Η συνέντευξή μας θα ξεκινήσει παράδοξα. Με δικές του ερωτήσεις. Oχι δικές μου. Επαγγελματική διαστροφή σκέφτηκα. Eνας ηθοποιός που «κλέβει» πράγματα από τον απέναντί του. Θα διαψευστώ. Αν κάτι κρατάς από τον Δημήτρη Γκοτσόπουλο είναι η βαθιά περιέργειά του για τη ζωή. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς. Οι «Aγριες Μέλισσες» καθήλωσαν το κοινό και ο ρόλος του, ο Λάμπρος, δάσκαλος στο Διαφάνι, αιώνια ερωτευμένος με την Ελένη του, αγαπήθηκε όσο κανείς. Είναι δημοφιλής. Για την ακρίβεια πολύ. Το διαπιστώνεις περπατώντας μαζί του στον δρόμο. Τον σταματούν. Τον χαιρετούν. Του απευθύνουν τον λόγο.

Μιλάει για την αλήθεια. Για την ανάγκη του να είναι αληθινός απέναντι στη ζωή. «Διαφορετικά δεν μπορείς να είσαι αληθινός ούτε στη σκηνή» λέει. «Δεν μπορείς να δομήσεις έναν χαρακτήρα αν τα θεμέλιά σου είναι σαθρά. Δεν μου αρέσει να βάζω σάλτσα στα πράγματα. Και αυτό είναι μία απελευθέρωση. Ξέρετε, όταν μπήκα για πρώτη φορά στη δραματική σχολή παρατήρησα ότι υπήρχε μία επιτηδευμένη εξωστρέφεια. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να φανούν sui generis. Προβληματίστηκα. Δεν θέλω να κρύβομαι. Μεγάλωσα στην επαρχία. Είδα για πρώτη φορά παράσταση στα 23 μου και μαγεύτηκα. Οταν μπήκα στη σχολή έπρεπε να τρέξω να καλύψω το χάσμα που με χώριζε από τους υπόλοιπους. Kαι σήμερα θα απολαύσω να δω «Tα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Πολάνσκι, αλλά και τους «X- MEN», που τους έβλεπα από πάντα. Δεν έχει αλλάξει αυτό που ήμουν».

 

Οι «Αγριες Μέλισσες» έκλεισαν τον πρώτο τους κύκλο. Eχετε προλάβει να κάνετε απολογισµό;

«Οχι. Ισως γιατί είμαστε ακόμη σε γυρίσματα. Θα κάνω πάντως. Μου αρέσουν οι απολογισμοί. Τι συνέβη, γιατί συνέβη, τι θα ήθελα να αλλάξω και τι θα ήθελα να κρατήσω».

 

Φαντάζοµαι θα είναι ένας θετικός απολογισµός. Αναρωτιέµαι, όµως, αν αυτή η τεράστια επιτυχία σάς στέρησε κάτι;

«Προσωπικό χρόνο. Μου λείπει το διάβασμα, ο στοχασμός μέσα από μια αμέριμνη βόλτα, η εμβάθυνση στην επικαιρότητα και συγχρόνως η αφαίρεση του εφήμερου».

 

Κάπου διάβασα ότι στον στρατό διαβάζατε κβαντική φυσική.

«Φοβάμαι αυτό θα ηχήσει παράξενα τώρα. Κοιτάξτε. Δεν με ενδιαφέρει να το παίζω ετερόκλητος ή διαφορετικός. Στον στρατό είχα την τύχη να έχω αρκετό χρόνο και για κάπως πιο «δύσκολο» διάβασμα και την ευτυχία να βρεθεί μπροστά μου ένα περιοδικό που εξηγούσε τι γίνεται στo κέντρο πυρηνικών ερευνών CERN όπου επιχειρούνται πειράματα τεράστιας επιστημονικής σημασίας. Είμαι ανήσυχος να κατανοήσω τη ζωή, τη φύση, το Σύμπαν: το γιατί υπάρχουμε. Αν αξίζει. Τι θα μείνει από αυτό».

 

Πώς γεννήθηκαν αυτές οι ανησυχίες;

«Δεν ξέρω. Εχω μεγαλώσει στη φύση. Το τραγάκι, το οποίο το καλοκαίρι μεγάλωνε στην αγκαλιά μου, την επόμενη χρονιά έπρεπε να το σφάξω. Ακούγεται άγριο αυτό που σας λέω, το ξέρω. Αλλά αυτό σε επηρεάζει κάπως μέσα σου. Τουλάχιστον εμένα με επηρέασε όσον αφορά την έννοια του θανάτου. Στο χωριό οι καταστάσεις είναι σκληρές και τα ερεθίσματα πιο έντονα. Στην πόλη βλέπουμε μόνο τα αποτελέσματα: τη σκηνή, όχι τα καμαρίνια».

