Φωτογραφία: Νίκος Κατσαρός

Ο Γιάννης Τσεκλένης ανερχόταν ραγδαία, όταν πρωτάρα δημοσιογράφος μπουσούλαγα σε μικρά ρεπορτάζ στον χώρο της μόδας για το περιοδικό «Γυναίκα». Τον θυμάμαι νέο, αρρενωπό και ευγενικό, ιδιαιτέρως ερωτεύσιμο, πρωτοπόρο και σχεδόν θαυματοποιό. Ο Τσεκλένης έκτοτε έγινε και παρέμεινε για μία 25ετία ο μεγαλύτερος έλληνας σχεδιαστής μόδας που κέρδισε το στοίχημα να ανοίξει δρόμους στην παγκόσμια αγορά με το τεράστιο ταλέντο του και το κοφτερό μυαλό του. Εγινε διάσημος για τα print designs του και για τις δημιουργίες του που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε· τόσο τα υπέροχα ρούχα του –κυρίως γυναικεία, αλλά και unisex και παιδικά –όσο και… τα λεωφορεία, τα τρένα και τα τρόλεϊ, που φέρουν μέσα κι έξω την υπογραφή του εκλεκτού γούστου του, και που τον κάνουν να καμαρώνει ότι υπογράφει σχεδόν σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς της χώρας! Κι επειδή, όπως λέει ο ίδιος, «το μολύβι δεν θα μου το πάρουν ποτέ από το χέρι» και συνεχώς σχεδιάζει, ο Τσεκλένης έγινε και ο πρώτος που συνέδεσε την έννοια του ξενοδοχειακού καταλύματος με την τέχνη –ξεκινώντας από το ξενοδοχείο Vedema στη Σαντορίνη –επεκτείνοντας τη δουλειά του στον εσωτερικό σχεδιασμό κατοικιών και στο industrial design. Τώρα, μάλιστα, ετοιμάζει να ανατυπώσει μεταξωτά φουλάρια του παρελθόντος σε καινούργια χρώματα.

Η ιστορία της ζωής του είναι γεμάτη χαρές, έρωτα, δόξα, αλλά και δυσκολίες, καημούς και αγωνίες. Καημός και αγωνία για την ανάπτυξη μιας στρατηγικής προώθησης της ελληνικής μόδας στο εξωτερικό και για τη στήριξη των επώνυμων δημιουργιών. Γενναιότητα και πάθος για ζωή στην αντιμετώπιση σοβαρών καταστάσεων τόσο στην υγεία του όσο και στο εμπόριο, όταν είδε τα πάντα γύρω του να καταρρέουν. Ερωτας πολύχρονος με το Νο 1 μοντέλο της Ελλάδας, την Εφη Μελά. Σήμερα, έναν μεγάλο αριθμό δημιουργιών του ο Τσεκλένης τον έχει δωρίσει στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα.
Κύριε Τσεκλένη, επιτρέψτε μου μιαν αδιάκριτη ερώτηση: Πόσων χρονών είστε; «Σε 10 μήνες συμπληρώνω τα 79 και πάω στα 80. Μπαμπόγερος! Περπατώ στον δρόμο κι επειδή μέσα μου αισθάνομαι όπως παλιά, πρέπει να φτάσω σε καμιά βιτρίνα, να με κοιτάξω και να πω: «Βρε παππού!». Αλλά, δόξα τω Θεώ, είμαι καλά!».

Περάσατε, όμως, δύσκολα και μάλιστα πριν καν πατήσετε τα 40.
«Ηταν ένα σοκ μεγάλο. Είχα πάθει μελάνωμα. Και τη μάνα μου Μελανία την έλεγαν. Σύμπτωση… Το πάλεψα αμέσως, έκανα ένα brainstorm ότι θα του αλλάξω τα φώτα του καρκίνου· και κέρδισα».
Ψυχολογικά, πόσο σας στοίχισε; «Μου στοίχισε πολύ ώσπου να κάνω τη δεύτερη μεγάλη επέμβαση και να δώσω όλο αυτό το κομμάτι μου· χέρι, ώμο, ωμοπλάτη, κλείδα. Την 22η ημέρα που βγήκα από το Memorial οδηγούσα την Alfa Romeo μου και είχα ξεχάσει ότι μου λείπει το αριστερό χέρι. Και σε μία βιογραφία μου που δεν τελείωσε ποτέ, ο τίτλος ήταν «Συνεχίζουμε»».
