«H καγκελάριος φαίνεται πρόθυμη να εκπληρώσει μια επιθυμία του ΔΝΤ: Τα πιθανά μέτρα για το χρέος πρόκειται να συγκεκριμενοποιηθούν σύντομα, ακόμη κι αν εφαρμοστούν μόλις το καλοκαίρι του 2018 και ως εκ τούτου μετά τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές» γράφει η Handelsblatt, επικαλούμενη πληροφορίες από τη συνάντηση της Μέρκελ με την Λαγκάρντ.
«Ουσιαστικά οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης είχαν ήδη συμφωνήσει τον περασμένο Μάιο ότι μετά το τέλος του προγράμματος βοήθειας το καλοκαίρι του 2018 θα προβούν σε νέα ελάφρυνση (σ.σ. των όρων) των δανείων βοήθειας εφόσον είναι απαραίτητο». Αυτό θα εξακολουθήσει να ισχύει, υπογραμμίζει η Handelsblatt.
Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, Μέρκελ και Λαγκάρντ καθόρισαν και τη σειρά των επικείμενων βημάτων.
Αυτή προβλέπει ότι «πρώτα πρέπει η Ελλάδα να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση στην Αθήνα σε καμία περίπτωση δεν έχει εκπληρώσει όλους τους υπεσχημένους όρους. Και θα πρέπει επιπρόσθετα να ψηφίσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα τεθούν σε ισχύ το 2019 και 2020».
Όπως επισημαίνει το άρθρο, το εύρος των μεταρρυθμίσεων -για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τους φόρους και τις συντάξεις- παραμένει ακόμη επίμαχο μεταξύ των δανειστών και της Ελλάδας.
Τη Δευτέρα, η τρόικα πρόκειται να επιστρέψει στην Αθήνα και να διαπραγματευτεί τις λεπτομέρειες, σημειώνεται.
«Τώρα θα πρέπει να ενταθεί η πίεση στον Αλέξη Τσίπρα, ώστε να εκπληρώσει όλους τους όρους. Σε αυτό συμφώνησαν η Μέρκελ και η Λαγκάρντ».
Μόνο όταν η Αθήνα έχει τελειώσει με τις μεταρρυθμίσεις και έχει ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, θα συγκεκριμενοποιηθούν οι χειρισμοί που αφορούν το χρέος, γράφει η εφημερίδα, αναφέροντας ότι η καγκελάριος και η επικεφαλής του ΔΝΤ φέρονται να έχουν συζητήσει ήδη πιθανά μέτρα για το χρέος.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Handelsblatt, η γερμανική κυβέρνηση «μπορεί να φανταστεί μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων σε έναν ορισμένο βαθμό. Επιφυλάξεις υπάρχουν σε ό,τι αφορά τη μείωση των επιτοκίων. Κατά την άποψη του Βερολίνου δεν είναι δυνατό να περιοριστεί το ύψος των επιτοκίων. Διότι αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε ένα είδος μεταφοράς κεφαλαίων των κρατών της ευρωζώνης προς την Ελλάδα.»