«Πιάνω στον αέρα την αμηχανία σας. Σκέφτεστε ότι αφού δεν είμαι άσχημη, αφού έχω μια καλή δουλειά, αφού δεν είμαι τόσο μεγάλη, δεν θα μπορούσα απλώς να περιμένω να βρω έναν υπέροχο άνδρα και να κάνω μια κανονική οικογένεια; Είναι σαν να προσπαθείτε να μου πείτε πόσο δύσκολη πρέπει να είναι η ζωή μου, πόσο μόνη πρέπει να νιώθω, σαν να βρίσκομαι σε ερημονήσι. Κάποιοι μου λέτε ότι δεν είναι φυσιολογικό αυτό που συμβαίνει, λες και η κόρη μου είναι ένα προϊόν επιστημονικού σχεδιασμού, όπως η Ντόλι. Αντιλαμβάνομαι ότι για πολλούς από εσάς θα ήταν προτιμότερο να είχα κάνει ένα one night stand ή να είχα εγκαταλειφθεί από έναν ανεύθυνο σύζυγο. Το στερεότυπο της απερισκεψίας ή του θύματος είναι σαφώς πιο εύκολο. Επρεπε να περιμένω καρτερικά τον «κύριο Τέλειο» αντί να επιλέξω να μείνω έγκυος με δότη σπέρματος. Στα μάτια σας μοιάζω με πυρηνική απειλή για την παραδοσιακή οικογένεια. Οχι, σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Απλώς αποφάσισα, λίγο πριν σαλπάρει το πλοίο, ότι ήθελα να γίνω μητέρα κι έδωσα στον εαυτό μου αυτή τη δυνατότητα. Κανείς δεν γνωρίζει τι θα φέρει το μέλλον αλλά θα σας αποκαλύψω ένα μυστικό: για τώρα είμαστε μόνο οι δυο μας, εγώ και η κόρη μου, και είμαστε πραγματικά ευτυχισμένες».
Η ανώνυμη επιστολογράφος του «Guardian» αναφέρεται προφανώς στον εαυτό της αλλά εμπερικλείει πολύ περισσότερους εαυτούς. Στην ανωνυμία της χωράνε πολλά γυναικεία ονόματα, αυστηρά αγγλοσαξονικά, εξωτικά λατινογενή ή παραδοσιακά βαλκανικά. Με την ανεπανάληπτη βρετανική της φλεγματικότητα γίνεται η ζωηρή, στεντόρεια φωνή και ο γεμάτος αυτοπεποίθηση σαρκαστικός μορφασμός χιλιάδων γυναικών σε όλον τον κόσμο οι οποίες αρνούνται να υποδυθούν τον ρόλο της «ατυχήσασας» σαραντάρας που θα πρέπει είτε να επιδοθεί σε ένα αγχωτικό κυνήγι συντρόφου είτε να εμπεδώσει τη μελαγχολία μιας ανεκπλήρωτης επιθυμίας για μητρότητα. Βγάζουν με αυθάδεια τη γλώσσα τους στο κυρίαρχο πρότυπο της γυναίκας-μητέρας που είναι απολύτως συνυφασμένο με την παρουσία του άνδρα –ακόμη κι αν αυτή εκδηλώνεται με τη μορφή της ενεργής απουσίας –και διεκδικούν μια μητρότητα ανεξάρτητη από την ερωτική σχέση και την ανδρική διάθεση. Γίνονται single mothers. Οχι από ατυχία. Από επιλογή.
