Το διήμερο ιδρυτικό συνέδριο του νέου φορέα έληξε το Σάββατο17.3.2018. Ακούσαμε όλες τις τάσεις « «συνιστώσες» του νέου αυτού εγχειρήματος, καθώς επίσης και συνθήματα της εξέδρας, όπως πιο αριστερά, περισσότερη αριστερά.
Δυστυχώς δεν ακούσαμε κάτι νέο και συνταρακτικό, όπως δεν είχαμε ακούσει καθ’ όλη την περίοδο προετοιμασίας του κινήματος ή ακόμη και την περίοδο της εκλογής του ηγέτη του.
Από δέκα υποψηφίους στην αρχή, θα περίμενε κανείς να ακούσει κάτι νέο και συγκλονιστικό. Απολύτως τίποτα. Τύπος και λοιπά μέσα ενημέρωσης, όλη αυτή την περίοδο, προεκλογική για τους υποψηφίους ηγέτες, και προετοιμασίας για το ιδρυτικό συνέδριο, προσπαθούσαν να μαντέψουν ή προσδιορίσουν «το πολιτικό στίγμα του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς.»
Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να χαράξουμε ορθή πορεία για το μέλλον, αν πρώτα δεν διερευνήσουμε και εντοπίσουμε τα αίτια του παρελθόντος, τα οποία οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.
Σε μία εφημερίδα π.χ. της Κυριακής 27 Αυγούστου διαβάζουμε ολοσέλιδο ρεπορτάζ με τίτλο « Η δημοκρατική παράταξη έτοιμη να γυρίσει σελίδα.»
Μήπως όμως πριν γυρίσουμε τη σελίδα οφείλουμε να μελετήσουμε με προσοχή το περιεχόμενο των σελίδων που έφυγαν, για να μην επαναληφθούν όλα εκείνα τα λάθη που μας έφεραν στα σημερινά αδιέξοδα; Αν πρόκειται ο νέος φορέας να οικοδομηθεί με τα μπάζα του κατεδαφισθέντος οικοδομήματος της ανεκδιήγητης πολιτικής και ρουσφετολογικής τεσσαρακονταετίας, και να ακολουθήσει την «αυτήν οδό», τότε, καλύτερα θα ήταν να μην δημιουργηθεί, γιατί δεν θα μιλάμε για αλλαγή, αλλά για π α ρ α λ λ α γ ή, συνδιαλλαγή ή συναλλαγή.
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία με το πρώτο της Σύνταγμα του 1975 θεμελιώθηκε στα συντρίμμια που άφησε πίσω της η Απριλιανή Χούντα σε Ελλάδα και Κύπρο.
Κατά την περίοδο αυτή λειτούργησαν άραγε όλοι οι θεσμοί της Πολιτείας, κατά τις συνταγματικές επιταγές; Οι δύσκολοι καιροί που περνάει τώρα η χώρα είναι άραγε αποτέλεσμα επίορκων μόνο φορέων της εκτελεστικής εξουσίας ή μήπως κάποιοι θεσμοί, πέραν του ανεύθυνου και συνυπεύθυνου πολίτη, δεν ανταποκρίθηκαν στις συνταγματικές επιταγές;
Φαίνεται ότι ακόμη βρισκόμαστε στην παιδική ηλικία της αριστερόστροφης ιδεοληψίας, παρά τα όσα κοσμοϊστορικά, ομολογουμένως, συντελέστηκαν, τουλάχιστον στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 80.
Από όλους τους υποψηφίους, τότε, και σήμερα, αποτελούντες τον βασικό «πυρήνα» του κινήματος αλλαγής, που εμφανίστηκαν και στο βήμα του συνεδρίου και πήραν το λόγο, οι προτάσεις τους για καίριες και θεσμικές αλλαγές ήταν α ν ύ π α ρ κ τ ε ς.
Δυστυχώς κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, ενώ θα έπρεπε να έχουμε θεμελιώσει ένα υποδειγματικό κράτος που οι θεσμοί λειτουργούν προς εδραίωση του κράτους δικαίου, οδηγηθήκαμε στην απερίγραπτη κατάσταση που βιώνουμε και είμαστε, δυστυχώς, για όλη σχεδόν την Ευρώπη, παράδειγμα προς αποφυγή.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι από το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου, μέχρι το Σύνταγμα του 1975, ποτέ δεν είχε αξιωθεί αυτή η χώρα να πορευτεί ειρηνικά και απερίσπαστη στην οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους και ολοκλήρωσης του κράτους δικαίου. Η μόνη μακρά περίοδος ειρήνης και προόδου ήταν αυτή των 44 ετών της μεταπολίτευσης. Μιας περιόδου, που για πρώτη φορά η χώρα έτυχε δωρεάν βοήθειας από τα κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρ ΄ όλα αυτά χρωστάει δύο ΑΕΠ.
