«Δεν αισθανόμουν ότι έκανα κάποια απάτη. Το ντόπινγκ ήταν μέρος της δουλειάς μου». Μ’ αυτά τα λόγια, κοφτά και χωρίς πολλές δραματοποιήσεις, γράφτηκε ο άδοξος και κάπως ντροπιαστικός επίλογος της καριέρας του μοναδικού ανθρώπου στην ιστορία που κέρδισε επτά φορές τον ποδηλατικό γύρο της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο του 2013, ο Λανς Αρμστρονγκ ομολογούσε σε δημόσια θέα μιλώντας στην Οπρα Γουίνφρεϊ τη μακροχρόνια χρήση αναβολικών ουσιών. Εξάλλου, εκείνη τη στιγμή, το μοναδικό που διακυβευόταν για τον αμερικανό πρωταθλητή ήταν η αλήθεια με την έννοια της ιστορικής καταγραφής ή της διάσωσης ενός κομματιού προσωπικής αξιοπρέπειας. Ολα τα άλλα κρίθηκαν κάποιους μήνες νωρίτερα, όταν η USADA, η υπηρεσία αντιντόπινγκ των ΗΠΑ, συνέθετε το παζλ ενός από τα πιο εξελιγμένα συστήματα ντόπινγκ στη μέχρι τώρα ιστορία του πρωταθλητισμού.
Βέβαια, το όραμα ενός αμόλυντου και ευγενούς πρωταθλητισμού κηλιδώθηκε πολύ νωρίτερα: Οταν κατέρρεαν τα είδωλα του Μπεν Τζόνσον και της Μάριον Τζόουνς, όταν αποκαλύπτονταν οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του μαζικότερου προγράμματος κρατικού ντόπινγκ στην Ανατολική Γερμανία, όταν ξηλώνονταν οι αφίσες του Κώστα Κεντέρη και της Κατερίνας Θάνου από τους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας μία ημέρα πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, όταν στις μέρες μας αποκλειόταν ολόκληρη η ομάδα στίβου της Ρωσίας από τις παγκόσμιες διοργανώσεις και κυρίως όταν εδραιωνόταν η πεποίθηση ότι υπήρχαν αρκετοί άλλοι που ξεγλίστρησαν από τους ελέγχους και θεμελίωσαν μια κάλπικη καριέρα. Κι αν ο Λανς Αρμστρονγκ –με μια χριστιανική
ανάγνωση της πραγματικότητας –έσωσε όψιμα την ψυχή του λέγοντας την αλήθεια, δεκάδες άλλοι προτίμησαν να υπογράψουν ένα ισόβιο συμβόλαιο ψεύδους.
Πριν από λίγους μήνες, η διεθνής κοινότητα συνταράχθηκε από ένα διπλό σκάνδαλο: το σκάνδαλο ντόπινγκ της Ρωσικής Ομοσπονδίας Στίβου και το σκάνδαλο διαφθοράς της IAAF. Ο πρώην πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Στίβου, Λαμίν Ντιάκ, συνελήφθη και κατηγορείται μαζί με άλλα στελέχη της Ομοσπονδίας ότι έλαβαν χρήματα προκειμένου να συγκαλύψουν υποθέσεις ντόπινγκ ρώσων αθλητών. Ταυτόχρονα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Αντιντόπινγκ (WADA) έδωσε στη δημοσιότητα πόρισμα 325 σελίδων που «καίει» τη Ρωσία ακουμπώντας και τις κυβερνητικές ευθύνες, αφού το υπουργείο Αθλητισμού της χώρας φέρεται να έδωσε την εντολή για την καταστροφή 1.417 δειγμάτων. Ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Στίβου της Ρωσίας, Βαλεντίν Μπαλακνίτσεφ, και ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής, Αλεξέι Μέλνικοφ, αποβλήθηκαν διά βίου από τον κλασικό αθλητισμό. Ιδια ποινή επεβλήθη και στον Πάπα Μασάτα Ντιάκ, γιο του Λαμίν Ντιάκ, που αντιμετωπίζει κατηγορίες δωροληψίας, ενώ ο διευθυντής του εργαστηρίου ντόπινγκ της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Στίβου, Γκαμπριέλ Ντολέ, τιμωρήθηκε με αποβολή πέντε ετών. Η Ρωσική Ομοσπονδία Στίβου έχει ήδη αποκλειστεί από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου που θα διεξαχθεί τον Μάρτιο στο Πόρτλαντ των ΗΠΑ και τρέχει να προλάβει το deadline των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο.