Ποιος την έγραφε και δεν τελείωσε; «Η Τζέιν Φλέμινγκ, ghost writer του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Εκανε το script στις ταινίες του. Είχε πάθει πλάκα με το πώς συμπεριφερόμουν και μου έλεγε «είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο φοράς τον καρκίνο σου στην τσέπη σου», επειδή το άδειο μανίκι μου το έβαζα μέσα στην τσέπη και η Τζέιν είχε λευχαιμία! Oμως την έχασα. Δεν ξέρω τι απέγινε».
Εκείνη πού σας βρήκε; «Στο International Management Group που εκπροσωπεί μέχρι και τον Πάπα, και είχε αναλάβει κι εμένα. Προς χάρη αυτού του γκρουπ επιβίωσα επαγγελματικά, όταν τα παράτησα όλα σύξυλα κι έφυγα από την Ελλάδα. Είχα φορτωθεί 170 μήνες φυλακή από το ΙΚΑ, δικάστηκα ερήμην. Είχα 200 άτομα προσωπικό, εγώ που είχα ξεπεταχτεί από το τίποτα, οι τράπεζες όταν έμαθαν ότι είχα καρκίνο έκλεισαν τις βάνες, «νεκρός αυτός» σκέφτηκαν, γιατί έτσι δουλεύει το σύστημα, οι δολοφόνοι να είναι έξω και οι επιχειρηματίες μέσα. Γύρισα από την Αμερική και ξεπλήρωνα κι έσβηνα, ξεπλήρωνα κι έσβηνα. Θα τα βάλω και μαζί σας, με τους δημοσιογράφους».
Γιατί; «Για τον κακό χειρισμό σας να ονομάζετε τον καρκίνο «επάρατη νόσο», όταν το 90% των ανθρώπων που περπατούν στον δρόμο έχουν κάποια σχέση με τον καρκίνο, είτε νοσούν οι ίδιοι ή κάποιος φίλος ή συγγενής. Ο καρκίνος παλεύεται. Η βλακεία και η αμορφωσιά είναι επάρατες νόσοι».
Δίκιο έχετε. Και όταν αρρωστήσατε, βρισκόσασταν στην κορυφή. «Είχα συμπληρώσει 12 χρόνια στη μόδα, είχα τέσσερα showrooms σε Οζάκα, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Αθήνα, οι εξαγωγές κάποιες στιγμές έφταναν σε 40 χώρες, είχα ένα εργοστάσιο καταπληκτικό, κτισμένο από εμένα στο Μαρκόπουλο, 16 καταστήματα στην Ελλάδα. Το μεράκι μου να είμαι σε όλον τον κόσμο το είχα πετύχει. Κι έπειτα, όταν με την επιστροφή μου ξαναέστησα τη δουλειά μου, οι κυβερνώντες αποβιομηχάνισαν τη χώρα, γιατί η Ευρώπη δεν επέτρεπε τις επιδοτήσεις, κι εμείς σαν υπηρέτες δεκάτης κατηγορίας, το δεχτήκαμε. Θα ήμασταν η νέα Ιταλία. Γιατί και άπλετο ταλέντο έχουμε, και δαιμόνιοι επιχειρηματίες είμαστε».
Εχετε διαγράψει μια απίστευτα λαμπερή τροχιά. «Από παιδάκι 14 χρόνων στο μαγαζί με τα υφάσματα του πατέρα μου, στην οδό Ερμού, έβλεπα τι συνέβαινε στον κόσμο από πλευράς ντιζάιν υφασμάτων, κι έφυγα μπροστά τους πέντε χρόνια. Εκανα μια πρώτη συλλογή, ακολούθησαν 80 συλλογές, από τις οποίες 40 κορυφαίες, ήμουν ο μόνος σχεδιαστής στον κόσμο που έκανε 30 συλλογές από την τέχνη. Εχω θέματα που σπάνε αγορές. Ο Υβ Σεν Λοράν είναι πίσω μου με τρεις συλλογές μονάχα. Το διδακτορικό της ιστορικού τέχνης Λίλας Πάτση για τη δουλειά μου το τεκμηριώνει. Ο τρόπος με τον οποίο με υποδέχτηκε ο διεθνής χώρος ήταν καταπληκτικός, γιατί δημιουργούσα είδηση με τη θεματολογία μου».

