Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας δεν μασάει τα λόγια του. Λέει ανοιχτά τη γνώμη του, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις ή θα οδηγήσει σε συγκρούσεις. Για παράδειγμα, πρόσφατα είπε ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης και ο Νίκος Θεοχαράκης κόστισαν στον ελληνικό λαό 86 δισ. ευρώ με την «υπερήφανη» διαπραγμάτευσή τους ή παλαιότερα, το 2012, όταν ανέλαβε υπουργός Οικονομικών, ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση θα ακολουθήσει κατά γράμμα το Μνημόνιο τη στιγμή που ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς άφηνε περιθώρια χαλάρωσης στους βουλευτές του κόμματός του.
Μιλώντας λοιπόν στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής κατά την παρουσίαση της Ενδιάμεσης Εκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος, πριν από περίπου δύο εβδομάδες, είπε στους παρευρισκόμενους βουλευτές όλων των κομμάτων: «Αντί να μιλάμε για αφελληνισμό, θα πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε και τα ξέναfunds, να δούμε πώς μπορούν να έλθουν να βάλουν τη ρευστότητά τους, να ρισκάρουν τα λεφτά τους και να μπορέσουν μαζί με τις τράπεζες να εξυγιάνουν επιχειρήσεις. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, τα κόκκινα δάνεια θα εξαλειφθούν όταν εξυγιανθούν οι επιχειρήσεις οι οποίες οφείλουν τα κόκκινα αυτά δάνεια. Θα πρέπει να αξιοποιήσουμε το καινούργιο νομοθετικό πλαίσιο και την αδειοδότηση (σ.σ.: εταιρειών διαχείρισης και απόκτησης κόκκικων δανείων), στην οποία η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει τώρα και σε ξένους επενδυτές οι οποίοι λειτουργούν μέσα στην ελληνική έννομη τάξη, δεν λειτουργούν εκτός ελληνικής έννομης τάξης. Ερχονται να ρισκάρουν τα χρήματά τους και αν πετύχουν θα έχουμε μια κατάσταση που όλοι θα κερδίσουν: και οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις και οι ξένοι επενδυτές βεβαίως».
Ο έλληνας κεντρικός τραπεζίτης γνωρίζει πολύ καλά ότι στην παρούσα φάση τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια είναι η μόνη πηγή χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Οι τράπεζες, με ένα στα δύο δάνεια που έχουν δώσει να είναι προβληματικό, δεν είναι χρηματοδοτήσιμες. Δεν μπορούν να σηκώσουν λεφτά από την αγορά και να δώσουν νέα δάνεια αλλά ούτε να προσελκύσουν καταθέσεις εξαιτίας των capital controls.
Την ίδια στιγμή οι επενδυτές εξακολουθούν να παραμένουν μακριά από την Ελλάδα. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στη διαδικασία πώλησης του «Hilton» της Αθήνας από την Alpha Bank που έχει το κτίριο του ξενοδοχείου. «Οταν πωλούνται τέτοιου είδους ακίνητα» αναφέρει παράγοντας της αγοράς «προσελκύουν το ενδιαφέρον μεγάλων ασφαλιστικών, συνταξιοδοτικών ταμείων ή άλλων εταιρειών που επενδύουν σε μεγάλα ακίνητα. Στη συνέχεια ξενοδοχειακές εταιρείες, όπως η Hilton, η Marriott, η Four Season κ.ά., αναλαμβάνουν να τα τρέξουν. Σπάνια οι ίδιες έχουν τα ακίνητα όπου στεγάζονται τα ξενοδοχεία. Είδατε καμία τέτοια εταιρεία να συμμετέχει στον διαγωνισμό;». Πράγματι, με τα όσα έχουν γίνει γνωστά εμφανίστηκαν κάποια μεικτά σχήματα με ξενοδόχους και επιχειρηματίες διαφόρων κλάδων.
