Προηγήθηκε ο δίσκος της διάσημης ιταλίδας μεσοφώνου Τσετσίλια Μπάρτολι το 2003. Την επόμενη χρονιά το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο με τα λαμπερά θυρανοίξια της Σκάλας του Μιλάνου μετά την τριετή φιλόδοξη ανακαίνισή της με την όπερα «L’ Europa riconosciuta», το ίδιο εκείνο έργο με το οποίο εγκαινιάστηκε το ιστορικό θέατρο το 1778. Η πρόσφατη ανακάλυψη της παρτιτούρας που έγραψαν από κοινού ο Μότσαρτ και ο Σαλιέρι στα αρχεία του Εθνικού Μουσείου Μουσικής της Πράγας, όμως, ήταν κατά κοινή ομολογία η καθοριστικότερη εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών ως προς την κατάρριψη ενός μύθου: ο λόγος για την περιώνυμη αντιπαλότητα των δύο συνθετών η οποία, σύμφωνα πάντα με την ίδια άποψη, έφτασε σε τέτοια επίπεδα ώστε ο δεύτερος εφέρετο να έχει προκαλέσει τον θάνατο του πρώτου σε ηλικία 35 μόλις ετών.
Παρ’ όλο που η πεποίθηση αυτή έχει μάλλον απορριφθεί από τους ειδικούς εδώ και πολλά χρόνια, παρέμεινε εδραιωμένη στη συνείδηση του λεγομένου ευρέος κοινού κυρίως χάρη στην πασίγνωστη ταινία του Μίλος Φόρμαν «Αmadeus» (1984) η οποία σάρωσε τα βραβεία –μεταξύ αυτών, και οκτώ Οσκαρ –και πέρα από την κινηματογραφική επηρέασε και τη μουσική σκηνή της εποχής (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μεγάλη επιτυχία του αυστριακού τραγουδιστή Falco «Rock me Amadeus» το 1985).
Το σενάριο του Πίτερ Σάφερ, βασισμένο στο ομότιτλο θεατρικό έργο του ιδίου, στηρίχθηκε με τη σειρά του στην τραγωδία του Πούσκιν «Μότσαρτ και Σαλιέρι» που γράφτηκε το 1830, πέντε μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του δεύτερου συνθέτη, τον οποίο παρουσίαζε ως αναμφισβήτητο δολοφόνο του πρώτου…
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Αντόνιο Σαλιέρι; Ενας σκοτεινός και μοχθηρός τύπος που ζήλευε τόσο τον νεότερο ομότεχνό του με τον οποίο συνυπήρξε δημιουργικά στη Βιέννη στα τέλη του 18ου αιώνα ώστε να φθάσει ακόμη και να τον δηλητηριάσει; Ενας κακός συνθέτης; Μήπως τελικά ήταν ένας αξιόλογος δημιουργός –δάσκαλος, μεταξύ άλλων, του Μπετόβεν, του Σούμπερτ και του Λιστ – ο οποίος καταδικάστηκε στη λήθη εξαιτίας συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών και ήρθε πλέον η ώρα να τον ανακαλύψουμε εκ νέου; Πώς προέκυψε η πεποίθηση της αντιπαλότητας και κατ’ επέκταση της ίντριγκας η οποία, σύμφωνα με τον μύθο, οδήγησε στον θάνατο τον Μότσαρτ;
Φόβοι και ομολογίες


Αναφορικά με τον Σαλιέρι (1750-1825) λίγες πληροφορίες είναι διαθέσιμες «από πρώτο χέρι». Η εικόνα που αποκομίζει κανείς μέσω της βιογραφίας του Φόλκμαρ Μπραουνμπέρενς (1989) έχει να κάνει με έναν άνθρωπο σοβαρό, σταθερό και κάποιες φορές ευέξαπτο. Ωστόσο, υπάρχουν περιγραφές που τον χαρακτηρίζουν φιλικό και ευχάριστο, ενώ ο ιρλανδός τραγουδιστής Μάικλ Κέλι, καλός φίλος του Μότσαρτ, επέμενε ότι ο Σαλιέρι «διακωμωδούσε τα πάντα». Το σίγουρο είναι πως, όταν το 1781 ο Μότσαρτ εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, ο Σαλιέρι –μεγαλύτερός του κατά έξι χρόνια –ήταν ήδη ένας καθιερωμένος αστέρας.
Γεννημένος στο Λενιάνο, πόλη της Βόρειας Ιταλίας, στις 18 Αυγούστου 1750, ο Αντόνιο Σαλιέρι βρέθηκε στη Βιέννη σε ηλικία 15 ετών, όπου συνάντησε τον μελλοντικό του μέντορα Γκλουκ αλλά και τον Αυτοκράτορα Ιωσήφ ΙΙ. Σύντομα εξασφάλισε τη δυνατότητα καριέρας στην αυτοκρατορική αυλή, ενώ η τοποθέτησή του, το 1774, ως αυλικού συνθέτη και μαέστρου της ιταλικής όπερας τον ανέδειξε ως έναν από τους επιδραστικότερους μουσικούς της Ευρώπης.