Πείτε μας κάποιες από αυτές.
«Ιμπρεσιονιστές, Γκογκέν, Λοτρέκ, Ρουσό, ελληνικά αγγεία, Γαΐτης, φοινικικά πουλιά, περσικά θέματα, εραλδικά σύμβολα, αφρικανικά, βυζαντινά ναΐφ… Ολα τα μεταξωτά στο Σουφλί τα έκανα. Ο παγκόσμιος Τύπος μού έγραφε διθυράμβους».
Ποια θεωρείτε τα πιο κολακευτικά λόγια που έχουν γράψει για εσάς; «Η μεγαλύτερη αμερικανίδα fashion editor, Γιουτζίνια Σέπαρντ, είχε γράψει: «Ο Τσεκλένης είναι ένα δύσκολο όνομα για να το θυμάσαι, αλλά σύντομα δεν θα μπορείς να το ξεχάσεις». Και η επίσης fashion editor και συγγραφέας Ελινορ Λάμπερτ ότι «ο Τσεκλένης είναι ο charter master της ελληνικής μόδας, όσο ο Σταύρος Λιβανός για τον ελληνικό εφοπλισμό». Πολύ κολακευτικό σχόλιο που με εξέφραζε γιατί υποδήλωνε τον καημό μου».
Γιατί είχατε καημό; «Επειδή η ζωή μου χαρακτηρίζεται από μια πολύ μεγάλη αποτυχία: προσπάθησα να απογειώσω την ελληνική μόδα στον παγκόσμιο χώρο και οι έλληνες ντιζάινερ δεν με ακολούθησαν, φοβούμενοι να ανοιχτούν στη διεθνή αγορά. Ομως να που η Κοκοσαλάκη και η Κατράντζου έγιναν αστέρια φεύγοντας από την Ελλάδα».
Μία από τις πιο αξιομνημόνευτες δουλειές σας ήταν οι στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής, ενώ αυτές που ήδη φορούσαν τις είχε σχεδιάσει ο Πιερ Καρντέν. «Πριν από μία δεκαετία είχαμε την ευκαιρία να φάμε ένα μεσημέρι με τον Καρντέν και γελάσαμε γιατί εγώ είχα πει στον Ωνάση ότι οι στολές του Καρντέν ήταν οι ωραιότερες στον κόσμο, αλλά τελικά τον εκθρόνισα!».
Η εκθρόνιση οφειλόταν στη γνωριμία σας με τον Ωνάση; «Είχα προτείνει να χαρίσω 15 ρούχα ειδικά για τις αεροσυνοδούς που σέρβιραν στην πρώτη θέση, στα περίφημα Οlympic Treatments, με τα κεριά μπαταρίας που άναβαν το βράδυ, με τα επίχρυσα μαχαιροπίρουνα και άλλα πολυτελή, και ο Ωνάσης, που είχε μια τρέλα με την Ελλάδα, είπε «Εγώ θέλω τον Ελληνα να κάνει όλες τις στολές». Και έγραψαν οι «Financial Times»: «Νεαρός έλληνας ντιζάινερ εκθρονίζει τον Καρντέν». Εγώ ντρεπόμουν, γιατί ο Καρντέν είναι πρύτανης στο ντιζάιν, στο μάρκετινγκ, σε όλα».
