Την ομαλή μεταβατική λύση για όταν σταματήσει το έκτακτο πρόγραμμα (ΡΕΡΡ) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) επεξεργάζονται σύμφωνα με πληροφορίες στους κόλπους της κεντρικής τράπεζας και ως εκ τούτου η Ελλάδα δεν θα μένει μετέωρη σε περίπτωση που τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν αναβαθμιστεί εντός του 2022. Με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία δεν κατέχει την επενδυτική βαθμίδα και έτσι τυπικά είναι αδύνατη η συμμετοχή στο κλασικό πρόγραμμα της ΕΚΤ – με το τέλος του PEPP τον Μάρτιο του 2022 – γεννώνται ερωτήματα τι θα συμβεί στα ελληνικά χρεόγραφα.

Αναλυτές και παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως τα ομόλογα αντέχουν και χωρίς τις πλάτες του προγράμματος, με πηγές όμως να αναφέρουν πως γίνεται προετοιμασία για το όχημα της μετάβασης. Το χτίσιμο αυτό της γέφυρας έρχεται με την παραδοχή ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσουν ένα από τα όπλα της ελληνικής κυβέρνησης να ενισχύσει τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της, εξισορροπώντας τα δημόσια οικονομικά και έτσι η ελληνική οικονομία θα έχει πιάσει τους στόχους του σχεδίου ανάκαμψης, των μεταρρυθμίσεων και θα βρίσκεται εντός των δημοσιονομικών προβλέψεων.

Οι οίκοι αξιολόγησης καλλιεργούν προσδοκίες για αναβαθμίσεις, όμως πίσω από τις λέξεις στέλνεται το μήνυμα πως οι πιθανότητες για επιστροφή στη επενδυτική βαθμίδα δεν θα συμβεί εντός του 2022. Κοινή παραδοχή αποτελεί η εκτίμηση ότι από το δεύτερο μισό του 2021 η Ελλάδα εισέρχεται σε ένα 12μηνο υψηλών προσδοκιών και η έξοδος από την κατηγορία «σκουπίδια» δεν αποκλείεται σε ένα 12μηνο, αν και το υπουργείο Οικονομικών έχει βάλει το στοίχημα για επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έως το πρώτο εξάμηνο του 2023. Ο νέος κύκλος των «ραντεβού» της ελληνικής οικονομίας με τους οίκους ξεκινά το καλοκαίρι και ειδικότερα στις 16 Ιουλίου με τη Fitch, στις 17 Σεπτεμβρίου με την DBRS, στις 22 Οκτωβρίου με τον S&Ρ και με τη Moody’s στις 19 Νοεμβρίου.

Από την ΕΚΤ έχουν αγοραστεί ελληνικά ομόλογα ύψους 21,9 δισ. ευρώ και υπολείπονται για την Ελλάδα περί τα 12 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αποτελεί το ένα τρίτο της αξίας των ελληνικών ομολόγων σε κυκλοφορία, βοηθώντας στη μείωση του χρηματοδοτικού κόστους σε ιστορικά χαμηλά. Σύμφωνα με πληροφορίες, η χώρα έως το φθινόπωρο αναμένεται να προβεί σε δύο εκδόσεις πιθανότατα μικρής διάρκειας. Συνολικά το 2020 εκδόθηκαν ομόλογα 12 δισ. ευρώ και από τις αρχές του 2021 έχουν αντληθεί περαιτέρω 9 δισ. ευρώ.

Καθησυχαζουν

«ΤΑ ΝΕΑ» μίλησαν με αναλυτές και παράγοντες της αγοράς για το αν υπάρχει ανησυχία από τη διακοπή του έκτακτου προγράμματος και το κλίμα είναι καθησυχαστικό. Κατ’ αρχάς, η ελληνική οικονομία το 2022 θα παρουσιάζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 6%-7%, ενώ παράλληλα θα μειώνει τα υψηλά ελλείμματα επιστρέφοντας ξανά στα πλεονάσματα.

Το ταμειακό μαξιλάρι είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα, που σύμφωνα με πληροφορίες είναι στα περίπου 34,5 δισ. ευρώ και ο στόχος είναι να παραμείνει πέριξ του εν λόγω ποσού, την ώρα μάλιστα που οι συνολικές υποχρεώσεις από λήξεις είναι χαμηλές την επόμενη διετία: 14,5 δισ. ευρώ το 2022 και 17 δισ. ευρώ το 2023.

Ετσι, η χώρα έχει ήδη ένα ευνοϊκό προφίλ χρέους, υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, ενώ προβλέπεται να δεχθεί ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, με εισροή πόρων ύψους 7,8 δισ. ευρώ το 2021 και περί τα 10 δισ. ευρώ το 2022. Αναφορικά με το υψηλό χρέος, αν και ο δείκτης θα παραμείνει υψηλός, η εξυπηρέτησή του είναι πιο βιώσιμη λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της μακράς διάρκειας. Το μέσο επιτόκιο του χρέους είναι 1,72%, σε σύγκριση με 4,54% το 2011, ενώ το προφίλ ωρίμασης είναι ισχυρό, με τη μέση ωρίμαση στα 19,4 έτη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