Ναι, ο όρος single mother, όταν αρθρώνεται συνοδεύεται συνήθως από ένα συμφραζόμενο συγκαταβατικής συμπόνιας. Στο κοινωνικό φαντασιακό ξεδιπλώνεται μια σχεδόν αυτόματη υπόθεση ότι πρόκειται είτε για μια νεαρή κοπέλα που έμεινε έγκυος από απροσεξία είτε για μια μεγαλύτερη γυναίκα που κουβαλάει το ίχνος ενός διαλυμένου γάμου και πρέπει να προσαρμοστεί σε μια δύσκολη και όχι αναμενόμενη συνθήκη μονογονεϊκής οικογένειας. Και σίγουρα υπάρχουν όλες αυτές οι ιστορίες στη συλλογική εμπειρία των γυναικών γραμμένες συχνά με πραγματικό πόνο και απογοήτευση. Οπως υπάρχουν και οι ιστορίες των γυναικών που δεν πρόλαβαν, που δεν βρήκαν τον «κατάλληλο» ή που ο «κατάλληλος» δεν ήταν εκεί την κρίσιμη στιγμή ή δεν ήθελε και ψαλίδισαν τα όνειρά τους ανακαλώντας από καιρού εις καιρόν ένα ανομολόγητο κενό. Δίπλα τους αναπτύσσεται αθόρυβα μια καινούργια κατηγορία, αυτή των γυναικών που προσλαμβάνουν τη μητρότητα ως πρωταρχικά δική τους υπόθεση η οποία δεν διαμεσολαβείται απαραίτητα από μια ερωτική σχέση και αξιοποιούν όλα τα εφόδια για να ζωντανέψουν το όραμά τους. Οι single mothers από επιλογή είναι μια συνεχώς διευρυνόμενη κοινότητα, απόρροια ενός μεταφεμινιστικού ρεύματος που απεγκλωβίστηκε από την ταύτιση της γυναικείας σεξουαλικότητας με την αναπαραγωγική διαδικασία και επανοικειοποιήθηκε τη μητρότητα ως επιθυμία και δυνατότητα ανεξάρτητη από το πατριαρχικό βλέμμα.

«Αποφάσισα να ξεκινήσω τη διαδικασία πριν από περίπου 14 χρόνια» διηγείται στο ΒΗΜΑgazino η δημοσιογράφος Ελλη Τριανταφύλλου. «Μου πήρε κάποιο διάστημα μέχρι να καταλήξω ότι θα προχωρήσω (έρχεσαι πολλές φορές αντιμέτωπος με τον εαυτό σου σε αυτό το διάστημα) και από εκείνη τη στιγμή σχεδόν μία πενταετία μέχρι να έρθει η κόρη μου στη ζωή μου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μιας τέτοιας απόφασης προηγείται μια προσωπική ματαίωση. Από εκεί και πέρα, είναι θέμα προσωπικής επιλογής το πώς θα τη διαχειριστείς και θα την υπερβείς. Αυτό που ύστερα από τόσα χρόνια μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά είναι ότι δεν έκανα ποτέ δεύτερη σκέψη για την επιλογή μου. Ηταν και είναι η καλύτερη της ζωής μου». Η ίδια αποφάσισε να αποκτήσει παιδί μέσα από την οδό της τεκνοθεσίας, έναν αγκαθωτό δρόμο επί της ουσίας, που σκοντάφτει σε έναν γραφειοκρατικό κυκεώνα και γίνεται ιδιαίτερα χρονοβόρος και επώδυνος. «Δυστυχώς, η υιοθεσία παραμένει ούτως ή άλλως μια διαδικασία για γερά νεύρα στην Ελλάδα. Αξίζει όμως. Πραγματικά. Δεν είναι «ηρωική» πράξη. Είναι σωτηρία της ψυχής» λέει. Παρομοιάζει τον «μικρόκοσμό» της –όπως τον χαρακτηρίζει –με μια «μεγάλη αγκαλιά» που άνοιξε για αυτήν και την κόρη της. «Σίγουρα υπήρξαν κάποιοι και μπορεί να υπάρξουν κι άλλοι στο μέλλον που νιώθουν αμηχανία μπροστά σε ένα «σχήμα» με το οποίο δεν είναι εξοικειωμένοι. Κι αυτοί, όμως, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται, πιστεύω, ότι οι εποχές αλλάζουν και αλλάζουν ραγδαία» καταλήγει.