Μέσα από αυτό το πρίσμα οι ειδικοί θεωρούν πως η κατηγορία ότι ο ευρέως επιτυχημένος Σαλιέρι αισθάνθηκε τόσο μεγάλη απειλή από τον λιγότερο καθιερωμένο Μότσαρτ ώστε να τον οδηγήσει στον θάνατο δεν έχει βάση. Στην πραγματικότητα, ο Μότσαρτ αποδέχθηκε παραγγελίες (όπως οι όπερες «Ετσι κάνουν όλες» και «Η μεγαλοψυχία του Τίτου») τις οποίες αρχικά ο Σαλιέρι είχε απορρίψει.
Ο μύθος προέκυψε εν πολλοίς εξαιτίας του γεγονότος ότι περί τα τέλη της ζωής του ο Μότσαρτ υποψιαζόταν πως είχε δηλητηριαστεί από ιταλικούς κύκλους.
Η αλήθεια είναι ότι σε παλαιότερες επιστολές του στον πατέρα του ο ίδιος παραπονιόταν ότι «παραγκωνίζεται από την ιταλική κλίκα», αλλά αυτό έχει ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια να δικαιολογήσει στον υπερφιλόδοξο γονέα την όποια μικρή αποτυχία του…
Ο συνδυασμός των δύο στοιχείων ωστόσο οδήγησε τους θιασώτες της συνωμοσίας να στρέψουν τα βέλη τους στον Σαλιέρι. Και ποιος ήταν άραγε αυτός ο οποίος θα αντιστεκόταν σε μια τόσο «πιπεράτη» ιστορία; Σίγουρα όχι οι άλλοι συνθέτες. Σχετικές αναφορές συναντά κανείς στα «Βιβλία Συζητήσεων» του Μπετόβεν, τα οποία ο ίδιος χρησιμοποιούσε τα 10 τελευταία χρόνια της ζωής του και περιλαμβάνουν συζητήσεις γύρω από τη μουσική ενώ ρίχνουν ταυτόχρονα κάποιο φως στον τρόπο σκέψης του.
Ο Βέμπερ, πεθερός του Μότσαρτ, άκουσε την ιστορία το 1803 και έκτοτε αντιμετώπιζε τον Σαλιέρι με ψυχρότητα. Δύο δεκαετίες αργότερα η υπόθεση εξακολουθούσε να βρίσκεται στην επικαιρότητα, με τον Ροσίνι να κάνει σχετικό χιούμορ σε μια συνάντησή του με τον υποτιθέμενο… «δολοφόνο» το 1822. Καθώς η φήμη ολοένα δυνάμωνε, κάθε προσπάθεια άρνησής της έμοιαζε απλώς να την ενισχύει…
Ωστόσο το 1823 ήρθε ο ίδιος ο Σαλιέρι να την «επιβεβαιώσει». Νοσηλευόμενος, άρρωστος βαριά, με την κατάσταση της υγείας του μη αναστρέψιμη και πνευματικά διαταραγμένος, λέγεται πως κατηγόρησε τον εαυτό του ότι δηλητηρίασε τον Μότσαρτ. Αργότερα, σε μια στιγμή κατά την οποία είχε ανακτήσει κάποια διαύγεια, ανασκεύασε βέβαια αλλά ήταν πλέον αργά. Παρ’ όλο που λίγοι στην πραγματικότητα πίστεψαν τις ασυναρτησίες ενός ηλικιωμένου ανθρώπου σε σύγχυση, το γεγονός ότι ο Σαλιέρι είχε «ομολογήσει» τον φόνο του Μότσαρτ προσέδωσε στη φήμη κάποια ψιχία εγκυρότητας…
Τίμησε την Ιταλία


«Ο Σαλιέρι είναι ένας συνθέτης που τίμησε την Ιταλία και αξίζει να αποκατασταθεί» δήλωνε το 2004 ο σουπερστάρ ιταλός αρχιμουσικός Ρικάρντο Μούτι, μουσικός διευθυντής τότε της Σκάλας του Μιλάνου, εν όψει της παρουσίασης της όπερας «L’ Europa riconosciuta», η οποία προκάλεσε τελικά παγκόσμια αίσθηση και έμεινε για καιρό στις σελίδες του διεθνούς Τύπου. Ο μαέστρος εξηγούσε τότε πως η συγκεκριμένη όπερα του Σαλιέρι, την οποία έγραψε σε ηλικία 28 ετών, μάλλον δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αριστούργημα, ωστόσο εμπεριέχει υπέροχες μουσικές σελίδες.
