Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο Δημήτρης Τσίτουρας είναι μια ιδιαίτερα χαρισματική προσωπικότητα, ένας ευφυής δημιουργός με ισόβια αγάπη για καθετί το ωραίο. Συνεπαρμένος παιδιόθεν από τις τέχνες και με την τύχη στο πλευρό του, καθώς οι πρώτες γνωριμίες του με ζωγράφους και συγγραφείς εμπλούτισαν τις γνώσεις του και στέριωσαν την έφεσή του προς αυτές, ο Δημήτρης Τσίτουρας βρίσκεται στο ζενίθ της δημιουργικότητάς του. Δικηγόρος με εύσημα, δαιμόνιος επιχειρηματίας, αξιωματούχος του Εθνικού Τάγματος Αξίας της Γαλλικής Δημοκρατίας, επίτιμος πρόξενος της Γαλλίας στη Σαντορίνη, συλλέκτης έργων τέχνης, ιδρυτής του Αρχείου Θηραϊκών Μελετών, μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών και ισόβιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ακούραστος διοργανωτής θεματικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γοητευτικός bon vivant και συνδαιτυμόνας προσωπικοτήτων, ετοιμάζεται τώρα και για την ίδρυση ενός μουσείου. Στο αγαπημένο του νησί, τη Σαντορίνη, όπου προτίθεται να το ανοίξει, το πεντάστερο μπουτίκ ξενοδοχείο του, The Tsitouras Collection, με τις πέντε πολυτελείς σουίτες του δεσπόζει στο φρύδι της Καλντέρας. Με την ίδια ονομασία λειτουργεί και έναν οίκο ελληνικού ντιζάιν με κοσμήματα, ρουχισμό και αντικείμενα τέχνης στην Αθήνα. Κυρίαρχα στοιχεία των δημιουργιών του, η υψηλή ποιότητα και η αδιαμφισβήτητη αισθητική. Πέραν αυτών, είναι παντρεμένος και έχει δύο κόρες, την Ελένη και τη Χρυσή, που ασχολούνται με την εταιρεία. Με τον Δημήτρη Τσίτουρα συναντηθήκαμε για να απολαύσουμε λεπτομέρειες του πλούσιου σε εμπειρίες και γνωριμίες βίου του. Ιδού, λοιπόν!

Κύριε Τσίτουρα, η ζωή σας είναι γεμάτη ενδιαφέροντα γεγονότα, και είχατε και την τύχη να γνωρίσετε συναρπαστικές προσωπικότητες. «Λέω πάντα ότι εκτός από τη φυσική μου γέννηση, έχω και μια δεύτερη, όταν ο πατέρας μου, το 1958, στην ηλικία των 12 ετών, με οδήγησε στον Γεώργιο Ελευθερουδάκη για να εργαστώ το καλοκαίρι στο βιβλιοπωλείο του. Μέχρι το 1970 που πήρα πτυχίο Νομικής, δούλευα κάθε καλοκαίρι εκεί. Σ’ αυτόν τον χώρο γνώρισα αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους, με κάποιους από τους οποίους αργότερα γίναμε φίλοι. Στο ίδιο μέρος, πολλά χρόνια αργότερα, το Discovery Channel έκανε ένα γύρισμα στο ντοκιμαντέρ για τη ζωή μου».

Ποιους καλλιτέχνες γνωρίσατε τότε;
«Τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο, την Παξινού, τον Βασιλείου, τον Γκίκα, τον Μόραλη, τον Ελύτη, την Αμαλία Μεγαπάνου, τον Χατζιδάκι και άλλους. Τότε η Αθήνα ήταν διαφορετική, δεν διέθετε στέκια, και το βιβλιοπωλείο που βρισκόταν στην καρδιά της, Καραγεώργη Σερβίας και Σταδίου, ήταν τόπος συνάντησης των διανοουμένων. Επίσης, προμήθευα με βιβλία και τα Ανάκτορα».