 

Είστε ευτυχισµένος αυτή την περίοδο;

«Δεν ξέρω τι σημαίνει ακριβώς ευτυχία. Λέει ο Επίκουρος πως ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που φιλοσοφεί σε όποια φάση της ζωής του κι αν βρίσκεται. Εμένα με νοιάζει να είμαι ισορροπημένος, να μπορώ να ενθουσιάζομαι ψυχή τε και σώματι. To γεγονός ότι χτυπά το τηλέφωνο από σκηνοθέτες που θαύμαζα όταν ήμουν στη δραματική σχόλη ή το ότι εισπράττω την αποδοχή και το θαυμασμό από καταξιωμένους συναδέλφους, δημιουργεί ένα είδος ευδαιμονίας μέσα μου. Ισως μου λείπουν λίγο οι φίλοι μου, αυτοί οι λίγοι που έχω επιλέξει να έχω. Η δουλειά που κάνω είναι περίεργη. Καμιά φορά είναι δύσκολο να συντονιστείς με ανθρώπους εκτός επαγγέλματος. Στο τέλος της ημέρας χρειάζεσαι έναν άνθρωπο που σε καταλαβαίνει, κι αν έχεις και την τύχη να είναι μέσα από τον χώρο σου τότε ακόμα καλύτερα επειδή ακριβώς συμπάσχετε».

 

Ετσι γεννήθηκε η φιλία σας µε τη Μαρία Κίτσου;

«Η αλήθεια είναι ότι μοιραζόμαστε πολλά όσον αφορά τη διαχείριση πραγμάτων. Τη Μαρία δεν τη γνώριζα προσωπικά πριν τις «Άγριες Μέλισσες». Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε στο πλατό είχα άγχος. Είναι λογικό όταν καλείσαι να παίξεις δίπλα σε έμπειρους και καταξιωμένους ηθοποιούς. Με τη Μαρία έγινε κάτι μαγικό. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι παίζουμε επί ίσοις όροις. Μια από τις πρώτες σκηνές που γυρίσαμε ήταν εκείνη με το πρώτο μας φιλί και ένα χαστούκι. Με άφησε να οδηγήσω. Αργότερα μου εξομολογήθηκε ότι και εγώ την έκανα να νιώσει άνετα. Κουμπώσαμε με έναν τρόπο. Και επειδή έχουμε πολύ σημαντικές σκηνές βρισκόμασταν από την αρχή και εκτός πλατό για πρόβες. Ηταν απαίτηση και των δυο μας. Μένουμε άλλωστε και κοντά. Και τώρα στην καραντίνα, είχαμε παρηγοριά ο ένας τον άλλον. Είδαμε μαζί πολλές ταινίες, σχολιάζαμε. Μου λέει η Μαρία – μεγάλη κουβέντα βέβαια – ότι καλλιτεχνικά εμπνέουμε ο ένας τον άλλον. Νομίζω ότι είναι αμφίδρομο».

 

Αλήθεια, ως Λάµπρος θα περάσετε δύσκολα και τη δεύτερη σεζόν;

«Πολύ δύσκολα. Και σε σχέση με τον έρωτά μου για την Ελένη – έχει γραφεί, δεν έχει σημασία να το κρύψω, θα κλειστεί στη φυλακή – αλλά και σε σχέση με τον πατέρα μου, ο οποίος θα βιώσει τραγικές καταστάσεις. Ακόμα και με τη Θεοδοσία θα υπάρξουν ανατροπές. Ωστόσο, αυτός είναι ο Λάμπρος: είναι ένας αρχετυπικός ήρωας, αυτός που «επιτρέπεται να πέσει αλλά επιβάλλεται να σηκωθεί»».

 

Τον χειµώνα συναντάτε θεατρικά τον Πέτρο Φιλιππίδη στη γλυκόπικρη κοµεντί του Τζεφ Μπάρον «Την Πέµπτη, κύριε Γκριν» στο θέατρο Moυσούρη.

«Ναι. Ενας απομονωμένος, ιδιόρρυθμος, ηλικιωμένος άνδρας κάθε Πέμπτη δέχεται την αναγκαστική επίσκεψη ενός νεαρού άνδρα, διοικητικού στελέχους μιας πολυεθνικής εταιρείας, ο οποίος έτυχε να τον χτυπήσει ελαφρά με το αυτοκίνητό του. Πρόκειται για ένα έργο για τη μοναξιά και για το πώς μπορεί τελικά να συναντηθούν ψυχικά δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες. Ερμηνεύω τον Ρος, έναν άνδρα αποκομμένο από την οικογένειά του, λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Ο Ρος είναι ένας άνδρας γεμάτος πάθος και όρεξη για ζωή εν αντιθέσει με τον «παραιτημένο» ηλικιωμένο κύριο Γκριν. Ο Πέτρος θέλει να δώσει, κατά τη γνώμη μου, μια καινούργια ανάγνωση στο έργο: την αισιοδοξία της νέας γενιάς και την έκπληξη της παλαιάς για αυτό που έρχεται. Μου έκανε εντύπωση η γενναιοδωρία του Πέτρου. Ενας καλλιτέχνης με τόσα χρόνια καριέρας και παρ’ όλα αυτά όταν μιλούσαμε με ενθάρρυνε να διατυπώσω τις απόψεις μου κάνοντάς με να καταλάβω ότι τον ενδιαφέρει να με ακούσει ώστε να συμβάλω στο τελικό αποτέλεσμα».

