Ανατολικά της Θράκης υπάρχει μια άλλη Θράκη. Η Gamze Sarıca, διευθύντρια δημοσίων σχέσεων του τουρκικού Οργανισμού Ανάπτυξης Θράκης(eng.trakyaka.org.tr) που μας φιλοξενεί, ρίχνει νερό στην πόρτα του λεωφορείου που ετοιμάζεται να αναχωρήσει από τη Ραιδεστό για την Πόλη και την επιστροφή μας λέγοντας: «Σαν το νερό φεύγετε και σαν το νερό να ξαναρθείτε». Είναι συναρπαστικό να ταξιδεύεις σε τόπους που τους κάνει κέφι να σου διηγηθούν την ιστορία τους· όπως η άλλη Θράκη, η Ανατολική. Μεταξύ του Εύξεινου Πόντου και της Θάλασσας του Μαρμαρά, οι αύρες θωπεύουν τις πόλεις, τα χωριά, τους απέραντους κάμπους, τους ποταμούς, τις γέφυρες, τα μνημεία, τα αμπέλια, τις μνήμες. Edirne, Tekirdağ, Çorlu, Kirklareli,Lüleburgaz, αλλά και (επί το ελληνικότερον) Αδριανούπολη, Ραιδεστός, Τυρολόη, Σαράντα Εκκλησιές, Αρκαδιούπολη.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ευγενικοί και πολύ φιλικοί άνθρωποι που μας φιλοξενούν σε τίποτα δεν μοιάζει με το κλίμα των επίσημων ανακοινωθέντων. «Αναπνέουμε τον ίδιο αέρα» είπε ο κύριος Μαχμούτ όταν μας προϋπάντησε στο Τσορλού, καθ’ οδόν προς Αδριανούπολη, εκεί που θα γίνει το Fest in Trakya από τις 18 έως τις 27 Αυγούστου 2017, με στόχο τους επισκέπτες από Κωνσταντινούπολη, Ελλάδα και Βουλγαρία. Δεν κρύβουν τα σημάδια της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας σε αυτή την περιοχή, αντιθέτως προσκαλούν τους σύγχρονους Ελληνες να τα δουν, παράλληλα με τα μνημεία του δικού τους πολιτισμού. Γέφυρα για εμάς μεταξύ των δύο κόσμων ήταν ο ξεναγός μας, Ender Pınarbaşı, γιος της Ρωμιάς από την Πόλη κυρίας Καλλιόπης. Ο πολυπράγμων φίλος μας πλέον, εκτός από το να ξεναγεί μετά λόγου γνώσεως στην Κωνσταντινούπολη και σε ολόκληρη την Τουρκία, κάνει χίλια δυο πράγματα. Μεταξύ άλλων, διατηρεί δύο ιστότοπους (www.konstantinoupolis-guide.grκαι www.turkiaguide.com)και την επομένη της αναχώρησής μας θα έφευγε και ο ίδιος για την Αντιόχεια, στα σύνορα με τη Συρία, για να κατασκευάσει σαπούνι. Ο Ender μοιάζει με γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες του Εβρου, που οι Τούρκοι τον λένε Μερίτς και οι Ελληνες που κατάγονται από την Αδριανούπολη Μαρίτσα.
Εδώ, στην Αδριανούπολη, ο Εβρος δεν είναι όριο. Η πέτρινη γέφυρα με τις δώδεκα οξείες καμάρες πάνω από το πλατύ ποτάμι λες και οδηγεί στο τέμενος Σελιμιγιέ, από τα μεγαλύτερα της Τουρκίας. Ο θόλος του, συντροφιά με τέσσερις μιναρέδες, κυριαρχεί στον ορίζοντα και υψώνεται πάνω από όλα τα κτίρια της πόλης. Ερχεται από την αυτοκρατορική περίοδο της Αδριανούπολης, τον 16ο αιώνα, όταν ήταν εδώ το παλάτι των σουλτάνων. Εκεί που βρισκόταν το Σεράι Ιτσί μένει όρθιος μόνο ο πύργος της Δικαιοσύνης, ολομόναχος, στην άλλη άκρη της μικρής γέφυρας, δίπλα στο στάδιο όπου γίνονται οι φημισμένοι αγώνες πάλης των αλειμμένων με λάδι πεχλιβάνηδων του Κιρκπινάρ. Οι ανδριάντες των πολυνικών Αφεντών Πεχλιβάνηδων στέκουν σιωπηλοί έξω από το στάδιο, αλλά η φήμη τους είναι ζωντανή και ομιλούσα σε ολόκληρη την περιοχή κι ακόμη πιο μακριά.
