησιμοθηρία, τον τσούτικο ωφελιμισμό, το δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Ο στενός ορθολογισμός αποδεικνύεται, πριν το καταλάβει, ανορθολογισμός στα σύνθετα και δυναμικά μεταβαλλόμενα συστήματα.

Και ένα τελευταίο: Λύση δεν είναι η κατάργηση της βάσης και η επαναφορά του προηγούμενου συστήματος με τα προβλήματά του. Χρειάζεται μια σοβαρή μελέτη αναδιοργάνωσης της εκπαίδευσης, τόσο της εγκύκλιας όσο και της ανώτατης, και κυρίως πώς χτίζεται η γέφυρα της μετάβασης από τη μία στην άλλη. Ετσι μπορεί να γίνει πειστική η εναλλακτική λύση.

 

*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.