Αλλά ούτε και οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές κοιτούν την Ελλάδα. «Κάποιος που θέλει να στήσει μια παραγωγική επιχείρηση δεν θα έλθει στην Ελλάδα. Θα επιλέξει μια χώρα με χαμηλότερη φορολογία, χαλαρή εργατική νομοθεσία και φιλικό προς το επιχειρείν περιβάλλον» αναφέρει ο ίδιος παράγοντας. Αρκεί κανείς να κοιτάξει τις επιδόσεις της Ελλάδας στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και τη θέση της στη σχετική παγκόσμια κατάταξη για να καταλάβει ότι δεν αποτελεί ελκυστικό προορισμό.Οχι πως ήταν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά την τελευταία διετία έχει κατρακυλήσει ακόμη χαμηλότερα.
Ενδιαφέρονται αλλά δεν μπορούν να προχωρήσουν


Από την άλλη, όμως, έχουν δημιουργηθεί αρκετά επενδυτικά κεφάλαια που ενδιαφέρονται να μπουν σε ελληνικές επιχειρήσεις και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στη χώρα αναζητώντας ευκαιρίες. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, υπολογίζεται ότι τα κεφάλαια αυτά είναι ύψους 500 εκατ. ευρώ σε πρώτη φάση και θα μπορούσαν να φθάσουν το 1 δισ. ευρώ. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται σε υπερχρεωμένες εταιρείες με δυναμική, οι οποίες όμως δυσκολεύονται να επιβιώσουν εξαιτίας του υψηλού δανεισμού. Δηλαδή, εταιρείες που τα χρόνια πριν από την κρίση, όταν είχαν υψηλούς τζίρους, όταν το χρήμα έρρεε στις τράπεζες, ο δανεισμός ήταν εύκολη υπόθεση και οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, μετοχές κ.τ.λ.) βρίσκονταν στα ύψη, δανείστηκαν υπερβολικά, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Σε πολλές περιπτώσεις αρκετά από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν από τους επιχειρηματίες για προσωπικούς σκοπούς. Σήμερα ο τζίρος τους έχει υποχωρήσει, οι αξίες των εγγυήσεων έχουν εξανεμιστεί και είναι αδύνατον να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.
Παρ’ όλα αυτά, οι εν λόγω εταιρείες για τις οποίες ενδιαφέρονται τα funds παράγουν προϊόντα ή προσφέρουν υπηρεσίες που είναι ανταγωνιστικές, διαθέτουν μερίδια στην αγορά και know how και αν απαλλαγούν από τον υψηλό δανεισμό τους και «πέσει φρέσκο χρήμα» μπορούν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Ο υψηλός δανεισμός τους όμως τις κρατά καθηλωμένες να παλεύουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ακόμη και αν τα δάνειά τους είναι ενήμερα πληρώνοντας μόνο τους τόκους, οι τράπεζες γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Οπως εξηγεί ο κ. Στουρνάρας σε συνομιλητές του, αυτό δεν είναι μια υγιής κατάσταση για το τραπεζικό σύστημα. Διότι από τη στιγμή που δεν εξοφλούν κεφάλαιο, οι τράπεζες δεν μπορούν να πάρουν πίσω τα λεφτά τους για να τα ξαναδανείσουν σε άλλες επιχειρήσεις που είναι υγιείς και διψούν για χρηματοδότηση προκειμένου να αναπτυχθούν. Δηλαδή, να παίξουν οι τράπεζες τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Μάλιστα στην Επισκόπηση του Τραπεζικού Συστήματος που δημοσιοποίησε την περασμένη Τρίτη η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνεται η ανάγκη για ουσιαστικές λύσεις στο πρόβλημα των υπερδανεισμένων επιχειρήσεων. «Δυσανάλογα μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων που έχουν γίνει είναι βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα που κατά κανόνα δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά το μεταθέτουν στο μέλλον» αναφέρεται και τονίζεται ότι «απαιτείται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων».