Ερχόταν κάποιος να τα επιλέξει; «Την επιλογή την έκανα εγώ. Η Φρειδερίκη και οι πριγκίπισσες διάβαζαν πολύ. Μάλιστα, έρχονταν συχνά συνοδευόμενες από τον πρίγκιπα Μιχαήλ. Τα βιβλία τα παραλάμβανε συνήθως η Κυρία επί των Τιμών Λένα Κορυζή, η οποία ήταν κόρη του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή και αδελφή της Ρένας Ανδρεάδη. Aλλοτε, τα παρέδιδα εγώ στο Βασιλικό Αυλαρχείο και έπαιρνα το αντίτιμο».
Συμφωνούσαν πάντα με τις επιλογές σας; «Μόνο μια φορά η Φρειδερίκη επέστρεψε βιβλίο. Hταν οι «Κινέζικες ιστορίες» της Περλ Μπακ. Θυμήθηκα, αναφέροντας τη Φρειδερίκη, ότι το 1964 που πάντρευε τον γιο της είχε καλέσει όλους τους διάσημους μεταξύ των οποίων και τον Ωνάση, αλλά δεν είχε καλέσει τη Μαρία Κάλλας. Ο Ωνάσης τής είπε «Στείλε ένα δώρο για να πάρεις πρόσκληση». Η Κάλλας πράγματι έστειλε ένα ωραίο ασημικό, ειδοποίησε μάλιστα ότι προτίθετο και να τραγουδήσει στον γάμο, αλλά πρόσκληση πάλι δεν έλαβε. Είχε στενοχωρηθεί πολύ. Το περιστατικό μού το είχε αφηγηθεί ο Τσαρούχης προσθέτοντας «Οσο ψηλά και αν φτάσει κανείς, θα βρει μια πόρτα κλειστή» και φυσικά εννοούσε την πρόσκληση από το παλάτι. Πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία, παρά τα σκαμπρόζικά της, ήταν αρκετά πουριτανική και αυτός ο ελεύθερος δεσμός κάτι προκαλούσε».
Ηταν φίλος σας ο Τσαρούχης; «Ναι. Με εμπιστευόταν. Και εγώ, δεν ήταν το έργο του που θαύμαζα, αλλά τον άνθρωπο. Αυτή ήταν η μεγάλη μαγεία. Και μια που ανέφερα την Κάλλας, όταν πέθανε, πάλι ο Τσαρούχης μού είπε «Τι υπέροχο θίασο θα έχει τώρα ο Αδης, μετά και τον Βισκόντι, την Παξινού και τον Μητρόπουλο!». Ξέρετε και αυτό που έλεγε ο Ελύτης για τον θάνατο; Ελεγε «Η πρώτη αλήθεια που μαθαίνει ο άνθρωπος είναι ο θάνατος, άντε να δούμε ποια είναι η δεύτερη». Ποια να είναι, αλήθεια; Ο έρωτας; Η φιλία;…».
Φίλος σας και ο Ελύτης; «Ναι, και όταν ήμουν πολύ νέος, του είχα πει «Οδυσσέα, δεν νομίζω ότι έχω χρόνο να μελετήσω καλά τη δουλειά σου», και γέλασε. Γιατί αγαπούσα τόσο πολύ τον Σεφέρη, παρόλο που με τίμησε πολύ ο Ελύτης και μου έδωσε το χειρόγραφο του ποιήματός του για τη Σαντορίνη. Και όταν, λίγο πριν πεθάνει, έστειλε ένα αναμνηστικό ζωής σε φίλους του, έστειλε και σε μένα. Είναι ένα κόκκινο-βυσσινί βιβλιαράκι, σαν φυσαρμόνικα, με παιδικές φωτογραφίες του».
