Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την ανάγκη να χαραχθεί επιτέλους μια εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, καθώς οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν να «έχει φθάσει ο κόμπος στο χτένι», ενώ ο θεωρούμενος έως σήμερα απρόβλεπτος νεοσουλτάνος έχει πλέον καταντήσει απόλυτα προβλέψιμος ως προς τις προθέσεις του και την προκλητική του πολιτική. Είναι μάλιστα φανερό ότι συνεδριάσεις τύπου ΚΥΣΕΑ και Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής ουσιαστικά ουδέν αποδίδουν και γίνονται μάλλον για τα μάτια του κόσμου. Φυσικά μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές δεν είναι δυνατόν να ληφθούν οι εξαιρετικά σημαντικές και απόλυτα επείγουσες αυτές αποφάσεις, και έτσι το βάρος θα πέσει στη νέα κυβέρνηση, η οποία, πέρα από όλα τα άλλα, θα πρέπει τώρα να θέσει σε πρώτη προτεραιότητα το ελληνοτουρκικό ζήτημα.

Αυτό που κυρίως προέχει (για να πάψουμε να επικαλούμεθα συνεχώς και αορίστως την ανάγκη τήρησης του Διεθνούς Δικαίου) είναι να το εφαρμόσουμε στην πράξη από την πλευρά μας, και μάλιστα στην περιοχή εκείνη που εμφανίζει τώρα την πιθανότητα ακόμα και μιας σύγκρουσης. Να καταθέσουμε δηλαδή τις θέσεις μας για την κατοχύρωση της ΑΟΖ στην ευαίσθητη περιοχή του Καστελλορίζου, που αποτελεί κυριαρχικό μας δικαίωμα, και να προχωρήσουμε στη συνέχεια στην οριοθέτησή της. Εδώ φυσικά θα τεθούν οι γνωστές αντιρρήσεις της Αγκυρας ότι το Καστελλόριζο δεν έχει δικαίωμα παρά μόνο σε αιγιαλίτιδα ζώνη, αγνοώντας το γεγονός πως η ύπαρξη της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δημιουργεί ένα τόξο που δικαιολογεί τη διεκδίκηση ΑΟΖ. Και αν φυσικά δεν τα βρούμε, που είναι το πιθανότερο, τότε θα πρέπει να καταφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο για να λύσει τη διαφορά. Αυτά πολύ συνοπτικά για μια εξαιρετικά περίπλοκη νομική περίπτωση, που όμως έχει ήδη απασχολήσει το Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο έδωσε και τη λύση σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις.

Το ερώτημα βέβαια είναι αν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε μια απόφαση η οποία ενδεχομένως δεν θα ικανοποιεί πλήρως τις δικές μας θέσεις, αλλά το ερώτημα αυτό καλύπτει και το σύνολο των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων και δίνει την απάντηση γιατί εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια και παρά τις αλλεπάλληλες συμφωνίες και συνεννοήσεις δεν έχει προχωρήσει καμία διευθέτηση. Αποδεικνύοντας έτσι ότι τελικά επικρατούν πάντα οι ακραίες αντιλήψεις, που δεν επιτρέπουν τους αναγκαίους συμβιβασμούς. Αν λοιπόν δεν ξεπεραστούν οι αντιλήψεις αυτές, οποιεσδήποτε συζητήσεις για μια νέα στρατηγική δεν θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οπως δεν έχει και ουσιαστικό νόημα να προβάλλουμε συνεχώς, σε υπέρμετρο μάλιστα βαθμό, τη στήριξη που έχουμε εξασφαλίσει είτε από την ΕΕ είτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Απλούστατα διότι η σημερινή περιφερειακή δύναμη του νεοσουλτάνου δεν πρόκειται να υποκύψει στις όποιες πιέσεις τους, αναιρώντας έτσι τον ρόλο της.