Η μεγαλύτερη αλλαγή που συντελείται είναι στην ίδια τη δομή της οικογένειας, όπως αυτή εδραιώθηκε μετά τη βιομηχανική επανάσταση στο σχήμα της πυρηνικής οικογένειας που προϋπέθετε έναν αυστηρό έμφυλο καταμερισμό, με τις γυναίκες να ασχολούνται με τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών και τους άνδρες με την εργασία και τη δημόσια σφαίρα. Η μαζική κίνηση των γυναικών να βγουν έξω από το σπίτι τη δεκαετία του ’70 δεν μετασχημάτισε μόνο τον κοινωνικό τους ρόλο αλλά και την οικογένεια, τραντάζοντας τα θεμέλια της ετεροκανονικότητας και της πατριαρχίας. Στις μέρες μας η οικογένεια εξελίσσεται –με σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα –σε μια ρευστή και πολύχρωμη συνθήκη που χαλαρώνει τα δεσμά της παράδοσης και έρχεται πιο κοντά στις σύγχρονες ανθρώπινες ανάγκες. Πέρα από την κλασική τυπολογία της ετερόφυλης συμβίωσης, μπορεί να περιλαμβάνει ομόφυλα ζευγάρια, πολυσυντροφικές σχέσεις, μονογονεϊκά σχήματα. «Από τη στιγμή που οι γυναίκες άρχισαν να ορίζουν τις επιλογές τους έξω από το σχήμα της πυρηνικής οικογένειας, άρχισε και μια διαδικασία πλήρους επαναπροσδιορισμού τους τόσο στο ψυχολογικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο» επισημαίνει η ψυχοθεραπεύτρια Τάνια Βοσνιάδου. «Μια διαδικασία κατά την οποία, σχεδόν στην κυριολεξία, έρχονται τα πάνω κάτω και τα μέσα έξω, καθώς ανατρέπονται και αναδιαμορφώνονται και όλες οι ταυτισιακές διεργασίες που τις συγκροτούν ως υποκείμενα. Σύμφωνα με τη δική μου ερευνητική εργασία σε τρεις γενιές γυναικών προκειμένου να παρακολουθήσω πώς συμβαίνει αυτή η διαδικασία, και ιδιαίτερα μέσα από τη σχέση μητέρας και κόρης, αυτή που αναδύεται ως κυρίαρχη συνθήκη είναι η ψυχική αμφιθυμία που τους επιτρέπει να αντιμετωπίσουν και να επεξεργαστούν συναισθήματα αντιφατικά μεταξύ τους και οιονεί «απαγορευμένα» προκειμένου να ασκήσουν κυρίως τον παραδοσιακό μητρικό ρόλο τους».