Συγκινητική χειρονομία. Είχατε πάει μαζί και στη Σαντορίνη; «Το 1985 κάναμε οι δυο μας μια πολύ ωραία εκδρομή εκεί. Είχε μια διαύγεια πνεύματος και μια λογοδιάρροια, ιδιαίτερα τα βράδια, που τον έκαναν να λάμπει! Κάθε απόγευμα του άρεσε να πίνει ένα ουίσκι. Τον έτρεχα από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη και κάποια στιγμή μού είπε «Τι με τρέχεις; Στην ηλικία μου ο Σεφέρης είχε πεθάνει». Και όταν πήγαινα στο σπίτι του στην οδό Σκουφά, έφτιαχνε τον καφέ μόνος του σε ένα καμινετάκι. Τότε είχαν εμφανιστεί τα μεγάλα προβλήματα στο ΠαΣοΚ και είχε πολλές αντιρρήσεις. Μετά πήγε με την Πολιτική Ανοιξη του Σαμαρά. Οταν εξελέγη το ΠαΣοΚ το 1981, διαβάζοντας o Τσαρούχης τις εφημερίδες μού είχε πει «Πότε επιτέλους θα εκλεγεί μια κυβέρνηση μη φιλελληνική; Είναι δυνατόν να λένε οι εκάστοτε κυβερνώντες ότι αγαπούν την Ελλάδα; Αυτό το λένε οι φιλέλληνες!»».

Ο Τσαρούχης είχε δημιουργήσει το στεφάνι-σήμα κατατεθέν της εταιρείας σας.
«Ναι, και μου είπε «Ιδού το στεφάνι σου, δείγμα αιώνιας φιλίας». Και σε ένα δεύτερο στεφάνι με χρώμα μού έγραψε «Βαρέθηκα τα νιάτα μου, θέλω να τα πουλήσω, μα θέλω να βρω μερακλή, να μην τα χαραμίσω». Είχε χιούμορ ο Τσαρούχης. Ολοι είχαν χιούμορ και, από όποια τάξη κι αν προέρχονταν, είχαν πολύ καλούς τρόπους. Την εποχή εκείνη συνέβαινε γύρω μας και αυτό που ο Τσαρούχης αποκαλούσε «εφάμιλλον του ευρωπαϊκού»».
Πείτε ακόμη κάτι δηλωτικό του χιούμορ του. «Μια ημέρα, καθώς περπατούσε, έπεσε σε ένα χαντάκι και περνώντας ένας γείτονας τον ρώτησε «Τι κάνετε εδώ κάτω, κύριε Τσαρούχη;». «Ηλιοθεραπεία!» του απάντησε. Και επίσης θυμάμαι άλλες δύο φράσεις του. Μία για μια κριτικό τέχνης –«Αυτή δεν είναι κριτικός, είναι ονειροκρίτης!» –και η άλλη όταν είπε στον Σπύρο Βασιλείου «Εμείς είμαστε θαλασσογράφοι, Σπύρο· εσύ ζωγραφίζεις τη θάλασσα κι εγώ τους ναύτες!»».
Δεν υπήρχαν διαμάχες μεταξύ τους; «Μεταξύ κάποιων, ναι. Στην έκθεση του Τσαρούχη στην γκαλερί Ζυγός ήταν εκεί η Ιωάννα Τσάτσου, σύζυγος του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, και η Μαρώ Σεφέρη, αλλά δεν μίλησε η μία στην άλλη· είχαν οικογενειακό πρόβλημα. Η Ιωάννα αγαπούσε υπερβολικά τον αδελφό της Γιώργο Σεφέρη και ονειρευόταν για αυτόν έναν άλλο γάμο και όχι να παντρευτεί τη Μαρώ, που ήταν χωρισμένη με δύο κόρες».
Και ο Χατζιδάκις; «Ο Χατζιδάκις, όταν είχε έρθει στον Ελευθερουδάκη, μετά το Οσκαρ για «Τα παιδιά του Πειραιά», τον συγχαρήκαμε και μου είχε δώσει ένα εικοσάρικο πουρμπουάρ! Δεν ήθελα να το χαλάσω!».
