Η «επιχείρηση» Καλογρίτσα, παρά τη θρασύτητα, τις συναρπαστικές αποκαλύψεις και τη γελοιότητά της, δεν αποτελεί –όπως έχει ειπωθεί –την «πλέον χαρακτηριστική ενέργεια της απόπειρας του ΣΥΡΙΖΑ προς μόνιμη ιδιοποίηση της εξουσίας». Διότι η αισθητική ποιότητα αυτής της επιχείρησης δεν είναι διαφορετική από εκείνη των υπόλοιπων ενεργειών που συνθέτουν αυτή την απόπειρα, δηλαδή από τη γενική αισθητική του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι η συνισταμένη της αισθητικής των μελών του, κυβερνητικών και μη.
Συμπεριλαμβανομένων και των ευρωβουλευτών του. Και δεν εννοώ τόσο τον κ. Παπαδημούλη, ο οποίος στην υπόθεση Καλογρίτσα παρέμεινε ουσιαστικά, και αιδημόνως, σιωπηλός, όσο τον καθηγητή κ. Χρυσόγονο που, επειδή αισθάνθηκε προσβεβλημένος από τους ακαλαίσθητους κανόνες του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, προσπάθησε επανειλημμένως να διαφημίσει τη διαφωνία του. Ομως όταν η αισθητική σου θίγεται τόσο ώστε να συνδέεις αυτούς τους κανόνες με τον Εσκομπάρ, παραιτείσαι. Διαφορετικά διατρέχεις τον κίνδυνο να θεωρηθείς ότι παραμένεις γαντζωμένος στην προνομιούχα ευρωβουλευτική σου θέση. Για τους εστέτ της πολιτικής η ακεραιότητα της αισθητικής τους υπόληψης απαιτεί γενναίες αποφάσεις. Και είναι γι’ αυτούς λιγότερο ακαλαίσθητο το να παραμένουν σιωπηλοί απέναντι σε φαινόμενα όπως το καλογρίτσειο, παρά το να την υπερασπίζονται.
Αν η αποφυγή της υποβολής παραίτησης δικαιολογεί για τον κ. Χρυσόγονο τον χαρακτηρισμό γαντζωμένος (όπως τον δικαιολογεί, όμως για άλλους λόγους, και για τους ΑΝΕΛ, που είναι κυριολεκτικά γαντζωμένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ), ο χαρακτηρισμός αυτός για τη σημερινή κυβέρνηση, που επαναλαμβάνεται κατά κόρον από τους αντιπάλους της, είναι λανθασμένος. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο γαντζωμένος στην εξουσία δεν είναι. Απεναντίας, ως αρχάριος εντολοδόχος της, εξαιτίας της ευδαιμονίας του για αυτήν, αισθάνεται ότι την κατέχει τόσο ισχυρά και τη χρησιμοποιεί βίαια τόσο ανενδοίαστα, ακόμη και εναντίον του εαυτού του (δηλαδή της ίδιας της ιδεολογίας του), ώστε η διαφορά του από τους προηγούμενους κατόχους της να είναι κραυγαλέα. Γιατί η διαφορά αυτή είναι πλέον ποιοτική: η συσσώρευση της ποσότητας των ανομιών στο χρονικό διάστημα ενάμιση μόνο χρόνου της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (δεν λέω της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, γιατί ο συγχρωτισμός με το κουκλοθέατρο των ΑΝΕΛ αποτελεί μιαν έκφραση της αισθητικής του) έχει επιφέρει την ποιοτική μεταλλαγή του τρόπου άσκησης της εξουσίας.