Το single parenting είναι έκφανση αυτών ακριβώς των μετασχηματισμών. Μια δυναμική τάση, όχι αυτονόητη, ούτε ανώδυνη. Αναμετριέται διαρκώς με ριζωμένες κοινωνικές αντιλήψεις αιώνων και εφευρίσκει καινούργιες απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, το βασικό άγχος που διαπερνά τη σκέψη περιστρέφεται γύρω από τον μυστηριώδη, ενίοτε συγκρουσιακό και πρωτογενώς τρυφερό γονεϊκό δεσμό. Πώς θα γίνω καλή μητέρα; Πώς θα μεγαλώσω σωστά το παιδί μου; Πώς θα φτιάξω το κατάλληλο πλαίσιο για ένα καινούργιο λάκτισμα ζωής; Πέρα από όλες τις άλυτες συχνά αντιφάσεις, τις υπαρξιακές αναταραχές και τις διαρκείς ομφαλοσκοπήσεις, η απάντηση μοιάζει απλοϊκά εύκολη μέσα στην περιπλοκότητά της. Αυτό που εν τέλει πάντα μετράει είναι η ποιότητα της οικογενειακής σχέσης και όχι ο αριθμός των μελών της. Οι «New York Times» με το άρθρο τους «Στην υπεράσπιση της μόνης μητρότητας» υποστηρίζουν ότι ένα στρεσογόνο και διαταραγμένο σπίτι με δύο γονείς είναι πολύ πιο καταστροφικό από ό,τι ένα ήρεμο σπίτι με έναν γονέα. «Αυτό που έχει σημασία είναι η ποιότητα και όχι η δομή της οικογένειας. Μπορεί να δυσκολευόμαστε να φανταστούμε μια ολόκληρη κοινωνία που θα αποτελείται από μόνες μητέρες, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι single moms από επιλογή κάνουν μια εντυπωσιακή δουλειά» συνηγορεί το Ινστιτούτο Brookings.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ερευνητικού κέντρου Pew, το 40% των βρεφών που γεννιούνται στις ΗΠΑ ανήκουν σε single mothers. Σίγουρα δεν είναι όλες από επιλογή. Ενα σημαντικό ποσοστό, όμως, είναι. Η πιο γνωστή αμερικανική κοινότητα, οι Single Mothers by Choice, αριθμούν 30.000 μέλη. Είναι ένα γκρουπ που αποτελείται από γυναίκες γιατρούς, δικηγόρους, καθηγήτριες, επιχειρηματίες, με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη. Στην πλειονότητά τους έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και μέσο ετήσιο εισόδημα γύρω στις 50.000 δολάρια. Αρκετές έγιναν single mothers ύστερα από έναν αποτυχημένο γάμο, αποφασίζοντας ότι δεν ήθελαν μια προσωπική αναποδιά να βάλει φραγμό στα σχέδιά τους, άλλες πάλι επέλεξαν τη μοναχική μητρότητα γιατί θεωρούσαν ότι θα είχαν μεγαλύτερη αυτονομία και η προσμονή ενός συντρόφου θα περιέπλεκε την κατάσταση. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συνέχισαν χωρίς ερωτικό σύντροφο τη ζωή τους. Αντίθετα, πολλές έκαναν σχέσεις αφού απέκτησαν μόνες παιδιά. Από μία άποψη, το να αποκτήσεις και να μεγαλώσεις μόνη σου ένα παιδί σε απελευθερώνει στο φλερτ, σε απαλλάσσει από την αφόρητη πίεση του χρόνου, που μπορεί να δημιουργήσει τριγμούς στο ζευγάρι και να δηλητηριάσει το ερωτικό πάθος. Οι single mothers μπορούν να διεκδικήσουν ακομπλεξάριστα την εκπλήρωση της σεξουαλικότητάς τους, χωρίς να εξαρτούν τη μητρότητα από τον ερωτικό τους σύντροφο. Το 60% έχει αποκτήσει παιδί μέσα από υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, το 20% έχει τεκνοθετήσει και άλλο ένα 20% έχει πετύχει εγκυμοσύνη με τη βοήθεια ενός γνωστού δότη ή ενός σεξουαλικού συντρόφου.