Τον ασκό του Αιόλου άνοιξε ένα δημοσίευμα των «Sunday Times» τον περασμένο Αύγουστο. Η βρετανική εφημερίδα και το γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD απέκτησαν πρόσβαση σε 12.359 δείγματα αίματος 5.000 αθλητών στίβου που αφορούσαν την περίοδο από το 2001 μέχρι και το 2012. Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, υπάρχουν 1.400 δείγματα από 800 αθλητές που παρουσιάζουν μη φυσιολογικές τιμές, με 21 αθλητές να καταγράφουν τόσο οριακές τιμές που ρίσκαραν καρδιακά επεισόδια. Ορισμένα από αυτά τα δείγματα αντιστοιχούν σε 146 μετάλλια που κατακτήθηκαν εκείνη τη δεκαετία σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο αυστραλός εμπειρογνώμονας κατά του ντόπινγκ, Ρόμπιν Παρισότο, φανερά έκπληκτος, δήλωσε πως ποτέ δεν έχει δει «τόσο ανησυχητικά ανώμαλο σύνολο τιμών σε εξετάσεις αίματος». Στην κορυφή της λίστας των «ύποπτων» δειγμάτων φιγουράρει η Ρωσία με γενικό ποσοστό 30%, που εκτοξεύεται στο 80% για τα ρωσικά ολυμπιακά και παγκόσμια μετάλλια. Στην πρώτη δεκάδα, όμως, των σημαιών υπάρχει και η «γαλανόλευκη», με ποσοστό μη φυσιολογικών τεστ 25,6%.
21 οι ύποπτοι Ελληνες


Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του BHMAgazino, στη συγκεκριμένη έρευνα συμμετείχαν με δείγματα 76 έλληνες αθλητές στίβου, εκ των οποίων οι 21 (15 άνδρες και 6 γυναίκες) κατέγραψαν 42 μη φυσιολογικές τιμές. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται μια απαραίτητη επισήμανση: επειδή πρόκειται για δείγματα αίματος και όχι ούρων, δεν είναι ανιχνεύσιμες όλες οι απαγορευμένες ουσίες, αλλά μόνο ορισμένες, όπως η ερυθροποιητίνη (EPO), η οποία μπορεί να βελτιώσει τις επιδόσεις σε κάποια αθλήματα του στίβου. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι τα αθλήματα που ταξινομούνται ως τα πιο «βρώμικα» με βάση τα συγκεκριμένα δείγματα είναι τα μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων (1.500 μέτρα, 20 χιλιόμετρα βάδην, 800 μέτρα, 5.000 μέτρα, 3 χιλιόμετρα steeple, 10.000 μέτρα, 50 χιλιόμετρα βάδην, έπταθλο, δέκαθλο, μαραθώνιος). Τα 146 «ύποπτα» μετάλλια επιμερίζονται στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα του Εντομοντον το 2001, του Σαν Ντενί το 2003, του Ελσίνκι το 2005, της Οσάκα το 2007, του Βερολίνου το 2009, του Νταεγού το 2011 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, του Πεκίνου το 2008 και του Λονδίνου το 2012. Με μια προσεκτική ματιά, η Ελλάδα στα συγκεκριμένα αθλήματα και σε αυτές τις διοργανώσεις, αν και είχε συμμετοχές, κατέκτησε μόλις ένα μετάλλιο –χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι συγκαταλέγεται στα «146 ύποπτα». O Μπεν Νίκολς, υπεύθυνος επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων της WADA, απαντώντας σε ερώτημα του BHMAgazino, υποστήριξε ότι «αυτή η βάση δεδομένων είναι ανολοκλήρωτη και ως εκ τούτου τα δείγματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποδείξεις χρήσης απαγορευμένων ουσιών».
Το γαϊτανάκι αντικρουόμενων ανακοινώσεων που ακολούθησε μετά τη δημοσίευση της έρευνας μοιάζει περισσότερο με ένα power game μεταξύ Τύπου, IAAF και WADA, παρά με ψύχραιμη και ειλικρινή προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος. Στα καθ’ ημάς, όμως, ξύνει μια πληγή που σκεπάστηκε άτσαλα και βεβιασμένα από τη σκόνη της οικονομικής ύφεσης. Γυρίζει το ρολόι πίσω στη δεκαετία της άνθησης του ελληνικού πρωταθλητισμού, σε μια Ελλάδα ολότελα διαφορετική, που εκστασιαζόταν πάνω στο βάθρο του νικητή και χόρευε στον ρυθμό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Μόνο που λίγο αργότερα αποδείχθηκε ότι αυτή η μελωδία ήταν το ρέκβιεμ της «ισχυρής Ελλάδας» και του πρωταθλητισμού της. Η αντίστροφη μέτρηση για την απομυθοποίηση των ηρώων συντελέστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και μας κατατρύχει μέχρι σήμερα, μετατρέποντας μια αφήγηση περηφάνιας σε εθνική ενοχή γεμάτη ανομολόγητα μυστικά, που άλλοτε ταυτίζονται με κατασκοπευτικά θρίλερ φθηνής παραγωγής και άλλοτε με πρόχειρες παρωδίες.
«Η Ελλάδα ήταν μια χώρα που παραδοσιακά έπαιρνε 0-3 μετάλλια στις μεγάλες διοργανώσεις και έφτασε να ξεπερνά τα 10. Εγινε η πρώτη χώρα ιστορικά που είχε πρωταθλητισμό, χωρίς να έχει αθλητισμό, δηλαδή πίσω από τα περισσότερα αθλήματα δεν υπήρχε τίποτα. Οταν έσκασε η φούσκα το 2004, αποκαλύφθηκε η γύμνια» επισημαίνει ο εξειδικευμένος σε θέματα ντόπινγκ δημοσιογράφος Βασίλης Γαλούπης. Μπορεί η πρώτη ελληνίδα αθλήτρια που πιάστηκε ντοπέ να ήταν η Αννα Βερούλη στους Ολυμπιακούς του Λος Αντζελες το 1984, αλλά η εποχή της «φρενίτιδας» που κίνησε διεθνώς υποψίες για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελλήνων πρωταθλητών ήταν εκείνη που εκτείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι το 2008. Από τα 2 μετάλλια που κατέκτησε η χώρα στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης το 1992, έφτασε τα 8 στην Ατλάντα το 1996, τα 13 στο Σίδνεϊ το 2000 και τα 16 στην Αθήνα το 2004. Το ασανσέρ ανέβαινε με ιδιαίτερα υψηλή ταχύτητα, η χώρα μπήκε στο μικροσκόπιο της WADA και περίσσευαν τα δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Κάπου εκεί σταματούν τα πραγματικά δεδομένα, η αλήθεια αρχίζει να διαπλέκεται με τον μύθο και να ενώνεται με τον αντίλαλο ενός παρατεταμένου ψιθύρου για το τι έγινε στο ΚΑΤ τον Αύγουστο του 2004. Ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος, που πολέμησε όσο λίγοι το ντόπινγκ στον πρωταθλητισμό και για πολλούς ήταν η «μίζερη παραφωνία» στη «χαρούμενη χορωδία» του αθλητικού Τύπου, ήταν ο μοναδικός που μίλησε δημόσια καταγγέλλοντας ως «στημένο» το περιβόητο ατύχημα με τη μηχανή. Η υπόθεση του Κώστα Κεντέρη και της Κατερίνας Θάνου ήταν αυτή που πλήγωσε περισσότερο τον ελληνικό πρωταθλητισμό και παράλληλα η αρχή μιας απότομης καθόδου.
Ακολούθησε ο Λεωνίδας Σαμπάνης και το 2008 ολόκληρη η ελληνική dream team της άρσης βαρών του Χρήστου Ιακώβου, με 11 αθλητές και αθλήτριες να εντοπίζονται θετικοί στην ουσία μεθυλτριενολόνη (Μ3). Στην ίδια ουσία «σκόνταψε» το καλοκαίρι των Ολυμπιακών του Πεκίνου και η «ελληνική ψυχή» της Φανής Χαλκιά –θετικός στην ίδια ουσία βρέθηκε το 2008 και ο πρωταθλητής της ελληνικής κολύμβησης Γιάννης Δρυμωνάκος. Τον Ιανουάριο του 2009 ήρθαν τα κακά μαντάτα για την Αθανασία Τσουμελέκα, που βρέθηκε θετική, σε δείγμα που έδωσε στο Πεκίνο, στην ουσία CERA, μια παραλλαγή της ερυθροποιητίνης. Τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πρόωρα ο άλτης του ύψους Δημήτρης Χονδροκούκης, αφού βρέθηκε θετικός στη στανοζολόλη, την ουσία που «έκαψε» τον Μπεν Τζόνσον στους Ολυμπιακούς της Σεούλ το 1988. Ο κατάλογος συμπληρώνεται με τον Σταύρο Κουρουπάκη, τον Χρήστο Πολυχρονίου, τον Γιάννη Ταμουρίδη, τον Δημήτρη Ρέγα, την Ειρήνη Κοκκιναρίου, τον Τάσο Γκούση, τον Χριστόφορο Χοΐδη, τη Μαρία Παπαδοπούλου και τον Κώστα Φιλιππίδη. Πριν από λίγους μήνες, ο ΣΕΓΑΣ με μια λιτή ανακοίνωση ενημέρωνε πως η IAAF βρήκε, κατόπιν επανελέγχου, θετικό δείγμα από το 2007 που αφορούσε την κάτοχο δύο ολυμπιακών μεταλλίων Πηγή Δεβετζή. Η Πηγή Δεβετζή είχε τιμωρηθεί με διετή αποκλεισμό και παλαιότερα, όταν τον Μάιο του 2009 αρνήθηκε θα δώσει δείγμα σε αιφνίδιο έλεγχο ντόπινγκ.
«Τα κρούσματα για τα οποία μάς έχει ενημερώσει η Παγκόσμια Ομοσπονδία αφορούν τις περιπτώσεις της Πηγής Δεβετζή και της Αφροδίτης Σκαφίδα. Βασίζονται σε επανέλεγχο παλαιότερων ούρων και όχι αιματολογικού προφίλ. Από την πλευρά μας, έχει ξεκινήσει η πειθαρχική διαδικασία» σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ, Κώστας Παναγόπουλος, συμπληρώνοντας πως «τα τελευταία χρόνια υπάρχει ύφεση στα περιστατικά ντόπινγκ. Οι υποθέσεις που μας απασχολούν έρχονται από παλιά».
Την Ελλάδα την κυνηγάει το παρελθόν της στον πρωταθλητισμό. Εχει ανοιχτούς λογαριασμούς. Σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν σχεδόν κανένας δεν ομολόγησε χρήση αναβολικών ουσιών. Αυτός είναι ένας καθοριστικός παράγοντας που διαφοροποιεί τη στάση των ελλήνων πρωταθλητών και πρωταθλητριών από πολλούς συναθλητές τους μεγάλης εμβέλειας στο εξωτερικό, που έστω και με τις εκ των υστέρων μαρτυρίες τους συνέβαλαν στην αποκάλυψη του κυκλώματος που τους περιέβαλλε και επανατοποθέτησαν πιο έντιμα την ταυτότητά τους απέναντι στην κοινωνία, ακόμη και αν χρειάστηκε να τσαλακώσουν την εικόνα τους. Για παράδειγμα, η δημόσια συγγνώμη του Αλεξ Σβάτσερ και οι καταθέσεις του για το κύκλωμα επέτρεψαν τη μείωση της ποινής του και την προετοιμασία του για τους Ολυμπιακούς του Ρίο. Στον αντίποδα, οι έλληνες πρωταθλητές και μαζί τους ένα τμήμα του αθλητικού Τύπου και της πολιτικής ηγεσίας αναλώθηκαν στη θεωρία της «σκευωρίας» και σε επιχειρήματα κλεμμένα από τις εφηβικές δικαιολογίες απέναντι στη γονεϊκή αυστηρότητα τύπου «μου ρίξανε κάτι στη σούπα ή στο ποτό».
Στο Αθλητικό Κέντρο του Αγίου Κοσμά προπονείται ύστερα από τέσσερα χρόνια αποχής ο σπρίντερ Τάσος Γκούσης. Πέρυσι, το περιοδικό «Track & Field News» τον ενέταξε μαζί με τον Κώστα Κεντέρη στους 100 καλύτερους σπρίντερ όλων των εποχών. Η δική μας συζήτηση επικεντρώθηκε στις δύσκολες ημέρες του 2008, όταν βρέθηκε θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ. Οπως και τότε, αρνείται ότι έκανε χρήση απαγορευμένης ουσίας. «Και τότε πώς βρέθηκε;». «Καλή ερώτηση» απαντά. «Ημουν στον Αγιο Κοσμά, τελευταία ημέρα προτού φύγω για Ιαπωνία. Ηξερα ότι θα έρθουν για έλεγχο. Αν γνώριζα ότι είχα πάρει κάτι, δεν θα ήμουν τόσο άνετος. Δεν χρειάστηκε ποτέ να πάρω κάτι. Είμαι 37 ετών, τρέχω ακόμα, αυτό δείχνει ότι το σώμα μου είναι αγνό» λέει και θυμάται με πίκρα τη μοναξιά της διαπόμπευσης: «Ενιωσα οργή. Ξενέρωσα. Κανείς δεν με στήριξε, εκτός από την οικογένειά μου, και ο προπονητής μου ύστερα από τρεις-τέσσερις μήνες εξαφανίστηκε».
Ενα ακόμη στοιχείο που ευνοεί τη συσκότιση είναι η στάση της ελληνικής Δικαιοσύνης. Παρότι σε όλους αυτούς επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές από τα αθλητικά όργανα, στα ελληνικά δικαστήρια αρκετοί τελεσίδικα αθωώθηκαν (βλέπε περιπτώσεις Αθανασίας Τσουμελέκα και άρσης βαρών). Ακόμη και το ελληνικό παρακλάδι του μεγαλύτερου αμερικανικού σκανδάλου ντόπινγκ, της υπόθεσης BALCO, δεν διερευνήθηκε ποτέ ουσιαστικά. Ο «Ιός» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» έφερε τότε στο φως μια σειρά από ντοκουμέντα, σύμφωνα με τα οποία ο προπονητής στίβου Ανδρέας Λιναρδάτος και αντιπρόσωπος της SNAC (εταιρείας του Βίκτορ Κόντε της BALCO) εμφανιζόταν ως παραλήπτης «περίεργων» e-mail με αποστολέα τον Βίκτορ Κόντε και ο Χρήστος Τζέκος φερόταν να έχει σχέσεις και να έχει προμηθευτεί την ουσία THG από τον παρασκευαστή της Πάτρικ Αρνολντ. Μολαταύτα, η υπόθεση κλειδώθηκε γρήγορα στο συρτάρι του αρχείου. Ο Χρήστος Τζέκος τιμωρήθηκε με ποινή 12 μηνών φυλάκισης με τριετή αναστολή. Η Κατερίνα Θάνου δουλεύει στο Γραφείο Αθλητισμού του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και περιμένει να «κληρώσει» για το χρυσό μετάλλιο του Σίδνεϊ που αφαιρέθηκε από τη Μάριον Τζόουνς. Ο άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε κάποτε το μεγαλύτερο ταλέντο του κλασικού αθλητισμού και ένα ολόκληρο στάδιο φώναζε το όνομά του στον τελικό των 200 μέτρων το 2004, ο Κώστας Κεντέρης, από τη στιγμή που δεν εμφανίστηκε σε εκείνη την κούρσα, παραιτήθηκε μόνος του από όλα τα προνόμια και αποσύρθηκε σε ένα οχυρό σιωπής στα Ζαγοροχώρια.
Ενας άλλος ισχυρός άνδρας εκείνης της εποχής που γκρεμίστηκε απότομα από τον θρόνο των 66 μεταλλίων είναι ο Χρήστος Ιακώβου. Το όνομά του δεν συνδέθηκε μόνο με τον Χρήστο Τζέκο, αλλά και με τον βούλγαρο προπονητή Ιβάν Αμπατζίεφ, ο οποίος κατηγορήθηκε τρεις φορές για μαζικό ντοπάρισμα των ομάδων του. Στη συνομιλία μας, ο Χρήστος Ιακώβου επιμένει στην εκδοχή του «κινέζικου λάθους» για το 2008, ενστερνίζεται το επιχείρημα του τροχαίου για την υπόθεση Κεντέρη – Θάνου και κάνει λόγο για στοχοποίηση της χώρας: «Μια χώρα με 10 εκατομμύρια κατοίκους που παίρνει 16 μετάλλια στους Ολυμπιακούς θεωρείται προκλητική για τους άλλους. Αυτό ενόχλησε για την Ελλάδα. Μας είχαν βάλει στο μάτι. Δεν λέω απαραίτητα ότι ήθελαν να μας κάνουν κακό. Δεν είμαι ντετέκτιβ να ψάξω αν έγινε κάτι επίτηδες». Ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής της άρσης βαρών προχωράει ένα βήμα παραπέρα προτείνοντας ένα είδος «ελεγχόμενου ντόπινγκ»: «Για να υπάρχει καθαρός αθλητισμός πρέπει 50-60 ημέρες πριν από τους αγώνες να μπαίνουν όλοι στο Ολυμπιακό Χωριό και να παίρνουν με τη συνδρομή γιατρών όλοι τα ίδια. Αν παίρνουν όλοι τα ίδια, θα φανεί ποιος είναι καλός αθλητής και ποιος καλός προπονητής. Δεν λέω παράνομα, λέω τα ίδια».
Το θέμα της φαρμακοδιέγερσης βρίσκεται στο επίκεντρο των πρωτοβουλιών του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, καθώς συμπίπτει με το τελεσίγραφο που έδωσε η WADA στη χώρα μας να εναρμονιστεί με τον νέο Κώδικα Αντιντόπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού μέχρι τις 18 Μαρτίου. Το σχετικό νομοσχέδιο έχει τεθεί σε διαβούλευση, επιταχύνοντας τη διαδικασία επιβολής πειθαρχικών ποινών και ενισχύοντας τις αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Καταπολέμησης Ντόπινγκ (ΕΣΚΑΝ). Είχε προηγηθεί η αύξηση του προϋπολογισμού του ΕΣΚΑΝ από τις 50.000 στις 200.000 ευρώ. Αναμένεται, επίσης, όπως έχει δεσμευτεί ο Σταύρος Κοντονής, να περικοπούν τα προνόμια των πρωταθλητών που πιάνονται ντοπαρισμένοι χωρίς να απαιτείται αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, όπως ισχύει σήμερα. Η πρόεδρος του ΕΣΚΑΝ, καθηγήτρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χαρά Σπηλιοπούλου, εκτιμά ότι το νέο νομοσχέδιο κινείται σε θετική κατεύθυνση και επιβεβαιώνει ότι σήμερα το πρόβλημα της χρήσης απαγορευμένων ουσιών είναι μικρότερο σε σχέση με το παρελθόν: «Ζητάμε από τον αθλητή να μας αποκαλύψει την πηγή. Δεν έχει γίνει σχεδόν ποτέ». Τη ρώτησα εάν ισχύει –όπως διατείνονται αρκετοί ντοπέ αθλητές που δηλώνουν άγνοια –ότι δεν έχει νόημα να κάνει χρήση ουσιών κάποιος λίγο πριν από τη στιγμή του αγώνα: «Ολες οι διεργετικές ουσίες έχουν μικρή διάρκεια δράσης και χορηγούνται για να βελτιώσουν την επίδοση λίγο πριν από το αγώνισμα. Δεν μπορούν να τις πάρουν τώρα για να έχουν αποτέλεσμα ύστερα από μία εβδομάδα» εξηγεί. Καταρρίπτει, επίσης, μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι τα σύγχρονα αναβολικά είναι αρκετά εξελιγμένα και εάν η χρήση τους γίνεται υπό την επίβλεψη ειδικών επιστημόνων δεν προκαλούν κινδύνους για την υγεία: «Πάντα υπάρχουν κίνδυνοι όσο ένας υγιής και νεαρής ηλικίας άνθρωπος παίρνει τοξικές ουσίες. Το λιγότερο που θα έχει είναι σεξουαλική δυσλειτουργία». Στο τέλος της κουβέντας μας της ζήτησα να σχολιάσει τη θέση περί «ελεγχόμενου ντόπινγκ» και έδωσε μια ρητή και αφοπλιστική απάντηση: «Θεωρώ αδιανόητο να βάλεις σε κίνδυνο την υγεία των αθλητών και την ηθική του αθλητισμού».
