Η δεκαετία πίσω μας κατέληξε να πλήξει με βίαιο τρόπο άτομα, εμπεδωμένες ισορροπίες, αντιλήψεις και ιδεολογήματα και να διασπάσει την κοινωνία και υποσύνολά της. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια φάση σταθεροποίησης και ελαφριάς ανάκαμψης που σκιάζεται από τις προκλητικές διεκδικήσεις μιας Τουρκίας που αγωνίζεται σπασμωδικά να ανατρέψει θεσμούς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Τα όσα βλέπουμε στο πεδίο αυτό δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Πρέπει να δούμε αν έχουμε και εμείς μερίδιο για το πώς βρεθήκαμε στη θέση αυτή και τι πήγε λάθος. Πάντως, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια διαγράφεται μια θετική προοπτική στην οικονομία, αν και πολλοί καταλαβαίνουν ότι η διαδρομή είναι μεγάλη και αβέβαιη.

Θα ήταν λιγότερο αβέβαιη αν εμείς, τα άτομα, η κοινωνία, το πολιτικό σύστημα, οι οργανωμένες δυνάμεις, είχε φανεί ότι καταλάβαμε, αλλάξαμε, αποφασίσαμε. Αποφασίσαμε τι; Υπεραπλουστευμένα κλισέ δεν μπορούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα. Κατ’ αρχάς, γιατί το ερώτημα απαντάται διαφορετικά από διαφορετικά πρόσωπα και σύνολα. Επίσης, γιατί οι καταστάσεις με τις οποίες θα έρθουμε αντιμέτωποι δεν θα είναι ίδιες με αυτές που μας είναι γνωστές. Η «κανονικότητα» στην επόμενη δεκαετία δεν θα είναι η κανονικότητα της προηγούμενης, ούτε της προ-προηγούμενης. Συνεπώς, «αποφασίσαμε» σημαίνει αφήσαμε πίσω μας όσα μας οδήγησαν στην αποτυχία και αναζητούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, τις ευκαιρίες, τις εξελίξεις, την πραγματικότητα ενός νέου κόσμου.

Σε όλο αυτό το διάστημα η οικονομική και πολιτική διάσταση ήταν κυρίαρχες. Ομως, η ζωή και πορεία μιας χώρας δεν είναι μόνο η οικονομία και η πολιτική και ό,τι κινείται γύρω από αυτές. Εκείνο που λείπει και καθορίζει την κατεύθυνση είναι μια φαινομενικά αόρατη, ευρύτερη διάσταση, που μπορεί όμως να αποτελέσει ένα πιο στέρεο υπόβαθρο από αυτό στο οποίο στηριζόμασταν είτε μετά είτε πριν από την κρίση. Σε λίγους μήνες θα τιμήσουμε τα 200 ή μάλλον τα 210 χρόνια της υπόστασης της νεότερης Ελλάδας. Να τα τιμήσουμε κοιτάζοντας πίσω, αλλά κυρίως, κοιτάζοντας το πίσω, να αποκτούμε την ικανότητα να κοιτάζουμε μπροστά και καθαρά.

Πολύ πριν από τα 200 τελευταία χρόνια, και για αιώνες, η Ελλάδα δημιούργησε έναν εκπληκτικό πολιτισμό. Στη γλυπτική, στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στην οργάνωση της κοινωνίας, στις ιδέες, στις πολεμικές ικανότητες απέναντι σε πανίσχυρους εχθρούς, ακόμα και στην τεχνολογία, όπου ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων εκφράζει το πιο ανεξήγητο και καταπληκτικότερο κατασκεύασμα των χιλιετηρίδων που είχαν προηγηθεί και μιάμιση χιλιετηρίδας που ακολούθησε μέχρι τις μεγαλοφυείς συλλήψεις του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Εχουμε την τύχη, ακόμα και σήμερα, να διπλασιάζουμε το επίπεδο ζωής μας κάθε δύο δεκαετίες, επειδή εκμεταλλευόμαστε οικονομικά την πολιτισμική αυτή κληρονομιά μας.

Οι αναφορές αυτές δεν υπονοούν ότι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε ξανά τη θέση που κατέκτησε η Ελλάδα στην παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού. Ομως, μέσα στην οικονομία, στην πολιτική, στις διαμάχες για σοβαρά ή κατασκευασμένα θέματα, στις αγωνίες ή στις προσδοκίες για το μέλλον μας, σε συνθήκες πρωτόγνωρες και δυσοίωνες λόγω κλιματικής αλλαγής και πολλών άλλων αλλαγών, η διεύρυνση του ορίζοντα και των δράσεών μας προς το επίπεδο της συλλογικότητας και προς πεδία αξιακά, πολιτισμικά, γνωσιολογικά, ιδεολογικά θα μπορούσε να προσφέρει μια συνεκτικότητα και μια πληρότητα που θα μας έκαναν ικανούς να αντιμετωπίσουμε από μια καλύτερη αφετηρία τα κοινά μας προβλήματα, τη θέση μας στον κόσμο και τις προοπτικές μας.