Αυτές είναι οι τρεις επιλογές που ανοίγονται για μια γυναίκα η οποία θέλει να αποκτήσει μόνη της ένα παιδί. Στη χώρα μας, βέβαια, που ο θεσμός της οικογένειας –με τον παραδοσιακό της μανδύα –αποτελεί θεμέλιο του κοινωνικού ιστού και υποκατάστατο του κοινωνικού κράτους και πλαισιώνεται από μια χριστιανική ιερότητα, το single parenting μοιάζει με αιρετικό διάβημα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου, μόλις 7%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος προσεγγίζει το 40%. Οι γυναίκες που τόλμησαν να σπάσουν τα στεγανά ενός δυσανεκτικού σε μεταβολές συστήματος και να απορρίψουν τη μοιρολατρική προσμονή του ιδεώδους πατέρα έχουν μια ανυπολόγιστη συμβολή στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών. Η Ε. είναι από τις πιο παλιές. Πριν από αρκετά χρόνια, ύστερα από ένα διαζύγιο, αποφάσισε να αποκτήσει παιδί μόνη της και ξεκίνησε την προσπάθεια για τεκνοθεσία. «Ηταν πολύ κακή και δύσκολη διαδικασία. Πιο πολύ πόνεσα εγώ που δεν γέννησα για να αποκτήσω παιδί, έλεγα τότε χαριτολογώντας στις φίλες μου. Παρότι ο νόμος δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε ζευγάρια και μόνες γυναίκες, στην πράξη οι υπηρεσίες είναι πολύ επιφυλακτικές. Ξεκίνησα πρώτα με καθεστώς αναδοχής, όταν η κόρη μου ήταν τεσσάρων ετών. Δημιουργήθηκε πολύ ισχυρός δεσμός μεταξύ μας, με φώναζε ήδη μαμά. Για να ολοκληρωθούν όλα τα στάδια και να καταχωριστεί η υιοθεσία, έφτασε 12 χρόνων» εξομολογείται.
Δυστυχώς, το θεσμικό πλαίσιο για την τεκνοθεσία στη χώρα μας είναι απαρχαιωμένο και γεμάτο αγκυλώσεις. Θέλει απέραντη υπομονή και γερό στομάχι για να ξεπεράσεις τα εμπόδια που ξεφυτρώνουν σε κάθε στροφή της διαδρομής και να μη λοξοδρομήσεις στην ανθούσα «βιομηχανία» παράνομων υιοθεσιών. Με μέσο όρο αναμονής τα πέντε έτη, το 2015 οι πράξεις υιοθεσίας ανήλθαν σε μόλις 271 στο σύνολο της χώρας. Η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει αλλαγές, αλλά απομένουν πολλά να γίνουν ώστε να φθάσουμε στην κατάθεση ενός νομοσχεδίου. «Εμένα η κόρη μου λόγω της ηλικίας της είχε συναίσθηση της κατάστασης. Παρ’ όλα αυτά, η έλλειψη του πατέρα ήταν αισθητή λόγω των κοινωνικών προτύπων. Ενιωθε μοναξιά μερικές φορές. Από την άλλη, η έλλειψη της προστασίας του πατέρα την έκανε πολύ δυναμική. Θέλει διατριβή ολόκληρη για το πώς να διαχειριστείς αυτή τη σχέση, ειδικά όταν μιλάμε για παιδιά που κουβαλούν το συναίσθημα της εγκατάλειψης. Ευτυχώς πήγε και πάει καλά. Νιώθω ικανοποιημένη. Σίγουρα υπήρχαν αγκάθια και δυσκολίες. Δεν είναι απλό πράγμα. Θέλει ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και ειλικρίνεια» λέει η Ε.