Επιμένω στο κράτος δικαίου και όχι στην εδραίωση της Δημοκρατίας, διότι πολλές φορές σε μια, λεγόμενη Δημοκρατία, το κράτος δικαίου ασθενεί, ενώ, προϋπόθεση του κράτους δικαίου είναι η υγιής Δημοκρατία.
Το πολίτευμά μας μπορεί μεν να λέγεται Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική (θα έλεγα και Κομματική) Δημοκρατία, αλλά η εμπειρία των 44 ετών της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας απέδειξε ότι το πολίτευμά μας, ουσιαστικά, ήταν και είναι ενός και μόνο ανδρός αρχή, του εκάστοτε Πρωθυπουργού. Μπορεί βέβαια ο συντακτικός νομοθέτης να ομιλεί περί της Κυβερνήσεως, ως συλλογικού οργάνου, αλλά δυστυχώς, Κυβέρνηση σημαίνει ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, αφού αυτός διορίζει και παύει τους Υπουργούς, διορίζει τους επικεφαλής της δικαιοσύνης, τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων και ουσιαστικά και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μόνο τον Αρχιεπίσκοπο, δεν έχουν καταφέρει, μέχρι σήμερα, να διορίσουν οι εκάστοτε Πρωθυπουργοί. Αν δε συμβαίνει πολλές φορές, λόγω των ψηφοθηρικών – ως άλλοι προικοθήρες- εκλογικών συστημάτων, μια μειοψηφία του εκλογικού σώματος να καθίσταται βουλευτική πλειοψηφία, τότε η κατάσταση της χώρας θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Περίμενα λοιπόν να διαβάσω, ή να ακούσω από όλες αυτές τις «συνιστώσες» της αλλαγής, τι θα έχει η νέα σελίδα, για το νέο πολιτικό φορέα και κατ¨ επέκταση για την τύχη της χώρας, αλλά ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Μήπως ήρθε η ώρα να σκεφτούμε για τη δεύτερη άγκυρα του σκάφους της Πολιτείας; Το ένα και μοναδικό νομοθετικό σώμα χρεοκόπησε τη χώρα. Μήπως πράγματι έφτασε η ώρα για την ίδρυση του δεύτερου νομοθετικού σώματος; Κατά την περίοδο του συντάγματος του 1927, όταν η χώρα ευτύχισε να έχει το δεύτερο νομοθετικό σώμα- τη Γερουσία- όχι μόνο ανταποκρίθηκε στις περιστάσεις των καιρών, αλλά κατάφερε να ξεπεράσει το τεράστιο προσφυγικό ζήτημα, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής και να βάλει τα θεμέλια ενός σύγχρονου κράτους.
Το ποτάμι, κάποια στιγμή είχε προτείνει μείωση των βουλευτών σε 200, αλλά τίποτε πλέον αυτού. Δηλαδή η μείωση του αριθμού των βουλευτών, θα οδηγήσει τους θεσμούς στον ορθό δρόμο ή μήπως και αυτό είναι μια παραλλαγή λαϊκισμού; Το κακό είναι ότι αυτό ακούγεται πλέον από πολλούς σχετικούς ή άσχετους, χωρίς βέβαια να μας λένε γιατί οι 200 ή 150 βουλευτές θα είναι «καλύτεροι» των μέχρι τώρα εισελθόντων στη Βουλή ή ότι αυτοί θα «ανορθώσουν» τους θεσμούς!
Αν λοιπόν ιδρύσουμε Γερουσία από 100 εκλεγομένους Γερουσιαστές –ηλικίας 45 τουλάχιστον ετών—και η Βουλή έχει 200 μέλη, μήπως έχουμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα ασφαλέστερο πολίτευμα που θα μπορεί να οικοδομήσει το κράτος δικαίου;
Η μέχρι σήμερα εμπειρία μας, όταν είχαμε διπλή κάλπη, Εθνικές εκλογές και Ευρωβουλή, απέδειξε, ότι ο ίδιος ψηφοφόρος είχε διαφοροποιηθεί, ως προς τις επιλογές του, με αποτέλεσμα, ένας εκλογικός φορέας να μην εισέρχεται στην εθνική Βουλή, αλλά να εισέρχεται στο Ευρωκοινοβούλιο.
