Ο Δημήτρης Μαρωνίτης έφυγε εορτάζοντας μέχρις εσχάτων την ισόβια κάθειρξή του στη γλώσσα –στη γλώσσα που του δόθηκε ελληνική. Και είναι γι’ αυτόν τον λόγο που όποιος γράφει για τον Μαρωνίτη και τη γλώσσα στην πραγματικότητα αναλαμβάνει να αφηγηθεί το τιμιώτερον της πνευματικής του παρουσίας –ίσως και το όλον της εσωτερικής του βιογραφίας. Δύσκολο, επειδή δεν ανήκει ούτε στους επετειακούς υμνητές ούτε στους θεσμικούς προστάτες της ελληνικής γλωσσικής κληρονομιάς αλλά σ’ εκείνους που βίωσαν και κοινώνησαν εκ των έσω τον μόχθο και τον κάματο του λόγου και της γραφής· κι αυτό σημαίνει ότι η περιπέτεια και η έγνοια του για τη γλώσσα δεν προσφέρονται σε εξωτερική θέαση αλλά απαιτούν εσωτερική ψηλάφηση. Από την άποψη αυτή, ο Μαρωνίτης αποτελεί φαινόμενο γλωσσοκεντρικής εμμονής (γλωσσοφιλίας, θα έλεγε ο ίδιος) και όσοι είχαμε το προνόμιο να τον γνωρίσουμε από κοντά δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη μοναδικότητα ενός λογίου που είχε απαλείψει τη διάκριση ανάμεσα στις χαλαρές εγκλίσεις του προφορικού λόγου και την περιεσκεμμένη οργάνωση της γραφής.


Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία

Θα διατύπωνα μια περιττή και μάλλον παραπλανητική διάζευξη αν αναρωτιόμουν: ήταν το χάρισμα που τον οδήγησε νομοτελειακά στα θρανία και τα σπουδαστήρια της κλασικής φιλολογίας ή ήταν η μαθητεία του στην κλασική φιλολογία που όξυνε την κλίση σε χάρισμα; Οπως και αν έχει το πράγμα, είμαι αμετακίνητα πεπεισμένος ότι η αιχμηρή ακρίβεια, οι υπολογισμένες αποχρώσεις, η πειθαρχημένη νεολογιστική ροπή, η συνετή ελευθεριότητα, το ήθος και το σθένος της μαρωνίτειας γλώσσας στο συνολικό τους αποτέλεσμα είναι αδιανόητα χωρίς την ευγενή και γενναιόδωρη χορηγία της αρχαιογνωσίας και της αρχαιογλωσσίας του, για να χρησιμοποιήσω δυο κρίσιμους, δικής του κοπής, όρους της εκπαιδευτικής του ιδεολογίας. Και επειδή πρόσφατα το ζήτημα της ωφέλιμης ή μη παρουσίας των αρχαίων ελληνικών στο διδακτικό πρόγραμμα της μέσης εκπαιδευτικής βαθμίδας διεκδίκησε σημαντικό μερίδιο επικαιρότητας, χωρίς να συντάσσομαι με τον παλαίτυπο λυρισμό των αρχαιολατρών, θα ήθελα να προτείνω στην πλευρά του αρχαιοκλαστικού συνδικάτου να μελετήσει προσεκτικά την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στην αρχαιογνωσία και τον ευρηματικό δυναμισμό της μαρωνίτειας γλώσσας προτού αναζητήσει για τους σκοπούς του την τεχνική βοήθεια της γλωσσολογίας –κι ας είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο Μαρωνίτης, παλιότερα και πρόσφατα, δάνεισε το κύρος του στους «αρχαιοσκεπτικιστές» με την εμφατική συνηγορία του για διδασκαλία των αρχαίων από μετάφραση. Ωστόσο ο Μαρωνίτης είχε τον τρόπο να αφήνει τις νοσταλγίες του να τον εμπλέκουν σε αντιφάσεις, και στο κάτω κάτω γνώριζε πολύ καλά σε ποιον οφείλει τα τροφεία για τη δική του γλωσσική ιδιοφυΐα.
Διεκδικώντας την προφορικότητα