Ο άλλος δρόμος για να αποκτήσει μια γυναίκα μόνη της παιδί είναι μέσω τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, επίσης τραχύς και γεμάτος απρόβλεπτες παγίδες. Παλαιότερα υπήρχε μια αυξητική τάση των μόνων γυναικών που κατέφευγαν σε αυτές τις μεθόδους, αλλά φαίνεται πως η οικονομική κρίση έχει ανακόψει κάπως την πρόθεση αρκετών γυναικών. Δεν υπάρχει ενιαίος τιμοκατάλογος για το συνολικό κόστος που μπορεί να απαιτηθεί. Αυτό εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως η ηλικία κάθε γυναίκας, η κατάσταση της υγείας της, η αμοιβή του γιατρού, τα φάρμακα που μπορεί να χρειαστεί και οι τιμές των μονάδων αναπαραγωγής για υπηρεσίες όπως η επεξεργασία του σπέρματος. Με τη βοήθεια του γυναικολόγου Σπύρου Σαρρή, εκ μέρους της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, το ΒΗΜΑgazino παραθέτει τα βασικά δεδομένα που ισχύουν για μια γυναίκα στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Οι μέθοδοι που μπορεί να αξιοποιηθούν για να προκληθεί εγκυμοσύνη είναι η σπερματέγχυση και η εξωσωματική γονιμοποίηση. Τα ποσοστά επιτυχίας κυμαίνονται στο 30%, όπως προέκυψε πέρυσι από τη συγκέντρωση στοιχείων από τις μονάδες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Τα ποσοστά αυτά πέφτουν όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, δηλαδή στα 45-50 υπάρχουν μηδενικές πιθανότητες να μείνει έγκυος με δικά της ωάρια και θα χρειαστεί δότρια ωαρίων. Οι τράπεζες σπέρματος τροφοδοτούναι κυρίως από το εξωτερικό, όπου υπάρχει εμπεδωμένη κουλτούρα δωρεάς, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Εδώ ο νόμος απαγορεύει στη μητέρα να πληροφορηθεί την ταυτότητα του δότη, ομοίως και στο παιδί, παρά μόνο εάν συντρέχει σοβαρός κίνδυνος υγείας. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι το πεδίο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ήταν ανεξέλεγκτο για χρόνια και ανοιχτό σε κάθε είδους κινδύνους και απάτες. Μόλις πρόσφατα ξεκίνησε η διαδικασία αδειοδότησης από την Εθνική Αρχή και τέθηκαν οι προδιαγραφές λειτουργίας των μονάδων (έχουν αδειοδοτηθεί μέχρι στιγμής έξι μονάδες από τις 44 που έχουν υποβάλει αίτηση). Για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος αιμομιξίας στη δεύτερη γενιά, ο νόμος επιτρέπει μέχρι δέκα παιδιά ανά δότη σε κάθε χώρα και επιπλέον η Εθνική Αρχή καταρτίζει Κώδικα Δεοντολογίας για να διατηρεί την ιχνηλασιμότητα του σπέρματος.
«Με αναφορά στο φύλο, η συζήτηση για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή κινήθηκε αρχικά προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης των τεχνολογιών αναπαραγωγής ως ενός εν δυνάμει τρόπου απελευθέρωσης των γυναικών από την καταπίεση που τους επιβάλλει η αναπαραγωγική διαδικασία. Η φαντασίωση μιας τεχνητής μήτρας και ενός κόσμου χωρίς άνδρες ήταν μερικές από τις εικόνες που προέβαλλαν οι φεμινίστριες της δεκαετίας του 1970 ως μέτρα για την εξάλειψη της πατριαρχίας. Σύντομα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής, γενικά, και η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή συγκεκριμένα, δεν έχουν de facto θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις. Οπως συμβαίνει και με άλλες τεχνολογίες, η σημασία και οι επιπτώσεις της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν μπορούν να αποσπαστούν από το πολιτικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο» αναφέρει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Βενετία Καντσά. Μαζί με τις συναδέλφους της ερευνήτριες Αίγλη Χατζούλη και Ηβη