Στη διαπίστωση αυτή συμφωνούσε και η Τσετσίλια Μπάρτολι, η οποία την προηγούμενη χρονιά είχε κυκλοφορήσει το αφιερωμένο στον Σαλιέρι άλμπουμ της.
Η ίδια γνώρισε τη μουσική του μέσω της ενασχόλησής της με τον Γκλουκ και αποφάσισε να ψάξει το θέμα περισσότερο. Πήγε στη Βιβλιοθήκη της Βιέννης και αναζήτησε όλα τα χειρόγραφά του, περισσότερες από 40 όπερες. Μελέτησε εκτενώς και ανακάλυψε μουσική «γεμάτη αισθήματα, πάθος και ευαισθησία», όπως έλεγε τότε σε συνέντευξή της στο «Βήμα της Κυριακής». Συνέχιζε διατυπώνοντας την άποψη πως ο Σαλιέρι διδάχθηκε από τον Γκλουκ τη δύναμη της έκφρασης, αλλά παράλληλα στάθηκε ικανός να ανεβάσει το ύφος του δασκάλου του σε υψηλότερο επίπεδο. «Θεωρώ ότι έδειξε μεγάλη ικανότητα στο να εξελίξει αυτή την προκλασική ατμόσφαιρα σε κλασική, ακόμη και προρομαντική» δήλωνε συγκεκριμένα.
Η διάσημη μεσόφωνος θεωρεί τον Σαλιέρι παρεξηγημένη προσωπικότητα και στην ίδια συνέντευξη διατύπωνε την άποψη πως η ταινία του Φόρμαν έπαιξε αρνητικό ρόλο σε αυτό. «Πρόκειται βέβαια για υπέροχη ταινία» έλεγε «αλλά δεν νομίζω ότι στηριζόταν σε τεκμηριωμένα γεγονότα. Π.χ., είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Σαλιέρι δεν σκότωσε τον Μότσαρτ. Πέθανε βέβαια νέος αλλά ήταν άρρωστος, όπως άλλωστε και πολλοί ακόμη άνθρωποι οι οποίοι πέθαναν τον ίδιο καιρό στη Βιέννη».
Πού οφείλεται κατά τη γνώμη της το γεγονός ότι η μουσική του Σαλιέρι παρέμεινε για αιώνες στο σκοτάδι; Δύσκολο να το εξηγήσει. «Αν το επιχειρούσα, πάντως, ως πιθανότερη αιτία θα ανέφερα το ότι σημαντικό μέρος της δημιουργικής φάσης του συνέπεσε με την αρχή του κινήματος του εθνικισμού στη μουσική, μια εποχή μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Ο Σαλιέρι ήταν φορέας άλλης εποχής, της ιταλικής όπερας, η οποία βρισκόταν σε πτώση. Ο ίδιος υπέφερε απ’ αυτό, όπως άλλωστε και άλλοι συνθέτες. Πάρτε για παράδειγμα τον Τσιμαρόζα».
Η χαμένη καντάτα


Μια καντάτα διάρκειας τεσσάρων λεπτών η οποία ανακαλύφθηκε στα αρχεία του Εθνικού Μουσείου Μουσικής της Τσεχίας τον Νοέμβριο του 2015 είναι το μουσικό έργο που έγραψαν από κοινού ο Μότσαρτ, ο Σαλιέρι αλλά και ένας ακόμη συνθέτης ονόματι Κορνέτι, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Το κομμάτι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό την περασμένη Τρίτη, παιγμένο σε τσέμπαλο, με την εκπρόσωπο του Μουσείου Σάρκα Σοκάλοβα να κάνει λόγο για «πραγματικά αξιόλογο έργο».
Γράφτηκε το 1785, έξι χρόνια δηλαδή πριν από τον πρόωρο θάνατο του Μότσαρτ, και αποκτήθηκε από το Μουσείο της Πράγας στα μέσα του 20ού αιώνα, ενταγμένο σε κάποια συλλογή.
Ο γερμανός μουσικολόγος Τίμο Χέρμαν κατάφερε να κάνει την ταύτιση μελετώντας τους καταλόγους του Μουσείου και, όπως δήλωσε, αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στους δύο συνθέτες. Παράλληλα εξέφρασε την απόλυτη βεβαιότητά του για τη γνησιότητα του χειρογράφου. Ο τίτλος της καντάτας είναι «Per la recuperata salute di Ophelia» («Για την αποκατασταθείσα υγεία της Οφηλίας») και γράφτηκε προκειμένου να τιμήσει την ανάρρωση μιας υψιφώνου της εποχής ύστερα από κάποια ασθένεια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