Ο λόγος είναι για το ροκ του ’60 – αρχών ’70. Το ροκ που ακούστηκε στο Woodstock μισόν αιώνα πριν από τον Αύγουστο που πέρασε. Τότε που ξεκινούσαν όλα εκείνα τα συγκροτήματα, όπως τα πασίγνωστα Beatles, Rolling Stones, Led Zeppelin, Pink Floyd, Doors, άλλα πολύ γνωστά, όπως Jefferson Airplane, Grateful Dead, Cream, Fleetwood Mac, Greedence, μα και λιγότερο γνωστά, όπως οι Quicksilver Messenger Service, οι It’s a Beautiful Day, οι Doobie Brothers, οι Blue Oyster Cult, οι Uriach Heep αλλά και πολλά άλλα. Και όταν λέμε ροκ εννοούμε ένα ρεύμα μέσα στο οποίο κυλούσαν όχι μόνο γρήγορα (ροκ) αλλά και σιγανά (slow) τραγούδια. Γιατί μέσα σε αυτό ανήκουν – συχνά σαν φολκ εκδοχή – η Joan Baez, μα και ο Bob Dylan και η Janice Joplin. Και τραγούδια όπως το υδραίικο «Marianne» του Leonard Cohen, το νεο-ορλεανέζικο «House of the Rising Sun» των Animals ή το ουτοπικό «Imagine» του Lennon.

Ο λόγος είναι για το ροκ εκείνο που είναι και σημερινό.

Εχετε παρατηρήσει πόσοι νέοι και νέες το ακούν, το ξέρουν, το τραγουδούν; Σκεφτείτε νέους τη δεκαετία του ’60 να ακούν, να ξέρουν, να τραγουδούν τραγούδια της δεκαετίας του 1910…

Το ροκ λοιπόν εκείνο, το πριν από μισόν αιώνα, ήταν μέρος της εξέγερσης του ’60, ιδίως στις ΗΠΑ. Εξέγερση που είχε και πολιτικά μα και κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στη δεκαετία της έντονης αμφισβήτησης στην Αμερική οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις ξεκινούσαν ή τελείωναν με ροκ. Και όταν δεν είχε μουσική και σε κυνηγούσαν αστυνομικοί για να διαλύσουν τη συγκέντρωση που μετείχες, εσύ άκουγες μέσα στη φαντασία σου το «Street Fighting Man» των Rolling Stones.

Η εξέγερση εκείνης της εποχής, η αμφισβήτηση, ήταν ολιστική. Ηταν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενάντια στο ρατσισμό, υπέρ της ισότητας των φύλων, ενάντια στις διακρίσεις λόγω σεξουαλικών προτιμήσεων, υπέρ της κοινωνικής αλληλεγγύης, υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης και ενάντια στα συντηρητικά στερεότυπα. Μέσα σε αυτά ήταν και το ροκ.

Το ροκ όχι ως μουσική επένδυση των υπολοίπων αλλά ως μέρος της αμφισβήτησης, της εξέγερσης. Και οι νέοι και νέες – και όχι μόνον – εκείνης της εποχής μπορεί να είχαν κάποιες επί μέρους προτεραιότητες, αλλά τελικά δέχονταν και μετείχαν σε όλα, και στις διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και σε αντιρατσιστικές εκδηλώσεις και σε φεμινιστικές διεκδικήσεις και σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης στους μεξικάνους εργάτες γης και… Και βέβαια και σε ροκ συναυλίες που κι αυτές εμπεριείχαν την αμφισβήτηση στην παλιά μουσική, στον συντηρητισμό των προηγούμενων γενιών, στη δεδομένη κοινωνική οργάνωση.

Εφέτος κλείνει μισός αιώνας από το ’69. Τον περασμένο Αύγουστο ήταν τα πενηντάχρονα από την περίφημη συναυλία του Woodstock. Εκεί που βρέθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες να ακούσουν τα συγκροτήματα ροκ της εποχής και να αμφισβητήσουν έμπρακτα τα ήθη της κοινωνίας των γονιών τους, να εκφράσουν την ελευθερία τους. Και τον Δεκέμβριο είναι τα πενηντάχρονα από το Altamont, τη συναυλία στην Καλιφόρνια που παρακολούθησαν επίσης εκατοντάδες χιλιάδες με τις ίδιες προθέσεις, μα που αμαυρώθηκε από τη θανατηφόρα βιαιότητα των δυνάμεων «ασφαλείας» που αποτελούσαν οι μοτοσικλετιστές Αγγελοι της Κόλασης. Ετσι που, αν το φεστιβάλ του Μοντερέι, το καλοκαίρι του ’67 αποκλήθηκε το καλοκαίρι της Αγάπης και τον Αύγουστο του ’69 διατρανώθηκε η ορμή του πολύπλευρου κινήματος της νεολαίας, τον Δεκέμβριο του ’69 θεωρήθηκε ότι επήλθε το τέλος της αθωότητας.

Οχι όμως και του ροκ! Με ροκ συνεχίστηκαν οι μεγάλες πορείες ειρήνης και οι διαδηλώσεις ενάντια στην επέκταση του πολέμου στην Καμπότζη το 1970. Και με ροκ εξέφρασαν οι Crosby, Sills, Nash and Young τη θλίψη τους και την αγανάκτησή τους για τον φόνο τεσσάρων διαδηλωτών από την εθνοφρουρά στο Οχάιο τον Μάιο του ’70.

Γιατί το ροκ εκείνη την εποχή ήταν σημαντικό μέρος της αμφισβήτησης, της εξέγερσης. Ηταν η έκφρασή της με μουσική μα και με λόγια. Το ροκ εκείνο που ήταν και παραμένει νέο και ατίθασο.

Ο κ. Σπύρος Καβουνίδης είναι δρ πολιτικός μηχανικός.