Βρισκόμαστε σε μια φάση που δεν θα ξεπεραστεί χωρίς ανατροπές. Οχι γιατί οι ανατροπές είναι trendy. Αλλά γιατί σε πλανητική βάση ο χρόνος των εξελίξεων έχει επιταχυνθεί και οι ανατροπές μέσα σε πολύ συντομότερα διαστήματα απ’ ό,τι πενήντα ή εκατό χρόνια πριν είναι η κυρίαρχη καθημερινότητα. Ως αποτέλεσμα, προσδοκίες αλλάζουν, νέες ιδεολογικές συντεταγμένες και πειστικές απαντήσεις σε καίρια προβλήματα παραμένουν τα μεγάλα ζητούμενα και κάθε κοινωνία δίνει μάχες για να μη μείνει στην άκρη. Η καινοτομική ικανότητα δεν αφορά μόνο την παραγωγή προϊόντων, αλλά και την παροχή γνώσεων και γνωστικών ικανοτήτων σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας. Ενα είναι σίγουρο: ότι δεν θα μετέχουμε με επιτυχία στον κόσμο που εξελίσσεται αν από μια σπηλιά ή από τον Ολυμπο κοιτάζουμε τις εξελίξεις από μακριά.

Μια ανασύνθεση πρέπει να έχει στο επίκεντρό της τους νέους ανθρώπους, που πληρώνουν σήμερα με επώδυνο τρόπο το τίμημα των δικών μας εγωιστικών επιλογών. Οι νέοι σήμερα έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης στην ίδια τους τη χώρα. Πληρώνουν για το ογκώδες χρέος που σωρεύσαμε, για το καθυστερημένο εκπαιδευτικό μας σύστημα, το Ασφαλιστικό, την αδυναμία μας να μειώσουμε κάπως την κατανάλωσή μας για χάρη επενδύσεων, την απόμακρη σχέση του κοινωνικο-πολιτικού μας συστήματος με ό,τι σχετίζεται με τεχνολογίες, καινοτομία και γνώσεις στην παραγωγική διαδικασία, τη χρόνια αδυναμία μας να δημιουργήσουμε σταθερές και ικανοποιητικές θέσεις εργασίας και για πολλά άλλα. Εμείς έχουμε το βάρος απέναντι στην ιστορία της χώρας μας, στην προσωπική διαδρομή μας και σε όσους ανθρώπους περιμένουν κάτι διαφορετικό από εμάς να μην αφήσουμε τα πράγματα εκεί που είναι τώρα.

Εχουμε, επίσης, υποχρέωση να εγκαταλείψουμε την ψευδαίσθηση και την αυταρέσκεια ότι όσα έγιναν δεν σχετίζονται με εμάς αλλά με κάποιες απόμακρες δυνάμεις.

Για δεκαετίες οικοδομήσαμε ευημερία σπάζοντας τους δεσμούς με την ανάπτυξη υπό την ευρύτερη και όχι απλώς την οικονομική έννοια. Σήμερα πρέπει να ξαναπιάσουμε τη σχέση αυτή – ειδικά με την ευρύτερη και όχι μόνο την οικονομική έννοια. Πολλές από τις αναγκαίες αλλαγές πρέπει να γίνουν παράλληλα, έστω και σταδιακά, και όχι διαδοχικά και απαιτούν μια κρίσιμη μάζα πολιτικής και όχι ασύντακτα μικρά βήματα με τα ελάχιστα δυνατά αποτελέσματα. Αναφέρομαι σε μετασχηματισμούς και αλλαγές διαρθρωτικού χαρακτήρα, τους οποίους κοινωνία και πολιτικό σύστημα συλλήβδην και σταθερά επιδίωξαν να αποφύγουν ή να αποτρέψουν. Το τίμημα αυτής της αντίληψης ήταν ο εξαναγκασμός σε κάτι που φάνταζε ως το απόλυτο Κακό: την υλοποίηση των πιο σκληρών πολιτικών που όλοι ήθελαν να αποφύγουν, αλλά με τις επιλογές τους τις έφερναν όλο και πιο κοντά.

Η χώρα θα αποκτήσει εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση όχι όταν απλώς βρούμε απαντήσεις στα δημοσιονομικά ή άλλα προβλήματα, αλλά όταν στον καθημερινό προβληματισμό μας κυριαρχήσει η έγνοια για το πώς θα κάνουμε μια πορεία ανάποδα στον χρόνο για να βρούμε το σημείο εκείνο που θα είναι η αφετηρία μιας πιο προσγειωμένης και συμπεριληπτικής (inclusive) αντίληψης.

Η ικανότητά μας να βαδίσουμε προς το μέλλον μας, δηλαδή προς το μέλλον της Ελλάδας, θα είναι, όπως πάντα, ένα μείγμα πραγματισμού και ψευδαισθήσεων – για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός βιβλίου μου του 2005. Οταν τμήματα της κοινωνίας αρχίσουν να αισθάνονται ότι οι εξελίξεις τους αγγίζουν, θετικά και προσωπικά, ότι η αίσθηση αυτή είναι αξιόπιστη, ότι αν αρχίσουν και δημιουργούν – ατομικά ή συλλογικά – θα έρθει η ανταμοιβή τους και ότι αξίζει να εμπιστευτούν ξανά τη διαίσθησή τους, τότε θα έχει αρχίσει να δημιουργείται η ελπίδα, ανεξάρτητα από τις αναπόφευκτες διαχωριστικές γραμμές. Πόσο κοντά ή μακριά είμαστε από ένα τέτοιο σημείο;

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.