Κάνατε ποτέ παρέα με τον Ωνάση; «Οχι. Είχαμε συναντηθεί όμως στο «Στορκ» ένα βράδυ, όπου εκείνος συνέτρωγε με τον εκδότη Πάνο Κόκκα και τον Αλέξη Μινωτή, κι εγώ με υψηλά πρόσωπα της αμερικανικής εταιρείας με την οποία συνεργαζόμουν για την προβολή της ελληνικής μόδας. Αυτό συνέβη πέντε χρόνια προτού μου αναθέσει τις στολές, δεν με γνώριζε, κι επειδή είμαι μάλλον αναιδής, πήγα στο τραπέζι του, ζήτησα συγγνώμη, συστήθηκα, του είπα με ποιους ήμουν. Σηκώθηκε και με αγκάλιασε σαν να με γνώριζε χρόνια και ήρθε στο τραπέζι μας. Να σας πω επίσης ότι συνταξιδεύαμε μετά την παρουσίαση των νέων στολών της Ολυμπιακής στη Νέα Υόρκη μέχρι το Παρίσι. Εκεί ο Ωνάσης έμαθε ότι η Χριστίνα την είχε κοπανήσει με τον καλιφορνέζο κτηματομεσίτη Τζόζεφ Μπόλκερ. «Καμιά φορά, τα παιδιά φέρνουν μεγάλες θλίψεις» μου είπε. Από τότε δεν τον ξαναείδα».

Επομένως, την Τζάκι δεν τη γνωρίσατε. «Δεν τη γνώρισα, αλλά έχω γράμματά της και σε ένα από αυτά με ευχαριστεί για τα τρία φορέματα που της έστειλα δώρο με τον άντρα της, όταν έκανα τις στολές για την Ολυμπιακή».
Είχατε διακοσμήσει και τη Μητρόπολη Αθηνών για τους δύο βασιλικούς γάμους· του Κωνσταντίνου και της Σοφίας. Πώς βρεθήκατε στον βασιλικό κύκλο; «Ημουν φίλος με την οικογένεια, επειδή με τον Κωνσταντίνο ήμασταν ιστιοπλόοι στον Ναυτικό Ομιλο Ελλάδος. Εκανα πάντα το ντεκόρ στα πάρτι του Ομίλου, και στα γενέθλια του βασιλιά Παύλου, στα 60 του χρόνια, το 1961, μου ζητήθηκε από τη βασίλισσα Φρειδερίκη να διακοσμήσω τον χώρο, ο οποίος ήταν υπό ανακατασκευή. Εκανα ένα καμουφλάζ με χάρτινα πάνελ και ζωγράφισα επάνω τους ατέλειωτα κατάρτια και ιστιοφόρα και μια μεγάλη φρεγάτα που έγραφε «1901-1961″ που ήταν τα χρόνια του Παύλου. Εκείνη χάρηκε τόσο πολύ, που όταν παντρευόταν η Σοφία με τον Χουάν Κάρλος μού ζήτησε και πάλι να διακοσμήσω τις εκκλησίες, την Καθολική και τη Μητρόπολη. Επειτα από δύο χρόνια έκανα τα ίδια και για τον γάμο του Κωνσταντίνου, και αργότερα για τα βαφτίσια του Παύλου».
Αποκαλείτε ακόμη με τους τίτλους τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. «Δεν αφαιρούμε τους τίτλους. Καλώς ή κακώς, ήταν τόσα χρόνια βασιλείς».
Ησασταν και καλεσμένος τους; «Φυσικά. Και παρασημοφορημένος. Μάλιστα, η πρώτη μου κόντρα με τον μπάρμπα Μητσοτάκη ήταν ότι χλεύαζε στον Τύπο αυτές τις παρασημοφορίες, και έλεγε για εμένα ότι «ορισμένοι εκ των παρασημοφορηθέντων είναι γνωστοί διότι χορεύουν εις κοσμικάς συγκεντρώσεις καλά το τουίστ»».
Είχατε και μια αδρή αμοιβή; «Ηταν δωρεάν η συμβολή μου, λόγω της φιλικής σχέσης μας».