Για να λυτρωθούμε από τον Πρωθυπουργό – Σουλτάνο ή Μεγάλο Βασιλέα των Περσών – η Γερουσία θα είναι ο ασφαλής κυματοθραύστης κάθε κομματικής επιθυμίας που πριονίζει τα θεμέλια του κράτους δικαίου. Ένα πρόσφατο παράδειγμα θα πρέπει να μας προβληματίσει για την πρόταση που εισηγούμαι. Ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α, θέλησε να καταργήσει, ολοσχερώς, το σύστημα υγείας που με πολλές προσπάθειες κατάφερε να οικοδομήσει ο Ομπάμα. Ενώ εξασφάλισε τη Βουλή των αντιπροσώπων, η Αμερικανική Γερουσία, και μάλιστα Γερουσιαστές του δικού του κόμματος, αρνήθηκαν την ψήφο τους.
Με την ίδρυση Γερουσίας, θα απλοποιηθούν και άλλα προβλήματα τα οποία, υποχρεωτικώς, συνέχονται με την ίδρυση Γερουσίας, όπως είναι η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, η επιλογή της ηγεσίας του στρατεύματος, η επιλογή της κορυφής της Δικαιοσύνης και η λογοδοσία των επίορκων μελών της κυβέρνησης.
Πέραν αυτού, κράτος δικαίου όμως, χωρίς θεσμικές μεταβολές στην άλλη κραταιά εξουσία της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να οικοδομηθεί. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία από τις Ανεξάρτητες Αρχές που να μην διευθύνεται από συνταξιούχους ανώτατους δικαστές. Ζήσαμε το ανεξήγητο και επικίνδυνο φαινόμενο, τη μία ημέρα να εξουσιάζει, ως πρόεδρος, όλη τη δικαιοσύνη και την επομένη να αναλαμβάνει επίζηλες Κυβερνητικές θέσεις!
Απαιτείται λοιπόν, για να κοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, συνταγματική ρύθμιση με το εξής περιεχόμενο: Ουδείς Δικαστικός ή Εισαγγελικός Λειτουργός μπορεί, μετά τη συνταξιοδότησή του, ή και την παραίτησή του να καταλάβει οποιαδήποτε θέση στο δημόσιο τομέα.
Από το πρώτο σύνταγμα της παλιγγενεσίας του 1822 μέχρι και το σύνταγμα του 1952 όλα τα κακουργήματα εκδικάζονταν από το αμιγές ορκωτό σύστημα. Είναι το Θεϊκό σύστημα που η Παλλάς εισήγαγε στο κλεινό της άστυ, για να δικάσει τον άμοιρο Ορέστη.
Η μεταπολίτευση υιοθέτησε ένα «υβριδικό» κατασκεύασμα, το μικτό ορκωτό δικαστήριο. Και παρ΄ ότι το άρθρο 97 του συντάγματος επιτάσσει όλα τα κακουργήματα να εκδικάζονται από αυτό το υβριδικό κατασκεύασμα, έκτοτε, με τις συνεχείς παρεμβάσεις της Δικαστικής εξουσίας, έχει μεταφερθεί στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών το 98% των κακουργημάτων.
Έχουμε μάλιστα φτάσει στην «κατάντια» να έχουμε και Μονομελή Εφετεία κακουργημάτων, δηλαδή έχουμε π α γ κ ό σ μ ι α πρωτιά, που ούτε σε κράτη της υποσαχάριας Αφρικής δεν υπάρχει αυτός ο επικίνδυνος, για τα ατομικά μας δικαιώματα, θεσμός του ενός δικαστή.
Ας γυρίσουμε λοιπόν, ταχύτατα, στον αρχαιοελληνικό θεσμό των δώδεκα ενόρκων που οι Γερμανοί της Αντιβασιλείας εισήγαγαν, σε μας, οι Αμερικανοί τον υιοθέτησαν από το 1789 και πλείστες άλλες χώρες, όταν μάλιστα η Θεά Αθηνά ή μάλλον ο Θείος Αισχύλος δια της Ορέστειας ζητούσε από τους Αθηναίους « ο θεσμός αυτός αιώνιος να είναι».
Μόνον έτσι, θα απογαλακτιστεί ο καθημερινός α φ α ν ή ς μεν, αλλά υπάρχον εκβιασμός της δικαστικής προς την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία.
Η επιλογή των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων γίνεται υποχρεωτικά μεταξύ των υπηρετούντων Αντιπροέδρων του Δικαστηρίου και από τα δύο Σώματα Βουλή και Γερουσία.