Οταν βγάζεις τα παπούτσια σου και μπαίνεις στο τζαμί Σελιμιγιέ, αισθάνεσαι την επιβλητικότητα που σκορπά απλόχερα ο θεός. Περπατάς πάνω στα χαλιά με τις περιχαρακωμένες ατομικές θέσεις προσευχής και νιώθεις τον τεράστιο τρούλο να σε σκεπάζει με το μεγαλείο της υπέρτατης δύναμης. Τον κρατούν, όμως, ψηλά οι οκτώ γιγαντιαίοι κίονες και το μόνο που πέφτει τελικά πάνω σου είναι το θείο φως του δειλινού που μπαίνει από τα 999 παράθυρα και σε φωτίζει. Μυριάδες περίτεχνα, πολύχρωμα, πλακάκια ιζνίκ παίζουν με το φως και κρατούν το βλέμμα σου προσηλωμένο ψηλά, μέχρι να το αποσπάσει για λίγο μια ανεστραμμένη τουλίπα λαξευμένη στη μαρμάρινη παραστάδα του κουβούκλιου που συμβολίζει τον έναν και μοναδικό που αρνήθηκε να δώσει το χωράφι του στον μεγάλο Μιμάρ Σινάν, τον κορυφαίο της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, για να χτίσει το τέμενος που του παράγγειλε ο Σελίμ Β’.
Το Σελιμιγιέ, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, είναι η ατόφια έκφραση του οθωμανικού κουλιγιέ, ενός συγκροτήματος το οποίο περιλαμβάνει εκτός από το τζαμί και μεντρεσέ, βιβλιοθήκη και οπωσδήποτε κλειστή αγορά για να το συντηρεί. Τέτοιο είναι και το άλλο σπουδαίο αξιοθέατο της Αδριανούπολης, το συγκρότημα Μπεγιαζίτ Β’, όπου αναπαριστάται η εικόνα του παλαιότερου νοσοκομείου και της Iατρικής Σχολής, όπου εφαρμοζόταν, μεταξύ άλλων, και η μουσικοθεραπεία.
Στο κέντρο του τζαμιού του συγκροτήματος Μπεγιαζίτ Β’ τρέχει ακόμη στο σιντριβάνι το νερό, ο ήχος του οποίου «επιστρατευόταν» στη μουσικοθεραπεία. Στον κεντρικό πεζόδρομο της Αδριανούπολης Σαρατσλάρ θεραπεύουν τους περιηγητές τα νερά που τρέχουν από την Κρήνη της Αγάπης. Οι μουσικές και τα αρώματα της Ανατολής είναι διάχυτα παντού. Και βεβαίως οι γεύσεις, ιδιαιτέρως τα φημισμένα συκωτάκια της Αδριανούπολης. Στη Μεσαία Πόρτα πολλοί στέκονται υπομονετικά έξω από το εστιατόριο του Aydin για να αδειάσει τραπέζι και να δοκιμάσουν τα πιο καλά από τα καλύτερα. Το τηγανητό μοσχαρίσιο συκώτι (tava ciğer) είναι η μία από τις δύο φημισμένες σπεσιαλιτέ της Ανατολικής Θράκης –η άλλη είναι οι κεφτέδες, που τους δοκιμάσαμε στον Αχμέτ στη Ραιδεστό. Ο μάστορας τηγανίζει σε κοινή θέα τις φλούδες του συκωτιού στο καυτό ηλιέλαιο για ελάχιστα λεπτά, αφού προηγουμένως ο άλλος μάστορας τις έχει αλευρώσει. Τις στραγγίζει με την τρυπητή κουτάλα και δημιουργεί στο πιάτο έναν νόστιμο σωρό. Πρoηγουμένως έχουν φτάσει στο τραπέζι τα πιατάκια του μεζέ με ντομάτα κομμένη σε μεγάλα κομμάτια, πολύ καυτερές κόκκινες ξερές πιπεριές και κρεμμύδι ξερό με σουμάκ. Για ποτό υπάρχει το δροσιστικό αϊράν (αργιάνι), με βάση το γιαούρτι, για να πάρει τη φλόγα από τις πιπεριές.