Είχατε επαφές και με πολιτικούς; «Το 1987 μού ζητήθηκε από το περιβάλλον του Ανδρέα Παπανδρέου να γίνω πρόεδρος στην Πειραϊκή-Πατραϊκή. Πήγα με τον όρο να αναπτύξω ένα πρόγραμμα δημιουργίας ελληνικών επωνυμιών μέσα στην εταιρεία, πράγμα που πέτυχα. Και σε μία διετία η θυγατρική της Πειραϊκής στη Γερμανία έγινε εξαιρετικά κερδοφόρα, αλλά παραιτήθηκα όταν με την οικουμενική κυβέρνηση ανέλαβε ο Μητσοτάκης, ο οποίος και την ξεπούλησε αντί πινακίου φακής. Με τον Ανδρέα είχαμε αλληλογραφία και όταν έστειλα μια ανοικτή επιστολή από την Αμερική όπου ανέφερα τους λόγους για τους οποίους έφυγα από την Ελλάδα και τι σήμαινε αυτό για τις ελληνικές επώνυμες εξαγωγές, μου είχε γράψει ένα πολύ ευγενικό ευχαριστήριο γράμμα. Και σε κάποια ομιλία του χρησιμοποίησε τα λόγια μου επακριβώς για την υποστήριξη των ελληνικών προϊόντων, πράγμα πολύ κολακευτικό για εμένα».
Ποιους ξένους συναδέλφους σας θαυμάζετε ή γνωρίζετε; «Θαυμάζω τον Καρλ Λάγκερφελντ σαν έναν συφιλιδικό εγκέφαλο στη δημιουργία, σαν ένα απύθμενο ταλέντο. Τον Αλεξάντερ Μακ Κουίν τον δέχομαι μόνο σαν μια θεατρικότητα που απευθύνεται σε γυναίκες σαν την Gaga. Γνώρισα και τον Ραλφ Λόρεν σε ένα πάρτι στη Νέα Υόρκη, εγώ ντυμένος με αμερικανικά τζιν κι αυτός με σμόκιν, γελάσαμε και του είπα ότι αυτός έπρεπε να ήταν ντυμένος εύζωνος! Επίσης, τον Γκι Λαρός, που ήταν –εντός εισαγωγικών –σαν υιοθετημένος, αγαπημένος γιος του Ζαν Ντεσσέ. Οταν προσπάθησα, το 1970, να βγάλω την ελληνική μόδα από την αφάνεια με τις μεγάλες επιδείξεις που κάναμε και με όλον τον Τύπο που ερχόταν από το εξωτερικό, ο Ντεσσές παρουσίασε την τελευταία συλλογή του. Επειτα από δύο μήνες έφυγε από τη ζωή. Ο Λαρός τον λάτρευε και τον φρόντισε στα τελευταία του. Αυτός τον κήδεψε».
Εσείς κρατήσατε τη φιλία με τον Λαρός; «Ναι, και από τον Λαρός γνώρισα τον Πάκο Ραμπάν και γίναμε και με αυτόν φιλαράκια. Είχε μια ταπεινότητα και με θεωρούσε πολύ μεγάλο όνομα χωρίς να είμαι, αλλά κι εκείνος, ενώ ήταν μικρός στην ηλικία, ήταν παγκοσμίως διάσημος. Βλέπετε, όταν κάτι συμβαίνει στο Παρίσι έχει διεθνή ισχύ».

Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ελλάδα;
«Γιατί είμαστε σε έναν Μεσαίωνα μαύρο και άγριο. Είμαι πολύ απαισιόδοξος. Δεν μας έφταιξαν οι Τούρκοι, ήμασταν ξεβράκωτοι, μέχρι και οι καταλανοί μισθοφόροι μάς κυβέρνησαν για δεκαετίες. Και τώρα μισθοφόροι μάς κυβερνούν. Ολλανδοί, Γερμανοί, κι εμείς αντί να κάνουμε κάτι, τρωγόμαστε μεταξύ μας. Ποιος θα σηκωθεί από τον καναπέ να κάνει επανάσταση; Ο Ιανουάριος του ’15 έκρυβε ένα σπέρμα ελπίδας, αλλά χάθηκε. Μόνο νομενκλατούρα δεν είδαμε ακόμη».
