Η σχέση μου με «Το Βήμα» ανατρέχει στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Προφανώς, τότε όλα ήσαν διαφορετικά. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο δίχως τηλεόραση και Διαδίκτυο, τα βιβλία και κυρίως οι εφημερίδες ήταν το παράθυρο μέσα από το οποίο έβλεπα τον έξω κόσμο με τα μετεφηβικά μου μάτια που πάσχιζαν να ξεφύγουν από τη μετεμφυλιακή δυσφορία. Ετσι, ήδη από τα δεκάξι μου χρόνια, κάθε καλοκαίρι ταξίδευα στην Ευρώπη με τον κατά έναν χρόνο μεγαλύτερό μου Νίκο Πουλαντζά. Ενα είδος πολιτικής και κυρίως πολιτιστικής μύησης σε έναν κόσμο που θα μπορούσε να είναι άλλος. Κουβαλώντας τις τεράστιες και δυσκίνητες βαλίτσες μετακινούμασταν με οτοστόπ ή με τρένο από πόλη σε πόλη από τον έναν φοιτητικό κοιτώνα στον άλλον και από το ένα μουσείο στο άλλο. Τα φεστιβάλ όμως, το Σάλτσμπουργκ και το Μπαϊρόιτ, ήταν απλησίαστα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στο φεστιβάλ του Σάλτσμπουρκ καταφέραμε να βρούμε ένα και μόνο φθηνό εισιτήριο για την Αριάδνη στη Νάξο του Ρίχαρντ Στράους, που είχε δυο μόνο πράξεις. Κι εκεί ο Πουλαντζάς μου την έφερε. Γνωρίζοντας ότι η πρώτη είναι πολύ σύντομη, με έπεισε να πάω στην πρώτη για να κρατήσει για τον εαυτό τη χορταστική δεύτερη πράξη, που περίμενα είκοσι ακόμη χρόνια για να δω!
Γυρίζοντας πια στην Αθήνα, είχαμε μια φαεινή και προφανώς ανεφάρμοστη ιδέα. Να επιχειρήσουμε να γράφουμε για όλα όσα βλέπαμε και ακούγαμε, ως «ανταποκριτές» εφημερίδων. Με αυτόν τον τρόπο πιστέψαμε ότι θα ήταν ίσως δυνατόν να εξασφαλίσουμε προσκλήσεις και εισιτήρια. Πέρα από αυτό όμως, η λέξη «ανταποκριτής» μου κέντριζε τη φαντασία. Εμπνεόμενος ίσως από τον αγαπημένο μου Ιούλιο Βερν, σκεφτόμουνα ότι όπως ο Χάρι Μπλουντ και ο Αλσίντ Ζολιβέ που ακολούθησαν την πορεία του Μιχαήλ Στρογκόφ, θα έβρισκα και εγώ όλες τις πόρτες ανοιχτές!
Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς κλείστηκε ένα ραντεβού με τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Το Βήμα», –Αποστολόπουλος νομίζω ονομαζόταν –ούτε τι ακριβώς μου είπε. Θυμάμαι βεβαία πως δεν έγραψα ποτέ για παραστάσεις και φεστιβάλ. Εγινε όμως κάτι άλλο. Καθώς γνώριζα πολλές ξένες γλώσσες, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να με αξιοποιήσει αλλιώς. Μου ζήτησε να μεταφράζω από ξένα έντυπα μικρές και ασήμαντες ειδήσεις, από δύο ως πέντε αράδες η κάθε μία, ίσα-ίσα για να καλυφτούν τα κενά που περίσσευαν ανάμεσα στα κανονικά κείμενα. Ειδήσεις του τύπου «στο Μεξικό ένας κροταλίας δάγκωσε ένα ανύποπτο τουρίστα. Πέθανε ο κροταλίας». Εγκαταστάθηκα λοιπόν σε ένα ανήλιαγο και σκοτεινό γραφείο της Χρήστου Λαδά για μερικές ώρες κάθε μέρα και διάλεγα ανάμεσα στις στοίβες ξένων εφημερίδων και έντυπων. Και στο ίδιο γραφείο κατοικοέδρευε ο εικοσάχρονος Λέων Καραπαναγιώτης με τον οποίο συνδεθήκαμε έκτοτε με στενή φιλία. Αυτό και μόνο το γεγονός φανερώνει πόσο η εμπειρία μου στην εφημερίδα υπήρξε μοναδικά πολύτιμη. Πολλώ μάλλον που σύντομα το έργο μου έγινε ευκολότερο, και πάντως πιο διασκεδαστικό. Οπως μου έλεγε κάποιος έμπειρος συντάκτης, τέτοιες ασήμαντες ειδήσεις δεν χρειάζεται να είναι αληθείς, αρκεί να είναι αληθοφανείς. Και γι’ αυτό ακριβώς αρκεί πάντοτε να αναφέρεται όνομα, τόπος και χρόνος. Αντίθετα, αληθινές οφείλουν να είναι όλες οι υπόλοιπες. Και έτσι δούλεψα μερικούς μήνες. Η αμοιβή μου ήταν ότι το επόμενο καλοκαίρι μπόρεσα, με τον Πουλαντζά πάλι, να ταξιδέψω έχοντας στα χέρια την πολυπόθητη χαριστική διαπίστευση. Οι πρώτες κάρτες που τύπωσα ποτέ ήταν στα γαλλικά με τη λέξη correspondant.
Εν συνεχεία, συνέχισα σε νέες κατευθύνσεις. Κρατώ όμως στο μυαλό μου την πρώτη μου επαγγελματική παράξενη δραστηριότητα. Καλύπτοντας τα μικρά λευκά κενά που γλιστρούσαν ανάμεσα στις σοβαρές ειδήσεις μιας εφημερίδας, έκανα φίλους, μυήθηκα στον μαγικό κόσμο του Τύπου, κατάλαβα τον ρόλο που μπορεί να παίζει η σύμπτωση στη ζωή μας και στον κόσμο.
Σήμερα βέβαια όλα έχουν αλλάξει. Ο κόσμος, οι εφηβικές αναζητήσεις, η πληροφόρηση, η είδηση, το επάγγελμα και κυρίως εγώ ο ίδιος. Ομως ο ρόλος του Τύπου εξακολουθεί να είναι θεμελιώδης. Για όσον καιρό τα έντυπα εξακολουθούν να τελούν υπό τον έλεγχο και την ευθύνη εκείνων που γράφουν και υπογράφουν, θα βρισκόμαστε πάντα υπό τον αστερισμό του πολιτισμού του γραπτού λόγου. Τι θα γίνει μετά ούτε ξέρω ούτε θέλω να ξέρω.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