 

Ο Ρος είναι κόντρα ρόλος για εσάς;

«Υποθέτω πως δεν θα μου είναι εύκολο. Αλλά τι σημαίνει κόντρα ρόλος; Ξέρετε, αυτό που συνειδητοποιώ με την πάροδο του χρόνου είναι πως η γκάμα των ρόλων ενός ηθοποιού είναι απεριόριστη. Εως τώρα έχω κατορθώσει να εμπλακώ σε ουκ ολίγες «μεταμορφώσεις» δοκιμάζοντας να υποδυθώ χαρακτήρες που απείχαν και απέχουν παρασάγγας τόσο μεταξύ τους όσο κι από την αρχική ιδέα που είχα για τις δυνατότητές μου. Ξέρετε μου λένε πολλές φορές ότι έχω μια ευγενική φυσιογνωμία. Εν τούτοις, έχω υπάρξει σκληρός και έχω αντεπεξέλθει σε σκληρές καταστάσεις, σε απώλειες. Ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, τη σχέση μου με την οικογένειά μου κάποια στιγμή την γκρέμισα και τη δόμησα από την αρχή. Και είμαι περήφανος για τους γονείς μου. Eκαναν πέντε παιδιά. Eχω τέσσερις αδελφές».

 

Αν δεν απατώµαι έχετε χάσει τον πατέρα σας.

«Ναι, πριν 11 χρόνια και μετά από αυτή την απώλεια τα καταφέραμε. Σταθήκαμε στα πόδια μας. Είμαστε δεμένη οικογένεια. Τις αγαπώ τις αδελφές μου. Και βεβαίως τη μητέρα μου, την κυρία Αθανασία, τη λατρεύω. Και όσο μεγαλώνουμε η σχέση μας βαθαίνει».

 

Αλήθεια, µε τι ασχολούνται οι αδελφές σας;

«Η πρώτη, η Νίκη, είναι βρεφοκόμος. Η δεύτερη, η Αναστασία, είναι τραπεζικός και καθηγήτρια τάνγκο. Η τρίτη, η Ειρήνη, ασχολείται με την κοινωνική εργασία και της αρέσει να χορεύει R’n’B. H τέταρτη, η Δέσποινα, είναι δασκάλα και τραγουδάει. Ηταν η τραγουδίστρια του συγκροτήματος Carte Postale. Ο πατέρας μας, ο Σπύρος, είχε μια καλλιτεχνική φύση. Ηταν ένας ελαιοχρωματιστής που ζωγράφιζε υπέροχα και αντιμετώπιζε τη δουλειά του ως τέχνη. Επίσης είχε μια υπέροχη φωνή. Νομίζω πως από αυτόν κληρονόμησα την αγάπη μου για την τέχνη».

 

Μεγαλώνοντας γίνεστε πιο κυνικός απέναντι στον έρωτα;

«Οχι. Μια σπουδή είναι ο έρωτας. Δεν τελειώνει. Και έχει να κάνει με τη διαθεσιμότητα. Από το πόσο ανοιχτός είσαι απέναντι στους ανθρώπους. Μου έχει τύχει να οδηγώ με τη μηχανή και στο φανάρι να δω το πρόσωπο μιας όμορφης κοπέλας. Το βλέμμα της μπορεί να με συντροφεύει όλη την ημέρα».

 

Εχετε υπάρξει νάρκισσος;

«Θέλω να πιστεύω πως όχι. Για τρία χρόνια στο σπίτι μου δεν είχα καθρέφτη. Πολλές φορές και στις «Aγριες Μέλισσες» σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να παίζω πιο «φαραωνικά». Να κατεβάζω τη φωνή μου, να την κάνω μπάσα, να έχω δραματικές εξάρσεις. Δεν με ενδιαφέρει. Θέλω να παίζω εσωτερικά. Με τα βλέμματα. Η ομορφιά δεν βρίσκεται σε αυτό που «φαίνεται»».

 

Είστε πολύ ωραίος άνδρας. Η εµφάνισή σας πιστεύετε ότι µπορεί να σας εγκλωβίσει θεατρικά;

«Τίποτα δεν μπορεί να σε εγκλωβίσει αν δεν του το επιτρέψεις. Eνας εμφανίσιμος ηθοποιός οφείλει να ξεπεράσει το αυταπόδεικτο της ομορφιάς του. Αυτή είναι η δυσκολία, να κάνεις το θεατή να σταθεί στην ερμηνεία σου και όχι μόνο στην εμφάνισή σου. Εν τέλει πάντως ας έχουμε υπ’ όψιν ότι ο κόσμος είναι πιο ευφυής από ό,τι νομίζουμε και πως, έστω και ασύνειδα, αντιλαμβάνεται πότε ένας ηθοποιός εκμεταλλεύεται την εμφάνισή του για να προχωρήσει και πότε καταφέρνει και την ξεπερνάει».

Φέτος θα κατεβαίνατε στην Επίδαυρο µε τον ρόλο του Νεοπτόλεµου στην παράσταση «Φιλοκτήτης» σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, η οποία ακυρώθηκε λόγω των έκτακτων συνθηκών της COVID-19.

«Ημουν πολύ χαρούμενος όταν με πήρε ο Τσέζαρις στο τηλέφωνο. Πάντα τον θαύμαζα. Μου είπε: «Δημήτρη, σε βλέπω στις Aγριες Μέλισσες και σε σκέπτομαι για τον ρόλο του Νεοπτόλεμου». Μου ζήτησε να γίνει ακρόαση με τον Γιώργο Κιμούλη, να δει αν δένουμε. Ο Γιώργος ήταν πολύ γενναιόδωρος. Πριν φθάσω σπίτι μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Τσέζαρις μου είπε ότι θέλει πολύ να συνεργαστούμε. Δεν στενοχωριέμαι και τόσο για τη φετινή ματαίωση. Γιατί θα μου άρεσε αυτό το πρώτο μεγάλο μου βήμα να γίνει σε μια γεμάτη Επίδαυρο και εν συνεχεία σε γεμάτα θέατρα ανά την Ελλάδα. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί φέτος, δυστυχώς, λόγω υγειονομικών πρωτοκόλλων. Αλλωστε, όλοι μας, και ο Τσέζαρις και ο Γιώργος Κιμούλης και ο Βασίλης Μπισμπίκης, δώσαμε τα χέρια για του χρόνου».

 

Πώς βλέπετε τις ζυµώσεις που γίνονται στον χώρο σας; Η πανδηµία έφερε στην επιφάνεια παθογένειες χρόνων: απλήρωτες πρόβες, ηθοποιούς ανασφάλιστους, αµοιβές πείνας…

«Είναι πράγματα που θα έπρεπε να έχουνε θιγεί νωρίτερα. Προσωπικά, έχω δώσει μάχες στο παρελθόν γιατί ήθελα να αμείβομαι αξιοπρεπώς από μια δουλειά. Μάχες που πολλές φόρες έχασα, αλλά δεν έχει σημασία».

 

Το κράτος φέρει ευθύνη;

«Στην «Πολιτεία» ο Πλάτων, μιλώντας για το ιδανικό πολίτευμα, τονίζει πως ένας από τους κυριότερους λόγους που τα περισσότερα πολιτεύματα αποτυγχάνουν είναι το γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν φιλοσοφούν και οι φιλόσοφοι δεν ασχολούνται με τα κοινά. Η Πολιτεία, λοιπόν, φέρει τεράστια ευθύνη στις μέρες μας γιατί έδωσε τα σκήπτρα στην τεχνοκρατία παραγκωνίζοντας τον ανθρωπισμό. Φέρουμε και οι πολίτες όμως μεγάλη ευθύνη γιατί συμβιβαζόμαστε. Αυτό επιφέρει πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στον πολιτισμό. Ειδικότερα στους ηθοποιούς θα ήθελα να δω ένα πιο δυνατό σωματείο. Θα ήθελα να δω ηθοποιούς που έχουν όνομα στον χώρο να είναι πιο ενεργοί σε θέματα που άπτονται κοινωνικών ζητημάτων. Oταν βλέπουν, για παράδειγμα, μια αδικία σε μια παράσταση που συμμετέχουν να μη σωπαίνουν. Βλέπεις, είναι πιο δύσκολο να μιλήσει ένα παιδί που τώρα βγαίνει στη δουλειά. Κάποιοι φυσικά το κάνουν, αλλά συνολικά νομίζω ότι στον χώρο λείπουν οι άνθρωποι που μπορούν να εμπνεύσουν. Και δεν μιλώ καλλιτεχνικά. Μιλώ συνολικά. Δεν μου αρκεί να έχει ταλέντο ένας ηθοποιός ή ένας σκηνοθέτης. Θέλω να είναι και δίκαιος άνθρωπος. Eτσι τον θαυμάζω περισσότερο».