Πόσο ενδιαφέρονταν οι καλλιτέχνες για την πολιτική κατάσταση; «Ενδιαφέρονταν, ήταν πατριώτες 100%, δεν ζήτησαν τίποτε από την Ελλάδα, μόνο έδωσαν. Και η Ελλάδα δεν τους φρόντισε ποτέ, αλλά και αυτοί ποτέ δεν παραπονέθηκαν και μου είπαν «Ποτέ μη μιλήσεις». Τώρα, πλέον, που όλα έχουν περάσει στην Ιστορία, μπορώ να τα πω».
Δεν είχε χρήματα ο Τσαρούχης με τόσα έργα που πουλούσε; «Την εποχή που οι τιμές του Τσαρούχη είχαν ανέβει, όσα έργα απέμεναν ή έκανε, τα προόριζε για το μουσείο του. Κανείς δεν ζούσε άνετα. Και η Μαρώ μια σύνταξη έπαιρνε. Το ξέρω, γιατί μου είχε δώσει τη διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων των έργων του Σεφέρη, για όλον τον κόσμο. Ημουν πολύ αυστηρός, ζητούσα υπέρογκα ποσά, επειδή τον αγαπούσα και ήθελα να τον υποστηρίξω, αλλά έπρεπε να έχω μεγαλύτερη ευελιξία».
Εχετε ζήσει και στο Λονδίνο. Είχατε κάποιο λόγο να εγκαταλείψετε την Ελλάδα; «Ο πατέρας μου ήταν αριστερός και όταν βρέθηκαν δικά μου χαρτιά μέσω της Πανσπουδαστικής στο αρχείο της ΕΔΑ, είχα ταλαιπωρία στην Ασφάλεια. Δεν με χτύπησαν, και δεν μπορώ να κρύψω ότι υπέγραψα δήλωση μετανοίας. Μόλις απολύθηκα από τον στρατό, παντρεύτηκα και έφυγα για το Λονδίνο, συνέχισα τις σπουδές μου, εργάστηκα στην εταιρεία του Γουλανδρή και επέστρεψα το 1977. Εχω δωρίσει στο Κόβεντ Γκάρντεν την προτομή της Κάλλας, για ανάμνηση των ευτυχισμένων ημερών της εκεί ζωής μας. Την έχουν τοποθετήσει στο Tosca’s Room μαζί με τα σχέδια του Τζεφιρέλι».
Και γιατί την προτομή της Κάλλας; «Μέσα από τον βαθύ σεβασμό μου για αυτήν, είχα παραγγείλει στη γλύπτρια Ασπασία Παπαδοπεράκη την προτομή σε πέντε αντίτυπα. Εχω δώσει, εκτός από το Κόβεντ Γκάρντεν, μία προτομή στη Λυρική Σκηνή και τώρα θα δωρίσω και μία στο Μέγαρο Μουσικής, όπου το φουαγέ θα πάρει το όνομά της, και οργανώνω στο Megaron Plus μια εκδήλωση με ομιλία μου που θα έχει τίτλο «Ενας θαυμαστής για τη Μαρία». Ακόμη μία προτομή βρίσκεται στη βεράντα μας στη Σαντορίνη και την απαθανατίζουν τουρίστες από όλον τον κόσμο. Λέγεται πως μια νύχτα πέρασε με τη θαλαμηγό «Χριστίνα» από την Καλντέρα και τραγούδησε την «Casta Diva». Αυτό το γεγονός με γοήτευσε, και τοποθέτησα την προτομή της να αγναντεύει το πέλαγος».
Με αυτές τις γνωριμίες και τις δραστηριότητες που έχετε αναπτύξει, πώς δεν αναμειχθήκατε και με την πολιτική; «Η Μαρώ με προέτρεπε. «Θα τα κάνεις λιγότερο χειρότερα από τους άλλους» έλεγε. Μου έκανε πρόταση και η Μελίνα, οι προϋποθέσεις, όμως, δεν μου ταίριαζαν. Εκείνον τον καιρό, το ’81, ήταν και η επέτειος των δέκα χρόνων από τον θάνατο του Σεφέρη, και η Μαρώ μού είπε «Οποιος θέλει να κάνει κάτι, ας το κάνει. Ο Σεφέρης ανήκει στην πατρίδα του». Οργάνωσα μόνος μου μια έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο και μετά την περιέφερα σε εννέα ελληνικές πόλεις, και έπειτα στο Κέιμπριτζ, στο Πρίνστον, στο Μέριλαντ, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Η Ελένη Βλάχου και η Μαρία Καραβία μού είχαν γράψει ύμνους. Αυτή την εκδήλωση θα έπρεπε να την είχε κάνει το υπουργείο Πολιτισμού –υπουργός ήταν η Μελίνα -, αλλά τίποτα δεν έγινε, και εγώ ένιωθα ένα χρέος απέναντι στον Σεφέρη».

Και με τη Βουγιουκλάκη ήσασταν φίλοι.
«Η Αλίκη ήταν πανέμορφη, ήταν αέρας, άφηνε άφωνο το κοινό. Η Αλίκη μεγάλωσε γενιές και γενιές και υπήρξε τυχερή μέσα στην ατυχία της, να φύγει χωρίς να τη δει κανείς να γερνά. Δεν ξέρω αν το ήθελε, άβυσσος η ψυχή. Και εκείνη την εποχή που ήταν με τον βασιλιά –εκείνος στα απομνημονεύματά του που κυκλοφόρησαν με «Το Βήμα» απλώς το θίγει, χωρίς να το διαψεύδει, αλλά ούτε και να το επιβεβαιώνει -, ήταν ένα ιδιαίτερο, με έντονη προσωπικότητα, πλάσμα. Και έτσι έμεινε στην Ιστορία».
Στον Λευκό Οίκο πώς βρεθήκατε; «Είχαμε πάρει παραγγελία από το Πατριαρχείο να κάνουμε τα επίσημα δώρα της επίσκεψης του Βαρθολομαίου στις ΗΠΑ. Ετυχε να είμαι στην Αμερική και κάλεσαν κι εμένα. Και τι να δω! Η Κλίντον φορούσε τα σκουλαρίκια και την καρφίτσα μου που της είχε χαρίσει ο Πατριάρχης και ο Τζορτζ Στεφανόπουλος φορούσε τη γραβάτα μου! Εκεί γνώρισα την Ολμπράιτ και αργότερα, σε ένα βιβλίο της με φωτογραφημένες τις καρφίτσες της, είχε ανάμεσά τους και τη δική μου! Με κάλεσε και στην Ουάσιγκτον, στην παρουσίαση της συλλογής της. Με την Ολμπράιτ ακόμη αλληλογραφούμε».
Ηταν μανιώδης συλλέκτρια καρφιτσών. «Η Ολμπράιτ, όταν έκανε την παρθενική ομιλία της ως πρέσβης των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Εθνη, και το θέμα ήταν το αραβικό ζήτημα, έβαλε μία καρφίτσα-φίδι. Και την αποκάλεσαν «Το φίδι της διπλωματίας». Κατάλαβε, λοιπόν, ότι φορώντας μια καρφίτσα μπορούσε να περάσει κάποιο μήνυμα. Τη δική μου καρφίτσα τής τη χάρισε ο Βαρθολομαίος».
Ποιοι άλλοι διάσημοι έχουν δημιουργίες σας; «Πολλοί· ανάμεσά τους ο Πάπας. Οταν είχε έρθει στην Αθήνα, ο Χριστόδουλος του προσέφερε ένα ασημένιο στεφάνι μου, που είχα φτιάξει ειδικά για την περίσταση. Σε κάθε φύλλο του ήταν γραμμένη από μία πόλη της περιοδείας του Αποστόλου Παύλου και σε ένα η υπογραφή του Χριστόδουλου. Ο πρωθυπουργός του Βατικανού με επιστολή του μας ενημέρωσε ότι το στεφάνι ανήκει πια στις συλλογές του μουσείου. Πολύ ωραίο για την Ελλάδα! Και η πρόεδρος του Παναμά, Μιρέγια Μοσκόσο, δώρισε ένα δικό μου καταπληκτικό μαντίλι στους καλεσμένους της, για τον εορτασμό της συνθήκης μετάβασης της διώρυγας από την Αμερική στη χώρα της. Εκεί, έκλεψα σε δημοσιότητα και τον πρίγκιπα Φίλιππο και την Ολμπράιτ· όλες οι εφημερίδες ασχολούνταν μαζί μου και κατ’ επέκταση με την Ελλάδα».
Στο ξενοδοχείο σας στη Σαντορίνη έχουν βρει κατάλυμα πολλοί αστέρες. «Δεν το έκανα εξ αρχής για ξενοδοχείο, γι’ αυτό και κοσμείται από τόσο ακριβά αντικείμενα τέχνης. Ο πρώτος επώνυμος πελάτης ήταν ο Τζιάνι Βερσάτσε. Εμεινε έναν μήνα, γίναμε φίλοι. Με θαύμασε και ήταν εκείνος που με έσπρωξε να αφήσω τη δικηγορία και να γίνω αυτό που είμαι τώρα».
Και εκτός από τον Βερσάτσε; «Εχουμε φιλοξενήσει τον γάλλο πρώην πρωθυπουργό Ντομινίκ ντε Βιλπέν, τον πρώην υπουργό πολιτισμού Τζακ Λανγκ, τον Μοσκίνο, τον Γκοτιέ, που έρχεται κάθε χρόνο και είναι πλέον δικός μας άνθρωπος και μας καλεί στις επιδείξεις του. Και από τον καλλιτεχνικό χώρο, τους Χιου Τζάκμαν, Πέτερ Στάιν, Αλμοδόβαρ, Κατρίν Ντενέβ, Ζαν-Κλοντ Μπριαλί, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Ολυμπία Δουκάκη, Νάνα Μούσχουρη, Μάικλ Τζέι Φοξ. Ολοι ήταν πάρα πολύ απλοί, κανείς δεν μας δυσκόλεψε. Η Ντενέβ ήταν σαν μαθήτρια. Τα απογεύματα μιλούσαμε για την ξενάγηση της άλλης μέρας, διάβαζε το βράδυ τους οδηγούς, ρωτούσε. Κολυμπούσε στην πισίνα μόνη της, της έλεγα «Μια σειρήνα του Μισισιπή στην πισίνα μου», και γελάγαμε. Κολυμπούσε και με όλους τους τουρίστες στα ζεστά νερά του ηφαιστείου. Θυμάμαι, όταν φιλοξενήσαμε την περίφημη Καρολάιν της τηλεοπτικής επιτυχίας της εποχής «Τόλμη και Γοητεία», δηλαδή την ηθοποιό Τζοάνα Τζόνσον, με ζήλευε όλη η Ελλάδα! Και τον Χιου Τζάκμαν που, επειδή έπρεπε να είναι πολύ γυμνασμένος για τις ανάγκες της ταινίας «X-Men», ανεβοκατέβαινε κάθε πρωί την Καλντέρα, ως το παλιό λιμάνι».