Για να κοπεί επίσης ο έτερος κομματικός ομφάλιος λώρος της αθλιοτάτης ρουσφετολογίας, θα πρέπει να θεσμοθετηθεί, συνταγματικά, ότι οι προσλήψεις στο Δημόσιο και τους ΟΤΑ γίνονται με πανελλήνιο διαγωνισμό, με πίνακα επιτυχόντων που ισχύει για δύο ή τρία έτη.
Ένας άλλος πόλος που δημιουργεί πλείστα όσα προβλήματα είναι η αθλιότητα των εκλογικών νόμων. Δυστυχώς μέχρι σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι οι εκλογικοί νόμοι δεν στόχευαν στην καλύτερη δημοκρατική εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος, αλλά στην ουσιαστική αλλοίωση της ψήφου για να σχηματιστεί η πολυπόθητη βουλευτική πλειοψηφία. Έχουμε χάσει την έννοια της πλειοψηφίας και τείνουμε να μεταβάλουμε ακόμη και τις έννοιες των λέξεων και των μαθηματικών. Χάρη σε τέτοια εκλογικά συστήματα ακούμε συχνά ότι «ο λαός απεφάσισε ή ότι ο λαός έδωσε την εντολή», αλλά δεν μας είπαν τα ποσοστά αυτής της εντολής τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν, τόσο στο σύνολο του πληθυσμού, όσο και στο σύνολο του εκλογικού σώματος.
Κατά τη γνώμη μου, για να κοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ των «προθύμων χ ο ρ η γ ώ ν» της προεκλογικής καμπάνιας κάθε υποψηφίου, πρέπει να εισαχθεί το Αγγλικό σύστημα της μιας έδρας. Αυτό θα αναβαθμίσει και το επίπεδο του Κοινοβουλίου και ίσως περιορίσει τους κομματικούς διαδρόμους.
Αν όμως δεν μπορεί να υιοθετηθεί αυτό, τότε, δεν είναι πλέον νοητό να έχουμε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες ενός νομού, αλλά να επιμένουμε ότι ο νομός Αττικής με πάνω από 50 Δήμους που κάθε ένας από αυτούς έχει, ενίοτε, δεκαπλάσιο πληθυσμό μιας μονοεδρικής εκλογικής περιφέρειας, ο νομός αυτός να έχει τέσσερις μόνο εκλογικές περιφέρειες και να εκλέγει το ένα τρίτο περίπου της Βουλής. Τουλάχιστον, κάθε Δήμος της Αττικής να αποτελέσει ξεχωριστή εκλογική περιφέρεια. Όσον αφορά την περίφημη «κυβερνησιμότητα» που επικαλούνται πολλοί προικοθήρες της ψήφου μας, αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί μέσα σε λογικά πλαίσια που δεν θα αλλοιώνουν την εντολή του εκλογικού σώματος.
Το πρώτο κόμμα δεν μπορεί να λάβει, ως δώρο, περισσότερες έδρες από το 15% αυτών που θα εξασφάλιζαν τα ποσοστά του με το σύστημα της απλής αναλογικής., ή εφόσον το κόμμα αυτό υπερβεί το 38% των ψήφων θα λαμβάνει μία ή δύο έδρες επιπλέον για κάθε μονάδα ψήφων που έλαβε Σήμερα βιώνουμε την κατάντια — γιατί περί αυτής πρόκειται– το πρώτο κόμμα και αν ακόμη έχει πάρει το 20 ή 22% των ψηφισάντων, να λαμβάνει προίκα το ένα έκτο των εδρών της Βουλής.
Όσον αφορά την παιδεία εκεί το πρόβλημα φαίνεται να είναι γόρδιος δεσμός. Βρισκόμαστε σε ένα τεράστιο πιθάρι και όχι σε γυάλα, γιατί από αυτήν βλέπεις τι γίνεται έξω, και πορευόμαστε μόνοι, από τις ανεπτυγμένες κοινωνίες, στο δικό μας ανόητο δρόμο.
Εμπιστευόμαστε δηλαδή τα παιδιά μας στην ιδιωτική εκπαίδευση, από το Νηπιαγωγείο μέχρι και το Λύκειο, αλλά έχουμε τις ακατανόητες αντιρρήσεις μας για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια!
Αν πράγματι το «κίνημα αλλαγής», θέλει να ελπίζει σε μια νέα πολιτεία που θα προσπαθήσει να θεμελιωθεί σε διαφορετικές βάσεις από αυτές που πορεύτηκε η πολιτεία της μεταπολίτευσης, ιδού η πρόκληση, αλλά και η πρόσκληση για συζήτηση τέτοιων θεσμικών αλλαγών.
Ο κ. Μιχάλης Μιχόπουλος είναι δικηγόρος και π. Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο