Είναι πολύ συνηθισμένο να αναφερόμαστε νοσταλγικά στο παρελθόν και στο πόσο πιο όμορφα ήταν τα πράγματα τον «παλιό καλό καιρό», αναθεματίζοντας κατά κάποιον τρόπο ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στις μέρες μας. Το ακούω συχνά και από φίλους του κρασιού, αν και, για να είμαι ειλικρινής, τα σχόλιά τους για το πόσο μαγική ήταν η χρονιά του 1982 στο Μπορντό, του 1978 στον Ροδανό ή, γενικότερα, πόσο καλύτερα ήταν τα κρασιά που πίναμε παλαιότερα, δεν με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Πιστεύω πως αυτό που χάσαμε είναι η διάθεση να δούμε, να απολαύσουμε το κρασί μέσα από το πρίσμα του ρομαντισμού. Κάποτε υπήρχε μια λάμψη, ένας θαυμασμός, υπήρχε η αίσθηση πως η απόλαυση ειδικά αυτών που αποκαλούμε σπουδαία κρασιά ήταν κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Μέρος αυτής της καλοπέρασης που περιγράφω ήταν και το γοητευτικό παραμύθι γύρω από τους διάσημους γαλλικούς πύργους που παρήγαν κρασί, κάτι που σήμερα δεν νομίζω πως συγκινεί πολλούς.

Οι εποχές αλλάζουν

Δεν φταίει η ποιότητα των κρασιών για τον αποπροσανατολισμό μας. Τα κρασιά που παράγονται στις μέρες μας όντως έχουν αλλάξει, αλλά σίγουρα όχι τόσο δραματικά όσο τα περιγράφουν οι νοσταλγοί του παρελθόντος. Αν δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος, είναι σαφώς πιο υγιή λόγω της τεχνολογικής υποστήριξης και σίγουρα πιο ποικιλόμορφα λόγω του ανταγωνισμού. Ειδικά στην κατηγορία των «μεγάλων-σπουδαίων κρασιών», πριν από κάποια χρόνια περιοριζόμασταν σε ελάχιστους οίκους του Μπορντό, ενώ σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να πίνουμε εκατοντάδες κρασιά στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο, από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Στο καθαρά τεχνικό κομμάτι, τα σημερινά κρασιά στην πλειονότητά τους συμβαδίζουν με την εποχή τους, όπως αντίστοιχα τα αλλοτινά κρασιά ήταν επίκαιρα για τη δική τους εποχή. Ισως στην κατηγορία του καθημερινού κρασιού, όπου μοιραία η ποσότητα δουλεύει εις βάρος της ποιότητας, ο άνθρωπος μέσω της τεχνολογίας να είναι υπέρ το δέον παρεμβατικός στο τελικό προϊόν. Υπάρχουν, βέβαια, και πιο νεανικοί ουρανίσκοι που προτιμούν τα σημερινά τεχνολογικά κρασιά από «οίνους κουτελίτες», όπως αποκαλούν τα πρόχειρα κρασιά της ταβέρνας τού παλιού καιρού.

Τα χρόνια της επίδειξης

Η ουσία είναι πως εκείνο που αλλάζει είμαστε εμείς οι ίδιοι, κι αυτό είναι κάτι που ακούγεται και στις οινικές μας συζητήσεις. Κανείς από εμάς δεν αισθάνεται δέος ή σεβασμό ως προς την ιστορικότητα του οίκου ή του τοπωνυμίου που παρήγαγε το κρασί που πίνει. Απεναντίας, αισθανόμαστε την ανάγκη να ενημερωνόμαστε για τις βαθμολογίες από τον οδηγό «Parker» και να πουλάμε μούρη για τις υψηλά βαθμολογημένες, ίσως και «μοδάτες» επιλογές μας. Το κρασί πλέον κρίνεται σε επαγγελματικό επίπεδο και αξιολογείται αντίστοιχα. Οι οινοκριτικοί που κάνουν αυτή τη δουλειά είναι διάσημοι και κάποιοι εξ αυτών έχουν αυτοπροδιοριστεί ως διαμορφωτές των οινικών μας συνειδήσεων. Η πρόσκαιρη – θέλω να πιστεύω – δημοτικότητά τους έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι (λίγοι ευτυχώς) παραγωγοί να κατευθύνουν την παραγωγή τους με γνώμονα τις προτιμήσεις της εποχής: υψηλός αλκοολικός βαθμός, υπερβολικό φρούτο, υπερτονισμένη χρήση βαρελιού, με λίγα λόγια «κρασί επιδειξιμανές». Τελευταία έχει εισβάλει στη ζωή μας και η τάση της υπερανάλυσης των πάντων, που όμως σκοτώνει την απόλαυση. Συζητάμε, επί παραδείγματι, για το έδαφος του αμπελώνα και πρακτικά εννοούμε την ικανότητα στράγγισης.

Το ρομάντσο του κρασιού

Ομολογώ πως πάει πολύς καιρός από τότε που αντίκρισα στη γυαλάδα των ματιών και στην έκφραση του προσώπου κάποιου οινόφιλου την ανεπιτήδευτη ευχαρίστηση που μπορεί ένα κρασί να μας προσφέρει. Ολοι μας – ή τουλάχιστον οι περισσότεροι – βρίσκουμε καταφύγιο στον κυνικό κόσμο της υπερανάλυσης, της οινικής ορολογίας και, μοιραία, χάνουμε τον ρομαντισμό μας. Εύχομαι να θυμηθούμε και πάλι πως ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της γοητείας του κρασιού είναι η ικανότητά του να μας προσφέρει ευχαρίστηση και όχι επιβεβαίωση.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016.