Το πρώτο, και πλέον εντυπωσιακό, από τα στοιχεία που συνθέτουν αυτή τη διαφορά είναι η ταχύτητα της περίφημης κυβίστησης, που υπερβαίνει κατά πολύ την ταχύτητα κάθε άλλης προσαρμογής ή αλλαγής της πρακτικής ενός κόμματος στην ιστορία όχι μόνο του νεοελληνικού αλλά και του παγκόσμιου κοινοβουλευτικού βίου. Το δεύτερο στοιχείο είναι το μέγεθος αυτής της «κωλοτούμπας»: η εις το ακριβώς αντίθετο προσγείωση των προγραμματικών δηλώσεων και των προεκλογικών υπεσχημένων. Και εδώ το ρεκόρ είναι παγκόσμιο. Το τρίτο στοιχείο, που δεν διεκδικεί κάποια παγκόσμια πρωτιά (παρά μόνο την ευρωπαϊκή) –γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το μοναδικό, ως προς αυτό, κοινοβουλευτικό κόμμα (υπάρχουν όχι λίγα τέτοια σήμερα εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων) –είναι, όπως είπαμε, ο στόχος για μιαν όσο το δυνατόν διαρκή (αφού οι σημερινές συνθήκες δεν ευνοούν τη διηνεκή) επιβολή μιας καθεστωτικής διακυβέρνησης.
Βέβαια, και οι πριν από τον ΣΥΡΙΖΑ μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αποβλέποντας σε ανάλογη διατήρησή τους στην εξουσία, μετέρχονταν μέσα άνομα και αντισυνταγματικά. Ομως τα μέσα αυτά ενεργοποιούνταν με συχνότητα λιγότερο προκλητική από ό,τι η σημερινή, σε ένα χρονικό άνυσμα πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του ενάμιση χρόνου, πράγμα που έκανε λιγότερο ακαλαίσθητη την παραβίαση των νόμων –καθώς μάλιστα αυτή δεν ήταν παρενδεδυμένη με αμφιέσεις δημοκρατικότητας τόσο φανταχτερές όσο οι σημερινές. Μπορούμε να πούμε ότι η συχνότητα των παρανομιών του ΣΥΡΙΖΑ είναι ευθέως ανάλογη με την ταχύτητα και το μέγεθος της κυβίστησής του, γεγονός που αποτελεί την τρίτη κατάρριψη διεθνούς κοινοβουλευτικού ρεκόρ.
Και αυτό μας επαναφέρει στο θέμα της αρχής του κειμένου μας: στο αισθητικό. Πεδίο στο οποίο έχει επιτευχθεί ένα ακόμη πανευρωπαϊκό (το τέταρτο διεθνές) κοινοβουλευτικό ρεκόρ του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρομαι στην κορυφαία –υψηλότερη από κάθε άλλη ελληνική και ευρωπαϊκή –επίδοση κυβερνητικής ακαλαισθησίας. Εδώ δεν ξέρει τι να πρωτοαναφέρει κανείς: την αισθητική των τριών προαναφερθέντων ρεκόρ; την αγαστή σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ (την επισφραγιζόμενη με θερμότατους εναγκαλισμούς εκλογικών θριάμβων); την πολυαριθμότερη από εκείνη των προηγούμενων κυβερνήσεων, αναλογικά με τον χρόνο διορισμού τους, είσοδο ημετέρων στον κρατικό μηχανισμό; τη μεγαλύτερη και σκανδαλώδη ανεπάρκειά τους; τις επεμβάσεις στον χώρο της Δικαιοσύνης; το ογκωδέστερο από κάθε άλλου προκατόχου του και αμείωτο (παρά την αύξουσα γελοιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ) θράσος του Πρωθυπουργού; τα κροκοδείλια δάκρυα υπουργών;
Αφησα τελευταίο το άκρως ακαλαίσθητο των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με το παρακράτος. Στη μετεμφυλιακή εποχή οι παρακρατικές οργανώσεις ήταν μυστικές («ΝΟΑ», «Αντικομμουνιστική Σταυροφορία Ελλάδος», «Καρφίτσα» κ.ά.). Σήμερα είναι πλέον φανερές και διάσημες. Εννοώ τις ποικιλώνυμες ομάδες κρούσης του κράτους των Εξαρχείων. Των οποίων ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο καλλιεργεί τα φυτώρια αλλά, σύμφωνα με την πρόσφατη (30-8-2016) καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων, σκέπει και τα άνθη.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