Μία από τις πιο προβληματικές πλευρές του τρόπου που συζητάμε την εξωτερική πολιτική στη χώρα μας, είναι ότι πάντα προσπαθούμε να φτιάξουμε μια εικόνα ότι τα πράγματα πάνε πάντα καλά.

Δηλαδή, ακόμη και εάν τα πράγματα δεν πηγαίνουν πολύ καλά, ή είμαστε μέσα σε μια κρίση, πάντα θα υπάρχουν οι φωνές που παρουσιάζουν μια εικόνα ότι κατά βάση τα πράγματα πάνε καλά και η Ελλάδα είναι αναβαθμισμένη.

Συνήθως, αυτό παίρνει τη μορφή της βεβαιότητας ότι ο διεθνής παράγοντας κυρίως στηρίζει την Ελλάδα και ότι «η Τουρκία είναι απομονωμένη».

Τέτοιες φωνές επανέρχονται και τώρα. Μόνο που δεν βλέπουν ότι η πραγματικότητα είναι περισσότερο περίπλοκη και αντιφατική.

Αυτή τη στιγμή η Τουρκία παίζει το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησής της: που είναι να γίνει «περιφερειακή δύναμη» που όλοι θα την υπολογίζουν.

Γι’ αυτό και έχει κάνει εισβολή στη Συρία, γι’ αυτό και έχει πάρει ενεργή θέση στον εμφύλιο πόλεμο στην στη Λιβύη, γι’ αυτό και προβάλλει τη δική της, σε μεγάλο βαθμό εντελώς αυθαίρετη, ερμηνεία για το πώς πρέπει να χαραχθούν οι ΑΟΖ στην περιοχή.

Μέσα από τις κινήσεις η Τουρκία έχει έρθει σε αντιπαράθεση με άλλες δυνάμεις: είναι σε αντιπαράθεση με τη Γαλλία, την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για την κατάσταση στη Λιβύη.

Το Ισραήλ έχει αρνητική εικόνα για τον Ερντογάν που με τη σειρά του έχει καταφερθεί πολλές φορές κατά του Νετανιάχου.

Οι ΗΠΑ παρά την καλή σχέση Ερντογάν και Τραμπ ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τη συμπόρευση της Τουρκίας με τη Ρωσία και το Ιράν στη συριακή κρίση.

Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Αίγυπτος αντιμετωπίζουν εχθρικά τη συμμαχία της Τουρκίας με το Κατάρ και τον τρόπο που εκπροσωπούν την ατζέντα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Και βέβαια όλοι βλέπουν με επιφύλαξη μια χώρα που με σχεδόν αλαζονικό τρόπο κάνει «προβολές ισχύος».

Όμως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Τουρκία είναι γενικά «απομονωμένη».

Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, με δυτικά χαρακτηριστικά και μέλος του ΝΑΤΟ (για την ακρίβεια έχει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς του ΝΑΤΟ).

Έχει σημαντικές ένοπλες δυνάμεις και το έχει δείξει κατοχυρώνοντας ένοπλα παρουσία στη Συρία αλλά και επηρεάζοντας το συσχετισμό στη Λιβύη.

Είναι μια σημαντική οικονομία και αρκετές χώρες έχουν σημαντικές συναλλαγές μαζί της.

Οι ΗΠΑ, όσο άβολα και εάν νιώθουν με τον Ερντογάν, σίγουρα δεν θέλουν να χάσουν έναν σημαντικό σύμμαχο που εδώ και δεκαετίες σηματοδοτεί την παρουσία της Δύσης στην περιοχή.

Το Ισραήλ έχει κάνει διάφορα διαβήματα εδώ και καιρό για να βελτιώσει τις σχέσεις με την Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων και προτάσεων για κοινούς αγωγούς.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί σημαντική τη συμφωνία για τους πρόσφυγες και δεν θέλει αυτή να διακυβευτεί.

Η Ρωσία έχει σημαντικές οικονομικές συναλλαγές αλλά και πολυεπίπεδη επικοινωνία για τη διαχείριση της συριακής κρίσης, παρότι στη λιβυκή κρίση στηρίζουν αντίπαλες παρατάξεις.

Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια παράμετρο ακόμη: τόσο οι ΗΠΑ όσο και χώρες όπως το Ισραήλ ή η Σαουδική Αραβία θα είχαν πολύ πιο θετική στάση έναντι της Τουρκίας και θα της «συγχωρούσαν» διάφορα, εάν η Τουρκία δεχόταν να πάρει μια επιθετική στάση έναντι του Ιράν και εντασσόταν σε έναν αντι-ιρανικό συνασπισμό.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο φαίνονται και δεν χρειάζονται εύκολοι πανηγυρισμοί.

Ιδίως όταν η κατάσταση είναι πιο δύσκολη από όσο θέλουμε να πιστεύουμε.

Τα τελευταία χρόνια ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία άλλαξε, σε βάρος της Ελλάδας, κυρίως γιατί η χώρα μας πέρασε μια βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση που την άφησε τραυματισμένη.

Μια χώρα που βρέθηκε να χάνει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της, που για ένα διάστημα έπρεπε να ζητάει άδεια για να ρυθμίζει το ΦΠΑ στην εστίαση, και που έκανε αναγκαστικές οικονομίες και στις αμυντικές δαπάνες, ακόμη και εάν έχει ισχυρούς συμμάχους, δε είναι μια ισχυρή χώρα.

Η Τουρκία είναι πιθανό στο τέλος να πληρώσει ακριβό τίμημα για τον αλαζονικό τρόπο που κινείται και να εισπράξει κόστος από τις γεωπολιτικές εμπλοκές της στη Συρία και στη Λιβύη.

Έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ένα αναπτυξιακό μοντέλο που πλέον δεν αποδίδει.

Το κουρδικό παραμένει ανοιχτή πληγή το ίδιο και οι αντοχές της κοινωνίας στον αυταρχισμό του Ερντογάν.

Όμως, δεν είναι μια αδύναμη χώρα.

Εμείς αντί να θεωρούμε ότι όλα θα τα λύσουν οι σύμμαχοι και αντί να βλέπουμε διαρκώς την «απομόνωση» της Τουρκίας, θα έπρεπε να δούμε πρώτα και κύρια την εσωτερική μας ανασυγκρότηση, ένα πραγματικό εθνικό σχέδιο για το πούμε θέλουμε να πάμε ως κοινωνία και σε αυτή τη βάση να δούμε πώς μπορούμε πραγματικά να διαπραγματευτούμε με την Τουρκία αντί να πιστεύουμε ότι κάποιος άλλος θα καθαρίσει για εμάς.