Δεν εφαρμόζουν αυτά που ψήφισαν


Η στάση των τραπεζών σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του πλαισίου για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και την εξυγίανση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Αν και έχουν ψηφιστεί αρκετοί νόμοι, υπάρχουν ακόμη ορισμένα προαπαιτούμενα τα οποία είναι πολύ σημαντικά για να επιταχυνθεί η διαδικασία. Σε αυτά που συμφώνησε πέρυσι τέτοια εποχή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τους πιστωτές και περιέχονται στο τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε είναι να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα των τραπεζών να διαγράφουν με τεκμηριωμένο τρόπο μέρος του δανείου στο πλαίσιο σχεδίου αναδιάρθρωσης μιας επιχείρησης χωρίς οι υπεύθυνοι της τράπεζας να διαπράττουν αδίκημα. Η υποχρέωση αυτή ήταν στα προαπαιτούμενα του Ιουνίου και μετατέθηκε στην επόμενη αξιολόγηση καθώς υπάρχουν αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και νομικά κωλύματα από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Επίσης εκκρεμεί η ψήφιση του νόμου που θα προβλέπει την ανταλλαγή χρέους με μετοχικό κεφάλαιο, δηλαδή τα δάνεια θα κεφαλαιοποιούνται και οι πιστωτές θα παίρνουν τον έλεγχο της εταιρείας. Οι δύο αυτοί νόμοι είναι σημαντικοί διότι με τον πρώτο οι τραπεζίτες θα μπορούν να πωλούν δάνεια ευκολότερα και με τον δεύτερο ο παλαιός μέτοχος θα βρίσκεται αυτόματα εκτός εταιρείας. Οπως έχει σήμερα η κατάσταση, κανείς δεν φαίνεται να έχει λόγο να βιαστεί. «Ο παλιός μέτοχος δεν φεύγει αν δεν αποζημιωθεί, η τράπεζα δεν υπογράφει και η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται» αναφέρει παράγοντας της αγοράς.
Πάντως, όπως εκτιμάται, ως το τέλος του έτους και υπό την πίεση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης και την καταβολή της δόσης θα έχει ολοκληρωθεί το πλαίσιο που θα διευκολύνει την είσοδο των ξένων funds σε ελληνικές επιχειρήσεις. Και στόχος των funds –τα οποία μπορεί να μην είναι και τόσο ξένα καθώς εμπεριέχουν και «ελληνικά» λεφτά, απλώς έχουν την έδρα τους στο Λονδίνο, όπου κρατούν και τα κεφάλαιά τους ελέω capital controls –δεν είναι να μείνουν στην επιχείρηση για πάντα αλλά να αναδιαρθρώσουν τον δανεισμό της, να αλλάξουν μάνατζμεντ και να την εξυγιάνουν ώστε σε δεύτερο χρόνο να την πουλήσουν. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αναμένεται το επόμενο χρονικό διάστημα να αλλάξει το επιχειρηματικό τοπίο στη χώρα και με το χρήμα που θα μπει στις επιχειρήσεις και την αναδιάρθρωσή τους πολλοί, ανάμεσά τους και ο κ. Στουρνάρας, ευελπιστούν ότι θα πάρει μπροστά η οικονομία.

ΟΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Οι τράπεζες θέλουν, οι ιδιοκτήτες αντιδρούν

Επενδυτικές εταιρείες που έχουν εντοπίσει υπερχρεωμένες εταιρείες με δυναμική, οι οποίες όμως δυσκολεύονται να επιβιώσουν εξαιτίας του υψηλού δανεισμού, επιθυμούν να βάλουν χρήματα σε αυτές αναλαμβάνοντας μέρος των βαρών τους. Για παράδειγμα, συγκεκριμένο fund ενδιαφέρεται για παραγωγική εταιρεία με δάνεια ύψους 400 εκατ. ευρώ και τζίρο 200 εκατ. ευρώ. Τα δάνεια ελήφθησαν σε εποχές που ο τζίρος της εταιρείας ήταν της τάξεως του 1 δισ. ευρώ. Είναι προφανές ότι με τα σημερινά δεδομένα αυτά δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Οι εκπρόσωποι του fund έχουν έλθει σε επαφή με τις πιστώτριες τράπεζες, έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους λέγοντας στους τραπεζίτες ότι «γνωρίζετε πως δεν θα πάρετε πίσω τα λεφτά σας. Εμείς μπορούμε να σας αποπληρώνουμε κανονικά μέρος του δανεισμού αν μας κουρέψετε το δάνειο, θα βάλουμε χρήματα στην επιχείρηση για να μπορέσει να λειτουργήσει στο φουλ δυναμικό της και θα αλλάξουμε το μάνατζμεντ». Είναι προφανές ότι μια τέτοια συμφωνία δεν είναι εύκολο να την κάνει η τράπεζα με τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης, διότι εκείνοι ήταν που την οδήγησαν στη σημερινή δεινή θέση της, σε ορισμένες περιπτώσεις πλουτίζοντας οι ίδιοι, και δεν υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη. Αλλά, πάνω απ’ όλα, όπως αναφέρει κορυφαίος τραπεζικός παράγοντας, «κανείς δεν θέλει να φύγει».
Ερωτηθείς σχετικά στη Βουλή, ο κ. Στουρνάρας απάντησε ότι «σε όλον τον δυτικό κόσμο, σε μια επιχείρηση όπου ο επιχειρηματίας δεν μπορεί πια να βάλει χρήματα για την εξυγίανσή της αλλά μπορούν να βάλουν είτε οι τράπεζες, όταν η επιχείρηση κρίνεται βιώσιμη, είτε τα ξέναfunds, θα πρέπει ο επιχειρηματίας αυτός είτε να συναινέσει είτε να φύγει από την επιχείρηση, ώστε να μπορέσουμε να την εξυγιάνουμε, να σώσουμε θέσεις εργασίας καθώς και την προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία. Εγώ πιστεύω ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος» σημείωσε.
Αναφερόμενος, μάλιστα, στην περίπτωση του Μαρινόπουλου, σχολίασε ότι «είναι μια παθογένεια του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος. Θα πρέπει και οι τράπεζες αλλά και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Φυσικά υπήρχε κρίση στην Ελλάδα που επηρέασε επιχειρήσεις, αλλά τόσο οι τράπεζες όσο και οι επιχειρηματίες πρέπει να δουν σοβαρά το πρόβλημα και να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας για αυτό. Ενας από τους λόγους που οι τράπεζες χρειάζονται καλούς επαγγελματίες είναι και αυτός. Να μπορέσουν να κόψουν έναν ομφάλιο λώρο που έχει δημιουργηθεί. Γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνομαι την τοποθέτηση περί αφελληνισμού. Θα καταλάβαινα πολύ περισσότερο τοποθετήσεις που έχουν να κάνουν με την εξυγίανση του τραπεζικού ζητήματος, με χρηστή διαχείριση, με σωστή εταιρική διακυβέρνηση» πρόσθεσε.
Τα funds που ενδιαφέρονται να μπουν σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις δεν βρίσκουν την ανταπόκριση που θα περίμεναν από τις τράπεζες. Οι τράπεζες εμφανίζονται να παίζουν με την καθυστέρηση. «Αρχικά, σου ζητούν business plan, και καλά κάνουν, κάτι που σημαίνει τουλάχιστον τρεις-τέσσερις εβδομάδες ώσπου να καταρτίσεις ένα σοβαρό business plan. Στη συνέχεια, αναθέτουν σε δύο ελεγκτικές εταιρείες να το αξιολογήσουν, διαδικασία που παίρνει περί τους δύο μήνες. Στο μεταξύ, η εταιρεία για την οποία ενδιαφέρεσαι μπορεί να έχει βάλει λουκέτο» αναφέρει παράγοντας της αγοράς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