Αθηνά Βογιατζόγλου
Ποίηση και πολεμική:
Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα
Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, 2015,
σελ. 494, τιμή 19 ευρώ

Ο μέσος αναγνώστης που θα δει στους πάγκους ενός βιβλιοπωλείου το ογκώδες βιβλίο με τίτλο Ποίηση και πολεμική: Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα θα αναρωτηθεί: Ποιος είναι ο Κοτζιούλας; Ο επαρκής αναγνώστης που έχει διαβάσει κάποιους στίχους του θα σκεφτεί: Αξιζε να γραφτεί ένα βιβλίο πεντακοσίων περίπου σελίδων γι’ αυτόν; Λέω «που έχει διαβάσει κάποιους στίχους του», γιατί, παρότι επαρκής, ο αναγνώστης αυτός είναι πολύ δύσκολο να γνώριζε όπως θα έπρεπε το έργο του Κοτζιούλα, αφού η επανέκδοση (2013) των τριών δημοσιευμένων (από τους επτά σχεδιαζόμενους στη δεκαετία του 1950) τόμους των Απάντων του (1956-1959) πέρασε απαρατήρητη. Πράγμα αναμενόμενο, αφού εδώ και μισόν αιώνα το έργο του Κοτζιούλα έχει περιπέσει σε ανυποληψία: στις πλέον έγκυρες Ιστορίες της λογοτεχνίας μας ο Κοτζιούλας δεν υπάρχει· από τις πλέον πολυσέλιδες πρόσφατες ποιητικές ανθολογίες του 20ού αιώνα απουσιάζει ή ανθολογείται ελάχιστα· ενώ όσοι αναφέρονται σε αυτόν τον κρίνουν μόνο από τις πρώτες συλλογές του ή υποτιμούν τα μετά το 1940 ποιήματά του.

Τριπλό βιβλίο


Η μονογραφία της Αθηνάς Βογιατζόγλου έρχεται να ανακινήσει το θέμα Κοτζιούλας και να παρακινήσει τον αναγνώστη της ποίησης να προσέξει αυτόν τον παραγνωρισμένο στην εποχή μας ποιητή. Δεν είναι μόνο ένα βιβλίο βιογραφίας, όπως μετριοφρόνως αυτοπροσδιορίζεται με τον υπότιτλό του, αλλά τρία βιβλία συγχωνευμένα, το ένα με το άλλο, με τη μορφή του ενός: βιογραφία, μελέτη του όλου έργου του Κοτζιούλα, ανθολογία ποιημάτων του. Αναδύονται έτσι, για πρώτη φορά με πληρότητα, η συγκινητική ιστορία ενός ανθρώπου και η ιδιότυπη μορφή ενός ποιητή που δεν έχει πάρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της λογοτεχνίας μας.
Το βιβλίο αποτελείται από μιαν «Εισαγωγή», έναν «Επίλογο» και πέντε κεφάλαια, τα τέσσερα από τα οποία αναφέρονται στις περιόδους της ζωής του Κοτζιούλα («Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια: 1909-1926», «Τα χρόνια της αναγνώρισης: 1927-1942», «Τα χρόνια του ηρωισμού: 1943-1945», «Τα αντιηρωικά χρόνια: 1946-1956»), ενώ το πέμπτο κεφάλαιο παρακολουθεί τη «Μεταθανάτια τύχη» του έργου του (1956-2015). Τον «Επίλογο» ακολουθούν ένα «Επίμετρο για τη γλώσσα του Κοτζιούλα» με ένα «Γλωσσάρι Κοτζιούλα», εκπονημένα από τον Νίκο Σαραντάκο, «Σημειώσεις» και «Βιβλιογραφία». Η εξιστόρηση της ζωής του Κοτζιούλα εκτυλίσσεται συγχρονιζόμενη με την –δειγματιζόμενη από παράθεση ποιημάτων του –κριτική μελέτη του πολυσχιδούς και ογκώδους έργου του. Ποιήματα, διηγήματα, κριτικά δοκίμια και βιβλιοκριτικές, θεατρικά έργα, αυτοβιογραφικά κείμενα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μεταφράσεις αρχαίων κλασικών και ποιημάτων και μυθιστορημάτων νεότερων συγγραφέων αποτελούν ένα λογοτεχνικό corpus αξιοθαύμαστο όχι μόνο για το σύντομο του βίου του Κοτζιούλα (πέθανε σε ηλικία 47 ετών), αλλά και για τις συνθήκες υπό τις οποίες παρήχθη.
Φανατικός αντιμοντερνιστής