Δασκαλάκη, έτρεξαν το πρόγραμμα «(In)FERCIT (Υπο)γόνιμοι πολίτες» και είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με γυναίκες που έκαναν χρήση των τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής εκτός σχέσεων γάμου ή συμβίωσης: «Στις συνομιλίες μας με μόνες μητέρες αναδύθηκαν ζητήματα που αφορούσαν την επιθυμία της μητρότητας και την επιλογή της μονογονεϊκότητας, τη διαχείριση της δωρεάς σπέρματος και τις αντιδράσεις των οικείων. Κοινή ήταν η αναφορά στη μοναχικότητα, τις πολλές υποχρεώσεις και τις μεγάλες αλλαγές που συνδέονται με την έλευση του παιδιού, ενώ τονίστηκε η σημασία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος που αφορά την οικογένεια καταγωγής, τους/τις φίλους/ες, άλλες γυναίκες μέσα από φόρουμ υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, τον/τη γιατρό. Η νομοθετικά υποχρεωτική ανωνυμία του δότη σπέρματος στην Ελλάδα δεν επιτρέπει στις συνομιλήτριές μας να γνωρίζουν για αυτόν περισσότερα από ορισμένα βασικά ιατρικά στοιχεία –όπως, για παράδειγμα, την ομάδα αίματος. Ωστόσο, η ίδια η ανωνυμία δεν φαίνεται να τις απασχολεί όσο ο τρόπος με τον οποίο θα μιλήσουν για τη δωρεά σπέρματος στα παιδιά τους και η δυσκολία δημιουργίας μιας οικογενειακής αφήγησης για την οποία δεν υπάρχει «παράδειγμα». Αυτό το οποίο επισημαίνουν είναι ότι αν και η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται όλο και περισσότερο στον δημόσιο λόγο, γίνεται ορατή και «απενοχοποιείται», ωστόσο αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει με τις περιπτώσεις δωρεάς σπέρματος ή ωαρίων, που συχνά αποσιωπούνται».
Η αλήθεια είναι ότι οι single mothers από επιλογή περισσότερο από τη γραφειοκρατική διελκυστίνδα και ενδεχομένως την οικονομική δυσπραγία που στην Ελλάδα είναι πιο έντονη, έχουν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική δυστοκία. Εξι στους δέκα Αμερικανούς πιστεύουν ότι ένα παιδί χρειάζεται τη μητέρα και τον πατέρα για να μεγαλώσει χαρούμενα και επτά στους δέκα ότι η μοναχική μητρότητα είναι κακό υπόδειγμα για την κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία επίσης δεν είναι εξοικειωμένη με τις single mothers και παραμένει ευλαβικά προσηλωμένη στην πυρηνική οικογένεια, κρύβοντας κάτω από το χαλί την ένταση και τον καταναγκασμό που μπορεί να υποκρύπτει σε ορισμένες περιπτώσεις. Εχει ανάγκη την ύπαρξη ενός πατέρα. Αν αυτός είναι φροντιστικός, άνετος και συντροφικός με τη γυναίκα και το παιδί, έχει καλώς. Δεν την πολυνοιάζει, όμως, αν είναι αδιάφορος, μονίμως απασχολημένος, δύστροπος ή εξουσιαστικός, ακόμη και μονίμως απών –οι ασφαλισμένες πόρτες του ιδιωτικού βίου και ενίοτε τα αστυνομικά συμβάντα είναι γεμάτα τέτοιες πατρικές φιγούρες και γυναίκες που υπέγραψαν ακούσια ένα ισόβιο συμβόλαιο καταπίεσης. Την ελληνική κοινωνία τη νοιάζει να διατηρήσει ανέγγιχτη τη θρησκευτική εννοιολόγηση της γυναίκας ως συνέχειας του άνδρα. Με αυτή την έννοια, οι single mothers από επιλογή αναστατώνουν την εγκατεστημένη οντολογία της για τους ρόλους των φύλων, την οικογένεια και τη συγγένεια. Φτιάχνουν καινούργιους τρόπους για να γίνεσαι γυναίκα, να γίνεσαι μητέρα, να δημιουργείς οικογένεια και συγγενικούς δεσμούς. Ανοίγουν ένα ξέφωτο ελευθερίας και αυτοδιάθεσης, όχι ως νέα νόρμα, ως δομική αντίθεση στη νόρμα και πτυχή ενός κινήματος σεξουαλικής και γυναικείας χειραφέτησης. Υπάρχουν στις πιο αντίξοες συνθήκες. Στην Αμερική του Τραμπ και στην Ελλάδα της κρίσης. Είναι καιρός να τις συνηθίσεις.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