Υπάρχει κάτι που σας πληγώνει ιδιαίτερα; «Τρελαίνομαι όταν βλέπω ασχήμια. Παλεύω την ασχήμια, γιατί η Ελλάδα καταστρέφεται σε ταχύτερο χρόνο από ό,τι σε έναν εφιάλτη εξαιτίας της παντελούς έλλειψης αισθητικής. Εχουμε την ασχημότερη πρωτεύουσα του κόσμου. Η βεράντα του γραφείου μου βλέπει την Ακρόπολη και κλείνω την κουρτίνα γιατί δεν μπορώ να αντικρίζω γύρω το τι έχτισε η γενιά μου και η προηγούμενη, ενώ οι προπάπποι μας οικοδόμησαν αυτό το θαύμα. Τελευταία, παρέδωσα στον Καμίνη μια προσομοίωση των σπιτιών με κεραμοσκεπές που είχα κάνει πριν από δέκα χρόνια. Μακάρι να βρει απήχηση».

Ησασταν φίλος και συνεργάτης και με τον ζωγράφο Γιάννη Γαΐτη.
«Ηρθε στη ζωή μου το ’79 και γίναμε πάρα πολύ φίλοι. Ο Γαΐτης μού θύμιζε τον πατέρα μου σε δέμας και σε μυαλό. Ηταν πολύ απλός, φοβερά προσιτός, είχε μια μαγεία, ένα μαγνητικό πεδίο που συνέπαιρνε. Οταν σχεδίασα τη συλλογή του, την προόριζα μόνο για την Αμερική, αλλά την κάναμε κι εδώ και χάλασε κόσμο. Και στο Μινιόν κάναμε έκθεση με έργα του –τότε συνεργαζόμουν με τον Γιάννη Γεωργακά, απίθανο επιχειρηματία με φαντασία διαστημική -, έναν χρόνο πριν γίνει η αναδρομική του στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο Γαΐτης ήταν σαν παιδάκι, είχε ήδη αρρωστήσει και τον πήραν με φορείο από την αναδρομική και σε 48 ώρες έφυγε…».
Με την Εφη Μελά πόσα χρόνια είστε μαζί; «Πενήντα. Το 1965 προέκυψε ο κεραυνοβόλος έρωτας. Στη Θεσσαλονίκη γνωριστήκαμε και σε ενάμιση μήνα εγκαταλείψαμε τους γάμους μας. Η Εφη ήταν παντρεμένη με τον ωραίο αθλητικό συντάκτη Χάρη Λυμπερόπουλο κι εγώ με την Ασπα Πεσματζόγλου και είχα τον γιο μου, ο οποίος τώρα είναι σπουδαίος σκηνοθέτης. Γυρίσαμε από το Ελληνικό Φεστιβάλ Μόδας του Οργανισμού Λαμπράκη που ταξίδεψε τη μόδα σε Θεσσαλονίκη, Βηρυτό, Βενετία, Αλεξάνδρεια και αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί. Της αξίζει ένα παράσημο, γιατί έχει μεγάλη αντοχή. Δεν ήμουν ούτε είμαι το ευκολότερο άτομο για συμβίωση. Η Εφη, όμως, ήταν η άγκυρα στη σχέση μας. Και η ζωή μας, παρ’ όλες τις ταραχές που περάσαμε, είναι πολύ καλή. Ζούμε σε ένα σπίτι που έχω δημιουργήσει για εκείνη, και επειδή λένε ότι ο έρωτας περνά από το στομάχι, η Εφη είναι και πέντε σεφ σε ένα. Σπάνια συσκευασία, πολυεθνική!».
Και υπέροχο μανεκέν! «Ηταν η πρώτη στην εποχή της, αλλά αν τη συγκρίνεις και με όλες τις εποχές, είναι υπέροχη ακόμη. Ηταν καταξιωμένη γυναίκα, με πολύ γούστο και γνώση της παγκόσμιας μόδας. Είχε στην πασαρέλα ένα πάτημα ζαρκαδιού. Και ό,τι φόραγε, πουλιόταν αμέσως. Η Εφη υπήρξε το μεγάλο στήριγμα αποδοχής της δουλειάς μου, και για εμένα μια μεγάλη σιγουριά. Ηταν το πρόσωπο για το οποίο σχεδίαζα όλες τις συλλογές και το Νο 1 στις προβολές στον παγκόσμιο χώρο».
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Τσεκλένη, και να ευτυχείτε πάντα! «Κι εγώ σας ευχαριστώ!».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Μ. Σάββατο 30 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