Υπάρχει ένας τζίρος δισεκατομμυρίων στον αθλητισμό και δη στον πρωταθλητισμό που εξωθεί τους πρωταθλητές σε όλο και πιο εξωπραγματικά και θεαματικά ρεκόρ. Ενα οικοδόμημα υποκρισίας προσανατολισμένο στην τιμωρία του αθλητή, ο οποίος είναι ένας μόνο κρίκος της αλυσίδας. Το ευρύτερο περιβάλλον του που μπορεί να προκρίνει, να συμμετέχει ή να ανέχεται τη φαρμακοδιέγερση μένει συνήθως αλώβητο. «Ενα ευρώ που αποδίδει 16 φορές στα ναρκωτικά, στην ντόπα αποδίδει 2.500 φορές» μου είπε ο αθλητίατρος Σταύρος Χάντζος. Υπάρχει, όμως, ένας κίνδυνος συνολικής απαξίωσης. Με την ίδια ευκολία που κάθε φορά που μαθαίνουμε για ένα νέο κρούσμα ντόπας ψάχνουμε σύννεφο για να πέσουμε, υιοθετούμε έναν μηδενιστικό αφορισμό ότι όλοι ντοπάρονται. Πέρα από άδικη και στρεβλή, αυτή η γενίκευση εμπεδώνει την αντίληψη ότι δεν υπάρχει ανόθευτη επιτυχία απενοχοποιώντας επί της ουσίας τη χρήση ουσιών. «Η νοοτροπία ότι όλοι είναι ντοπέ είναι παρόμοια με το ότι όλοι οι δημοσιογράφοι είναι διαπλεκόμενοι και όλοι οι εφοριακοί διεφθαρμένοι. Δεν ισχύει κανένα από τα τρία. Βρέθηκα πολλές φορές στην άχαρη θέση να υπερασπιστώ τον χώρο μου και την καριέρα μου. Εχοντας περάσει πάνω από 200 ελέγχους, μπορώ να πω ότι δεν είναι καθόλου εύκολη διαδικασία. Τη διετία 2005-2006 έπρεπε κάθε μέρα να δηλώνω διαθέσιμος για έλεγχο. Ακόμη και την ημέρα που γέννησε η γυναίκα μου δήλωσα διαθέσιμος στο δωμάτιο του μαιευτηρίου. Ημουν από τους πρώτους αθλητές που αφομοίωσα αυτή τη λογική όταν χτιζόταν το βιολογικό διαβατήριο» δηλώνει στο ΒΗΜΑgazino ο πρωταθλητής στίβου και εκπρόσωπος στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Στίβου, Περικλής Ιακωβάκης.
To σύντομο επεισόδιο του χρυσού πρωταθλητισμού της εύπορης Ελλάδας προβλήθηκε με βίαιες εναλλαγές και μεταπτώσεις, ένα σαρωτικό πέρασμα από το χειροκρότημα στις κατάρες. Μια βαριά σκιά που απλώνεται στα άδεια στάδια και μια γενικευμένη καχυποψία που την πληρώνουν όσοι τώρα με πολύ λιγότερα μέσα επιδιώκουν να κρατήσουν ενεργή τη φιλοδοξία. Οχι πως σήμερα δεν υπάρχει καθόλου ντόπινγκ. Σήμερα δεν υπάρχει μαζικός πρωταθλητισμός. Η οικονομική κρίση, τα σκάνδαλα και η αυστηροποίηση των ελέγχων αποδυνάμωσαν έναν χώρο που χτίστηκε σε σαθρά θεμέλια. Το κλειδί για τη γαλήνη και την ανασυγκρότηση του ελληνικού αθλητισμού βρίσκεται πίσω, εκεί που δεν θέλουμε να γυρίσουμε γιατί σε αυτή τη φούσκα αναγνωρίζουμε και ένα κομμάτι –οριστικά απολεσθέν –του δικού μας εαυτού. Υπάρχει, όμως, μια ανεκπλήρωτη υποχρέωση της Ελλάδας απέναντι στο παρελθόν της και το ντόπινγκ: Υπάρχει μια εκκρεμότητα αλήθειας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