Είναι ο συγγραφικός του αγώνας κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες εκείνο που κάνει την ιστορία του Κοτζιούλα συγκινητική. Γεννημένος το 1909 σ’ ένα φτωχό χωριό της Ηπείρου και τελειώνοντας το γυμνάσιο στην Αρτα κατόρθωσε, παρά τη μεγάλη του ανέχεια, να αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Η έλλειψη σταθερής εργασίας και στέγης τον οδήγησε σε νομαδική ζωή μέσα στην πόλη, με αναγκαστικές επιστροφές στο χωριό, ενώ εξαιτίας της ασθενικής του κράσης νοσηλευόταν κατά καιρούς σε θεραπευτήρια. Φωτεινή περίοδος της ζωής του ήταν εκείνη της Αντίστασης, με την ένταξή του στις τάξεις του ΕΛΑΣ.
Η ποιητική ιδιοτυπία του Κοτζιούλα συντίθεται από τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής του. Το πρώτο είναι το έντονα αυτοβιογραφικό στοιχείο της. Ο Κοτζιούλας είναι ο πλέον αυτοβιογραφούμενος με τους στίχους του έλληνας ποιητής, με έναν λόγο που προσιδιάζει λιγότερο στην ποίηση και περισσότερο στην πεζογραφία, και μάλιστα στην αμεσότερη μορφή της, εκείνη της ημερολογιακής εγγραφής και του απομνημονεύματος. Οι αψιμυθίωτοι από ποιητικούς καλλωπισμούς στίχοι του λίγο θα διέφεραν από την έμμετρη πεζολογία, αν δεν τους ζωοποιούσε ποιητικά η ρωμαλέα προσωδία του, που τη φλόγιζε –το δεύτερο χαρακτηριστικό του –η, συνεπικουρούμενη και από την ταξική αντιπαλότητα, ασίγαστη πολεμική του εναντίον των «εκσυγχρονιστών», όπως αποκαλούσε ειρωνικά τους πρωτεργάτες του αναδυόμενου στον τόπο μας τη δεκαετία του 1930 ποιητικού μοντερνισμού. Η πολεμική αυτή διεξαγόταν με δύο τρόπους: αφενός με τα μέχρι λιβελλικού βαθμού άρθρα του, με τα οποία προσπαθούσε να δείξει ότι ο ελεύθερος στίχος και η νοηματική σκοτεινότητά του ήταν ξένα προς την παράδοση της ελληνικής ποίησης, και αφετέρου με το παράδειγμα των στίχων του.
Ποιητικός ρεαλισμός


Διαφορετικά απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, η σε μιαν εποχή ριζικών ποιητικών αλλαγών επίμονη προσκόλληση του Κοτζιούλα στην «παλαιά» τεχνοτροπία ωφέλησε την ποίησή του. Η επιθυμία του να καταδείξει την αντιποιητικότητα του ελεύθερου στίχου όξυνε την τεχνική του και έκανε τον στίχο του στιβαρότερο. Ταυτόχρονα, από τις νεορομαντικές και συμβολιστικές αναζητήσεις της πρώτης του συλλογής (1932) τις διαποτισμένες από ένα καρυωτακίζον αίσθημα μελαγχολίας, ο Κοτζιούλας θα προχωρήσει και προς μια ποίηση ανοιχτότερων χώρων και τόνων, με θέματα κοινωνικότερα της πόλης και της υπαίθρου, που θα αποκτήσουν μια πιο συγκεκριμένη πολιτική χροιά με την ένταξή του στον ΕΛΑΣ, φτάνοντας σε έναν ποιητικό ρεαλισμό που αποτελεί τη σημαντικότερη κατάκτησή του. Χάρη στον ρεαλισμό αυτόν, που υψώνεται ποιητικά και με τη δύναμη των δεξιοτεχνικών 17συλλάβων του (βλ. τη συναρπαστική ωδή «Στου Γέρου μας το ξόδι»), ο Κοτζιούλας θα πλουτίσει με τη θαυμάσια εξύμνησή του των αγωνιστών της Αντίστασης, και το περιεχόμενο της –υποτιθεμένως εκπνέουσας την εποχή του –μορφής του σονέτου.
Το βιβλίο της Βογιατζόγλου, χάρη και στον πλούσιο αριθμό ποιημάτων που περιέχει, μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί η ποίηση του Κοτζιούλα είναι σήμερα ζωντανότερη όχι μόνο από εκείνη περισσότερο εκτιμώμενων στις μέρες μας συγχρόνων του ποιητών του έμμετρου στίχου (λ.χ. του Λαπαθιώτη ή του Αγρα) αλλά και από την ποίηση πολλών μοντερνιστών της εποχής του (λ.χ. του Σαραντάρη ή του Κάλα). Βασισμένο σε ενδελεχή έρευνα, με την ανεπιτήδευτη και εύρωστη γραφή του, την ευαίσθητη προσέγγιση των ποιημάτων και τις καίριες παρατηρήσεις του (ελάχιστες είναι εκείνες με τις οποίες δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει κανείς) μαρτυρεί την κριτική ικανότητα της συγγραφέως του.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