Οσα δημιουργήσατε απαιτούσαν μεγάλη οικονομική ευχέρεια. Είχατε κάποια περιουσία; «Την περιουσία την έκανα. Κέρδιζα πολύ καλά λεφτά στο Λονδίνο και αγόραζα πράγματα. Και η γυναίκα μου προέρχεται από την πολύ ευκατάστατη οικογένεια Παπάζογλου, που είχαν το εργοστάσιο «Αριστον». Αλλά αυτό που με βοήθησε ήταν η τάση μου και η ενασχόλησή μου με την τέχνη. Είχα δώσει και εξετάσεις στο Εθνικό, έχω μια μικρή θεατρική παιδεία. Ο Μηνάς Χατζησάββας έλεγε ότι ήμουν το μεγαλύτερο ταλέντο της γενιάς μου. Δεν συνέχισα την πορεία μου στο θέατρο, γιατί είδα τη μητέρα μου να κλαίει. Πέτυχα, όμως, στη δικηγορία και τη διδασκαλία των νομικών που κάναμε εγώ και ο πατέρας μου στο φροντιστήριο που κατείχε. Και η επιτυχία είναι ένα εμπόδιο σε αυτό που πραγματικά θέλεις να κάνεις».
Τώρα ετοιμάζεστε για ένα μουσείο στη Σαντορίνη; «Το μουσείο είναι το όνειρό μου. Εχουμε κάνει τα σχέδια με τον αρχιτέκτονα Μιχάλη Φωτιάδη, θα ανεγερθεί στην πεδινή πλευρά του νησιού και προσπαθούμε να το εντάξουμε σε ΕΣΠΑ. Η σκέψη είναι αρκετά πρωτοποριακή, γιατί θα διαθέτει και επτά σουίτες με ατομικές πισίνες, και το μουσείο θα συντηρείται από αυτές».
Και τι θα περιέχει; «Τις συλλογές μου. Εργα περιηγητών που έφτασαν στο νησί από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα, έπιπλα και αντικείμενα που δείχνουν πώς διαβίωνε τότε η αστική τάξη του, 170 πίνακες με θέμα το τοπίο της Σαντορίνης στην ελληνική ζωγραφική του 20ού αιώνα, 200 πολλαπλά του Τσαρούχη, 100 έργα του Σπύρου Βασιλείου, το αρχείο φωτογραφιών από τη Νέλλη Σουγιουλτζόγλου έως τον Σπύρο Μελετζή, τη βιβλιοθήκη μου και τη συλλογή με τις αρχαιότητες. Ακόμη, μια συλλογή με στεφάνια και μία με αγγέλους».
Ο χώρος σας είναι γεμάτος αγγέλους και τριαντάφυλλα… «Οι άγγελοι, από παιδί που ήμουν, με γοήτευαν. Και ξεκίνησα να μαζεύω έρωτες της αρχαιότητας και, στη συνέχεια, αγγέλους. Και τα τριαντάφυλλα, επειδή μοσχοβολάνε και μου άρεσε πολύ η έκφραση «ρόδον το αμάραντον». Μου αρέσουν και τα αρώματα, γι’ αυτό πάντα φορώ. Μου αρέσει και η Σαπουντζάκη, που πριν τη δεις, τη μυρίζεις. Τώρα φοράω το Terre d’Hermès. Και το 4711, λούζομαι με αυτό».
Πρέπει να είστε πολύ ικανοποιημένος με όσα κάνετε. «Την πληρότητα θα την έβρισκα στο θέατρο· έτσι νομίζω. Οσα κάνω έχουν μια θεατρικότητα, είναι μια καλοστημένη σκηνοθεσία, γιατί πιστεύω ότι η ζωή είναι σκηνοθεσία. Πρέπει να σκηνοθετήσεις τον έρωτα για να τον ζήσεις. Και δεν είναι ψεύτικο. Το να στρώσεις το κρεβάτι μετά τον έρωτα με γιασεμιά, είναι μια αλήθεια. Εγώ ήθελα να είμαι συγκλονιστικός για τον άλλον. Δεν ευτελίζω την καθημερινότητα. Γι’ αυτό, όταν με ρωτάνε τι πουλάω, λέω «καλούς τρόπους»».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