Χρόνια τώρα παρακολουθώ τις εσωτερικές δονήσεις και μετατοπίσεις που ορίζουν τον αδιάπτωτο αγώνα του Μαρωνίτη με τη γλώσσα και για τη γλώσσα, και αν έπρεπε να εντοπίσω τη σημαντικότερη εξέλιξη θα έλεγα ότι είναι η ιδιόβουλη και αύξουσα οριοθέτηση ενός προσωπικού ιδιώματος το οποίο αναζήτησε με αδιάλειπτο πείσμα ελεύθερες και απελευθερωτικές συναναστροφές έξω και πέρα από τα θέσμια και ειωθότα της φιλολογικής-ακαδημαϊκής γραφής. Σύμμαχός του σε αυτό το αγώνισμα ήταν η βαθιά γνώση του νεοελληνικού λογοτεχνικού και δοκιμιακού τοπίου αλλά και η απεριόριστη διαθεσιμότητά του απέναντι σε ένα ευρύ φάσμα υφολογικών και λεκτικών επιπέδων. Ο ώριμος καρπός αυτής της διαδικασίας είναι, όπως θα το έλεγαν και οι ρώσοι φορμαλιστές, μια επίμονη αίσθηση «ανοικείωσης», όπου, για παράδειγμα, το αναγνωρίσιμα λόγιο μπορεί να στέκει σε απόσταση αναπνοής από το εμφατικά λαϊκότροπο σε ένα υφολογικό συνοικέσιο που, άλλοτε πιο ήπια και άλλοτε πιο δραστικά, γαλβανίζει την οικεία όψη της γλώσσας.
Ισόβια λαχτάρα του Δημήτρη Μαρωνίτη ήταν να ηχήσει «αλλιώς». Το κατόρθωσε, αλλά μηδέποτε ησυχασμένος, στην πιο μεστή φάση του άρχισε να γυρεύει, ψιθυριστά στην αρχή, με αρραγή πεποίθηση κατόπι, την ατραπό προς αυτό που ονόμαζε «προφορικότητα». Σαν να ήθελε να υπερβεί την καταστατική «νέκρα» της γραφής, ορεγόταν πια περισσότερο τη ζώσα φωνή στον χρόνο παρά τα σημάδια της γραπτότητας στον χώρο. Δεν έχω αμφιβολία ότι ο εκλυτικός παράγοντας αυτής της όρεξης ήταν η αποφασισμένη δουλοπαροικία του στους ομηρικούς αγρούς. Χρόνια με τον Ομηρο στον ύπνο και στον ξύπνο του, όταν πρώτα με την Οδύσσεια και μετά με την Ιλιάδα αναζητούσε συχνότητα για να συντονίσει το μέταλλο της δικής του διαμορφωμένης φωνής με τα μακρινά και αλλότρια σήματα των ομηρικών επών, άδραξε τελικά τον μίτο που, προσπερνώντας διακριτικά την ανάγνωση, οδηγούσε στην «ακροαματική απόλαυση».


Ποθεινός τοις φίλοις

Νομίζω ότι η γλώσσα των ομηρικών μεταφράσεων είναι και το «τελευταίον επιγέννημα», η έσχατη συνέπεια, της εξέλιξης που πασχίζω να αφηγηθώ. Πρόκειται για υψικάμινο όπου συντήκονται όλα τα συσσωρευμένα υλικά του μαρωνίτειου γλωσσικού βίου αλλά αυτό που τελικά προσλαμβάνουμε είναι ένας διαυγασμένος, ανεπιτήδευτος, απρόσκοπτος λόγος με επιτονισμούς προφορικότητας. Μπορώ να υποθέσω ότι αυτή η «χαλάρωση» του ομηρικού πρωτοτύπου (το οποίο, παρά την προφορική του καταγωγή, υπήρξε εξ αρχής ένα τέχνημα σημαντικά υψωμένο πάνω από τις συμβάσεις της εύληπτης αφήγησης) δεν θα βρει παντού συναίνεση και ανεπιφύλακτο θαυμασμό, ωστόσο, πέρα από τη σύγκρουση των μεταφραστικών ιδεολογιών, η μετάφραση του Μαρωνίτη δεν είναι απλώς μια φιλολογική επιλογή που θα μπορούσε να έχει ή να μην έχει γίνει, αλλά η έντιμη και οργανική έκβαση μιας γλωσσικής περιπέτειας που από μόνη της αρκεί για να του δώσει θέση στον «κανόνα» των φιλολογικών και λογοτεχνικών μας πραγμάτων.
Δεν ήταν μόνο αυτός ο εσωτερικός αγώνας. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, από το 1994 ως το 2001, ήταν η ψυχή του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας στη γενέθλια Θεσσαλονίκη και αμέσως μετά, από το στρατηγείο του στο Παγκράτι, ακαταπόνητος και εμπνευστικός, συντόνισε το πρόγραμμα «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία» για τη Μέση Εκπαίδευση. Ξέρει καλά ο Μίμης ότι πολλοί από αυτούς που τον αποχαιρέτησαν εθιμικά από την περασμένη Τρίτη δεν νοιάστηκαν ποτέ να μάθουν αν η σοδειά αυτής της προσπάθειας άξιζε περισσότερη προσοχή. Και αναχωρώντας μόνιμα από τη στήλη του στο «Βήμα» θα στερήσει από τους πιστούς του μια αναγνωστική απόλαυση που κράτησε για δεκαετίες –μια «εφήμερη» μαρτυρία ενός βίου που τον έζησε πάμφωτος μέσα στη γλώσσα. Ημάς δ’ απολιπών αποίχεται, ποθεινός τοις φίλοις.


O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