Οταν στη συντροφιά είναι ο Πάνος Ιωαννίδης, που κατάγεται από εδώ και το σπίτι της οικογένειάς του βρίσκεται μερικούς δρόμους πιο πέρα, τότε είναι αναπόφευκτο μετά την επίσκεψη στην αναπαλαιωμένη συναγωγή να βγεις εκτός προγράμματος και να «χαθείς» στους δρόμους και στις ελληνικές μνήμες της Αδριανούπολης. Η Παναγία Κουλικαρέα είναι η μόνη εκκλησία που δεν γκρεμίστηκε και λειτουργεί ως γυμναστήριο, η Ζάππειος Σχολή στεγάζει την Αστυνομία και το αρχαιοπρεπές κτίριο του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου ανακαινίζεται. Εκατόν πενήντα έξι ελληνικά σπίτια αναπαλαιώνονται στη Ραιδεστό για να γίνουν μικρά μουσεία, εστιατόρια και ξενοδοχεία. Ενα από αυτά, στην αρχή του Πολιτιστικού Σοκακιού, θα στεγάσει τη συλλογή Μαυρίδη με 3.000 καρτ ποστάλ από την παλιά Ραιδεστό.
Σε ελληνική οικογένεια ανήκε πριν και το αρχοντικό όπου τώρα στεγάζει στο Κάραγατς το εστιατόριο Tulipa, το οποίο επιχειρεί να φέρει στους σύγχρονους καιρούς την οθωμανική κουζίνα. Το αρνάκι μπούτι στον φούρνο με πουρέ ψητής μελιτζάνας μοιάζει να βγαίνει από την κουζίνα του σαραγιού. Το φαγητό ταιριάζει πολύ με ένα κόκκινο κρασί από Merlot του οινοποιείου Arcadia (www.arcadiavineyards.com) στο μέσο της διαδρομής από τις Σαράντα Εκκλησιές έως την Αρκαδιούπολη. Το ίδιο βράδυ μείναμε στο ξενοδοχείο Bakucha Vinryard Hotel & Spa (www.bakucha.com), το όνομα του οποίου προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων «Βάκχος» και «κούτσα», που στα σερβικά σημαίνει χωριό. Το Χωριό του Βάκχου περιβάλλεται από τον απέραντο αμπελώνα και εκείνο περιβάλλει το οινοποιείο και το κελάρι. Από τα ιδιαίτερα κρασιά που δοκιμάσαμε, το δυνατό λευκό Odrysia από τη γηγενή ποικιλία Narince.
Υπάρχει η σκέψη να ενωθούν οι δρόμοι του κρασιού της Μακεδονίας, της Θράκης, της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Θράκης. Το κρασί μπορεί να μας φέρει πιο κοντά. Οπως και τα γλυκά. «Να τρώμε γλυκά για να μιλάμε γλυκά» λέει ο Αρίφ Μερίτς στο Arslanzade (www.arslanzade.com.tr), ένα από τα πιο γνωστά εργαστήρια μάρτσιπαν (πάστα αμυγδάλου), που ξεκίνησε από την κουζίνα του οθωμανικού παλατιού και παράγεται ακόμη. Είναι τέτοια η γεύση αυτού του ταξιδιού, όπως του kallavi, ενός πράσινου μπισκότου από φιστίκι.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